Του Vahit Tursun*
Η Οτσενα είναι ένα χωριό που βρίσκεται στον σημερινό Πόντο, στα σύνορα και στα ορεινά της Τραπεζούντας. Μέσα σε έναν παράδεισο, γεμάτο με πεύκα, έλατα και διάφορα είδη δέντρων, που χαρίζουν μια ανέκφραστη ομορφιά. Εκεί κοντά στις κορυφές των βουνών, με τ' αναρίθμητα πηγάδια και λιβάδια, που βγάζουν ολοκάθαρα, κρυστάλλινα νερά.
Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού μάλλον ήταν φυγάδες, οι οποίοι έφυγαν από την καταπίεση των Οθωμανών και αφέθηκαν στην αγκαλιά του πυκνού δάσους. Είναι άγνωστο πόσον καιρό πήρε στους Οτσενίτες να χτίσουν τα πρώτα τους κανονικά σπίτια για να μπουν μέσα και να ζήσουν σαν άνθρωποι. Φαίνεται όμως πως μόλις τα χτίσανε, οι Οθωμανοί τούς ανακάλυψαν κα τους κατέγραψαν. Σύμφωνα με τα στοιχεία των Οθωμανών (Tahrir defterleri, 1583), όλοι κ' όλοι πέντε οικογένειες ήτανε. Αυτές αποτελούσαν τους πρώτους κάτοικους του χωριού. Εκείνη τη χρονιά αφαιρέθηκε η ελεύθερή τους υπηκοότητα των βουνών, και έτσι περάσανε στη λίστα των χαρατσιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στα επόμενα χρόνια ήρθαν και εγκαταστάθηκαν και άλλοι στο χωριό. Ετσι, οι πρώτοι Οτσενίτες απόκτησαν γείτονες. Η μοναξιά τους εκεί επάνω στα βουνά είχε τελειώσει. Μέσα σε τριάντα χρόνια, από το 1583 έως το 1613, οι κάτοικοι του χωριού αυξήθηκαν στις πενήντα τέσσερις οικογένειες, από τους οποίους οι τέσσερις δήλωσαν πως ήταν μουσουλμάνοι. Οπως μας πληροφορεί ο Γ. Κανδηλάπτης στο βιβλίο του «Τα Φιτίανα», όλοι οι κάτοικοι της περιοχής του Οφη, όπου ανήκει και η Οτσενα, εξισλαμίστηκαν με απόφαση του Δεσπότη της περιοχής. Κανένας δεν ξέρει εάν τους κάλεσαν για να μαζευτούν σε μια περιοχή ή αν πήγαν κάποιοι σπίτι σπίτι και τους ανακοίνωσαν την πικρή απόφαση. Ολοι αυτοί που φτάσανε στη Οτσενα από διάφορες περιοχές, φέρανε και τα δικά τους ιδιώματα. Μερικοί χρησιμοποιούσαν τα ουσιαστικά με την κατάληξη (ν), όπως «παιδίν», «σκαμνίν», «ράχην», «πόρταν» «δέντρον», «απίδιν», «καλάθιν» κ.λπ. και μερικοί τις χρησιμοποιούσανε κανονικά, όπως «παιδί», «σκαμνί», «ράχη», «πόρτα» «δέντρο», «απίδι», «καλάθι» κ.λπ. Αλλοι λένε τα εξοχικά βουνά «σταλίαν» που διαμορφώθηκε από τη λέξη «στάβλοι» και άλλοι «παρχάρε» η οποία λέξη διαμορφώθηκε από τις λέξεις «παρά+χωριό». Κάποιοι τα χόρτα τα ονομάζουν «χολχόνε», από τις λέξεις χλόος+χλόη και κάποιοι «χορτάρε», από το χορτάρια. «Νίκαγε» ο ένας «έτρεπε» ο άλλως. Και το «εχτές» υπήρξε σαν λέξη και το «οψέ» σαν αντίστοιχο. Ποικιλία και πλούτος της γλώσσας, μέσα σε ένα χωριό το οποίο δεν είχε και πολλή επαφή με τα παραλιακά αστικά κέντρα. Από έναν πληθυσμό, συγγενή με όλους τους Πόντιους. Γι' αυτό και η Οτσενα αποτελεί ένα παράδειγμα μικρού Πόντου, ένα παράδειγμα της Ανατολής. Οι διαφορές αυτές ποτέ δεν έχουν συνειδητοποιηθεί μέσα στο χωριό. Ποτέ δεν αισθάνθηκε κανείς ξένος. Ολοι ήρθαν από έξω και όλοι είχαν την ίδια μοίρα.
Το σημαντικότερο ήταν ότι όλοι μιλούσαν την ίδια γλώσσα, τα ρωμαιικά, δηλαδή Ποντιακά.
Το χωριό αδειάζει
Σήμερα λοιπόν αυτό το χωριό αδειάζει. Σβήνει τούτο το αστέρι. Φεύγουν οι άνθρωποι από την Οτσενα. Ζήτημα να έχει μείνει εκεί το ένα τέταρτο του πληθυσμού. Ειδικά στην Κάτω Οτσενα, από τα περίπου 630 σπίτια, μόνο τα 200 δίνουν σημάδι ζωής, ανάβει το φως και καπνίζει το τζάκι τους. Και αυτοί έτοιμοι να φύγουν, από ένα μικρό χωριό που κουβαλάει στην πλάτη του τα ερείπια ενός πολιτισμού χιλιάδων χρόνων, μιας ολόκληρης ιστορίας. Φεύγοντας ο καθένας, παίρνει και μαζί του ό,τι παραπάνω και διαφορετικό έχει, μαζεύοντας από πίσω του όλα του τα ίχνη, εξαφανίζοντας τα πανάρχαια πολιτισμικά του ερείπια. Με τον κάθε θυμωμένο φυγά, με τον κάθε απελπισμένο μετανάστη που φεύγει από τον τόπο, μια φλέβα ακόμη νεκρώνεται και αργοπεθαίνει τόσο φρικτά ένας πολιτισμός, αφήνοντας πίσω την άγνοια, αμορφωσιά και την απανθρωπιά. Ακόμη και ο θάνατος ενός ανθρώπου αδυνατίζει μια πανάρχαια γλώσσα, καθώς μαζί του πεθαίνουν όλες οι παραπάνω λέξεις, που μπόρεσαν να σωθούν στη μνήμη του, από τη λεηλασία του καπιταλισμού, από το ανελέητο χτύπημα των μέσων μαζικής ενημέρωσης, από την αδιαφορία, την ξενολατρία και την προδοσία.
Κρυφοκλαίει, στεγνοδακρύζει η Οτσενα, κραυγάζει τόσο ώστε η αύδη (φωνή) της ξεπερνάει τα σύνορα της ακοής μας. Ισως και γι' αυτό δεν ακούει κανείς. Εξαφανίζεται ένα πανάρχαιο ιδίωμα της ελληνικής γλώσσας, μπροστά στα μάτια ενός κόσμου που λέει ότι είναι πολιτισμένος. Διότι στις μεγάλες πόλεις, κανείς δεν θα μπορέσει να μιλήσει τη μητρική του γλώσσα, όσο και να τρελαίνεται να την ακούσει. Οσο και να κάθεται μόνος, μοιρολογώντας από τη νοσταλγία του να την ψιθυρίσει.
* Ο Vahit Tursuείναι ελληνόφωνος από την περιοχή Οφη Τραπεζούντας. Αυτό το άρθρο του δημοσιεύθηκε στη μεγάλης κυκλοφορίας, κεντροαριστερή εφημερίδα της Τουρκίας Radikal, την περασμένη Κυριακή 25 Φεβρουαρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου