Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Τα ρωμαίικα πεθαίνουν


Ότσενα
Ένας πολιτισμός που πεθαίνει και μία γλώσσα που ψυχομαχεί…

Η Ότσενα βρίσκεται στον σημερινό Πόντο, μέσα στα σύνορα και στα ορεινά της Τραπεζούντας. Μέσα σε ένα παράδεισο γεμάτο με πεύκα, έλατα και διάφορα είδη δέντρων, που χαρίζουν μία ανέκφραστη ομορφιά και πολλά άλλα, για τους κάτοικους του χωριού.
Εκεί κοντά στις κορυφές των βουνών, που βρίσκονται  αναρίθμητα πηγάδια και λιβάδια, που βγάζουν ολοκάθαρα, διαυγή και κρυστάλλινα νερά, για να πίνουν οι άνθρωποι του τόπου.

Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού, μάλλον ήταν φυγάδες που έφυγαν από τη καταπίεση των Οθωμανών, και στηρίχθηκαν στην αγκαλιά του πυκνού δάσους της περιοχής. Η περιοχή τους προσέφερε πολλές κρυψώνες, και ήταν σίγουροι πώς δεν θα τους ανακάλυπτε κανίς. Η στάχτες και τα κάρβουνα από καμένα ξύλα μας μαρτυρούν για τα πρώτα τους σπιτάκια. Σε σπηλιές ζούσαν, διαμορφώνοντας τις με μικρά τοιχάκια, τα οποία μας αποκαλύπτουν τα ίχνη και τα προσόντα του πολιτισμού τους. Ποιος ξέρει πόσες έρωτες έζησαν στα καλοχτισμένα κρεβατάκια τους, που εμείς τα εγγόνια τους τα χαλάσαμε, νομίζοντας ότι κρύβανε κανένα θησαυρό. Χωρίς να αντιληφθούμε το ότι, αυτό που κάναμε ήταν φοβερό.

Είναι άγνωστο το πόσον καιρό τους πείρε να χτίζουν, τα πρώτα τους κανονικά σπίτια για να ζήσουν σαν άνθρωποι αλλά, το 1583 ήταν που τους ανακαλύψανε οι Οθωμανοί και τους καταγράψανε. Όλοι κ’ όλοι πέντε οικογένειες ήτανε. Ανάλογα με τα τεφτέρια φορολόγησης των Οθωμανών (1583 Tahrir defterleri), αυτός ο αριθμός οικογενειών λιπών, αποτελούσε τους πρώτους κάτοικους του χωριού. Σε τούτο το χρόνο λιπών αφαιρέθηκε η ελεύθερη τους υπηκοότητα των βουνών, και έτσι περάσανε στη λίστα των χαρατσιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε τούτο το χρόνο φαίνεται πως τους εγκατέλειψε ο Δίας.

Στα συνεχόμενα χρόνια από τότε που ανακαλύφθηκαν οι πρώτοι κάτοικοι, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν και άλλοι στο χωριό. Έτσι λιπών, απόκτησαν και άλλους γείτονες. Η μοναξιά τους εκεί επάνω στα βουνά είχε λήξει. Μέσα σε τριάντα χρόνια, δηλαδή από το 1583 έως το 1613, οι κάτοικοι του χωριού αυξήθηκαν στις πενήντα τέσσερις οικογένειες, από τους οποίους οι τέσσερις δήλωσαν πως είναι μουσουλμάνοι. Περίεργο όμως, είναι γνωστό εάν τους ρώτησε κανίς, το πως ζούνε μέσα σε πενήντα χριστιανικές οικογένειες, και με τι γλώσσα επικοινωνούνε μαζί τους. Ποτέ δεν θα ξέρει κανίς εάν αλήθευε αυτή η δήλωση ή όχι, όμως, όπως μας πληροφορεί ο κο. Γ. Κανδιλαπτης στο βιβλίο του «Τα Φιτίανα», όλοι οι κάτοικοι της περιοχής Όφης που εντάσσετε και η Ότσενα, εξισλαμίζονται με την απόφαση του Δεσπότη της περιοχής. Κανένας δεν ξέρει πόσοι ήταν όταν έφτασε η απόφαση αυτή, και τι ήταν η πρώτη τους αντίδραση. Δεν ξέρει κανίς εάν τους καλέσανε για να μαζευτούν σε μία περιοχή, ή αν πήγαν μερικοί σπίτι σπίτι και τους ανακοινώσανε την πικρή αυτή απόφαση. Ποιος ξέρει τι συζητούσανε στα σπίτια τους εκείνη τη νύχτα, ή εάν πέσανε από ψυχολογική κούραση και κοιμηθήκανε. Δεν μας διηγήθηκε κανίς τίποτα για εκείνες τις πρώτες μέρες και τις πρώτες αντιδράσεις. Όμως, μας δηγήθηκαν για πιο φοβερές, φρικτές και απάνθρωπες στιγμές, σχετικά για έναν συγχωριανό τους που πέρασε αρκετά μαρτύρια για να μην εξισλαμισθεί. Φαίνεται πώς αυτό το γεγονός, τους έμεινε στο νου τους και χάραξε άσχημα την ψυχή τους, για να μην το έχουν ξεχάσει μέχρι σήμερα. Αυτό το φρικτό γεγονός, λένε ότι το έζησε ένας, ο οποίος ονομαζότανε Παύλος. Ο Παύλος δεν ήθελε να εξισλαμιστεί και αντιδρούσε συνέχεια. Του είχαν κάνει του κόσμου τα βάσανα του καημένου. Ήταν πολύ πεισματάρης και δεν άλλαζε με τίποτα. Τελικά σκοτώσανε τα επτά του παιδιά, κόψανε τα κεφαλάκια από τα κορμάκια τους, του τα φόρτωσαν στην πλάτη μέσα σε ένα καλάθι, και τον βάλανε να περπατήσει πεινασμένος. Έτσι τελικά υπέκυψε και εξισλαμίστηκε ο Παύλος. Μερικοί λένε πώς, μέχρι και να πεθάνει ο Παύλος, δεν τον είχε δει κανίς να πάει στην τζαμί. Ίσως και να έχει πεθάνει χριστιανός.
Άλλοι λένε πώς στην Άνω Ότσενα υπήρξε ένας παπάς, ο οποίος και αυτός με το ζόρι εξισλαμίστηκε. Αυτός ήταν από μία εκκλησιαστική οικογένεια, που ασκούσε διάφορα θρησκευτικά καθήκοντα του χωριού. Τελικά του τάξανε το ότι, εάν εξισλαμιστεί και μάθει την νέα θρησκεία, θα μπορέσει να διοριστεί ως χότζας του χωριού, για να συνεχίζει να ασκεί τι δουλειά του ως μουσουλμάνος. Έτσι δέχτηκε ο παπάς το Ισλάμ και εξισλαμίσθηκε.
Ίσως να έχουν γίνει και πολλά άλλα που δεν τα θυμάται κανίς. Πάντως ότι και αν έγινε, η ιστορίες αυτές δείχνουν πώς ο εξισλαμισμός δεν πέρασε και τόσο εύκολα. Ποιος ξέρει πόσες άλλες ψυχές, πόσο και με ποιο τρόπο τυραννήθηκαν...
Κάτι τέτοια μας δηγήθηκαν οι παλαιοί μας, για τους προπαππούδες τους οι οποίοι είχαν μαζευτεί εκεί επάνω στα βουνά, από διάφορες περιοχές για να ζήσουν μία ήρεμη ζωή. Σε μία εποχή που στον Πόντο υπήρξαν φουρτούνες και τα κύματα της Μαύρης Θάλασσας ήταν άγρια. Ως σωσίβιο ήταν η Ότσενα για πολλούς πόντιους, που κανίς δεν ξέρει σε ποίες συνθήκες φτάσανε στην Ότσενα, από τα πρώτα πατρικά τους εδάφη σαν την Τραπεζούντα, τα Σούρμενα, την Αργυρούπολη κλπ. Μερικοί, ακόμη και από το Ικόνιο λένε πώς ήρθαν. Όλοι αυτοί που φτάσανε στη Ότσενα, φέρανε και τα δικά τους ιδιώματα. Μερικοί τις ουσιαστικές λέξεις τις χρησιμοποιούσαν με την κατάληξη (ν), όπως «παιδίν», «σκαμνίν», «ράχην», «πόρταν» «δέντρον», «απίδιν», «καλάθιν», κλπ. και μερικοί τις χρησιμοποιούσανε κανονικά, όπως «παιδί», «σκαμνί», «ράχη», «πόρτα» «δέντρο», «απίδι», «καλάθι», κλπ. Άλλοι λένε τα εξοχικά βουνά «Σταλίαν» που διαμορφώθηκε από την λέξη «στάβλοι» και άλλοι «παρχάρε» η οποία λέξη διαμορφώθηκε από τις λέξεις  «παρά + χωριό». Κάποιοι τα χόρτα τα ονομάζουν «χολχόνε» το οποίο όνομα διαμορφώθηκε από τις λέξεις  «χλόος + χλόη + ν = πράσινα γρασίδια, φύλλα, φυτά, χόρτα κλπ.» και κάποιοι «χορτάρε» η οποία λέξη διαμορφώθηκε από το χορτάρια. Νίκαγε ο ένας έτρεπε ο άλλως. Και το εχτές υπήρξε σαν λέξη και το οψέ σαν αντίστοιχο. Ποικιλία και πλούτος της γλώσσας, μέσα σε ένα χωριό το οποίο δεν είχε και πολλή επαφή με τα παραλιακά αστικά κέντρα. Από έναν πληθυσμό, συγγενής με όλους τους πόντιους. Γι’ αυτό και η Ότσενα, αποτελεί ένα παράδειγμα μικρού Πόντου, ένα παράδειγμα της Ανατολής.
Οι διαφορές αυτές, ποτέ δεν έχουν συνειδητοποιηθεί μέσα στο χωριό και δεν αναρωτήθηκε κανείς για αυτά. Ποτέ δεν αισθάνθηκε κανείς ξένος. Όλοι ήρθαν από έξω και όλοι είχαν την ίδια μοίρα. Το σημαντικότερο ήταν, ότι όλοι μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Μιλούσαν Ρωμαιϊκά, δηλαδή Ποντιακά. Αυτή η γλώσσα του ένωνε, και με αυτήν επικοινωνούσανε μεταξύ τους.


Οι Οτσενίτες συνέχισαν να υποφέρουν και αργότερα. Είχε βγει ένας φόρος που λεγότανε «φόρος περιουσίας (varlık vergisi)», στην εποχή του Ισμέτ πασά, ο οποίος ήταν Πρωθυπουργός της Τουρκικής Δημοκρατίας. Λένε στο χωριό, όταν ερχόντουσαν οι χαφιέδες (εφοριακοί που τους ονόμαζαν έτσι στο χωριό, ίσως επειδή τους καρφώνανε και στον κρατικό μηχανισμό), ο κόσμος έκρυβε ότι είχε και δεν είχε. Οι χωριανοί είχαν ανοίξει έναν τόπο για κρυψώνα μέσα στο δάσος, και κάθε φορά που έπαιρναν χαμπάρι για τον ερχομό των χαφιέδων, μαζεύανε τα ζώα τους και τα πήγαιναν εκεί για να φαινότανε ότι δεν έχουν ζώα και έτσι θα γλίτωναν από τον φόρο.
Σχετικά με το κρύψιμο των ζώων, υπάρχει και ένα ανέκδοτο που το έζησε ένας χωριανός. Ο χωριανός αυτός, όταν πληροφορήθηκε για τον ερχομό των χαφιέδων, πήγε πήρε τα τέσσερα ζώα από τα πέντε που είχε, τα πήγε και τα έκρυψε στο δάσος. Όταν ήρθαν οι χαφιέδες, τους κατέβασε στο μαντρί για να τους δείξει πώς έχει μόνο ένα ζώο. Όταν κατέβηκαν οι χαφιέδες στο μαντρί, είδαν πως το ζώο που βρισκόταν στο μαντρί, μούγκριζε συνεχώς. Του ρωτήσανε τον χωριανό: «γιατί μουγκρίζει  τόσο πολύ αυτό το ζώο;». Ο χωριανός: «που να ξέρω, μάλλον επειδή χώρισε από τους φίλους που είχε» τους είπε. Μόλις κατάλαβαν οι χαφιέδες ότι το ζώο που βρισκόταν στο μαντρί είχε και φίλους, ζορίσανε τον χωριανό για να φέρνει και τα υπόλοιπα. Έτσι πιάστηκε ο φουκαράς, και αυτό το γεγονός έχει περάσει στα ανέκδοτα του χωριού. Κάτι τέτοια ανέκδοτα που μαρτυράνε την ιστορία, τα συναντάμε μέσα σε δεκάδες Αριστοφανικά ανέκδοτα του χωριού. Χωρίς κανίς να αντιληφθεί για την μαρτυρία που κρύβει το καθένα.

Σε αυτήν την εποχή οι χωριανοί πέρασαν μεγάλη φτώχια. Τόση ώστε, μερικοί ξεφλούδιζαν τις λεπίδες από τις οξιές, τα μάζευαν και τις αλέθανε μαζί με καλαμπόκι  στο μύλο, για να φτιάξουν ψωμί, να φάνε και να ταΐζουν τα παιδιά τους. Όμως παρόλο την φτώχια αυτή, την σκληρή δουλειά του χωριού, επί 400 χρόνια μπόρεσαν να ζήσουν μαζί και να αγαπάνε τον τόπο τους. Ο πληθυσμός του χωριού, σύμφωνα  με την καταμέτρηση του έτους 2000, είχε φτάσει στους 8.355 κατοίκους. Σε αυτήν την καταμέτρηση όμως, είχαν καλέσει όλους τους χωριανούς που είχαν εγκατασταθεί εκτός χωριού, για να ήταν και αυτοί  παρόντες. Γι’ αυτό είχανε ενοικιάσει και μερικά πούλμαν, για να τους φέρνουν στο χωριό. Με σκοπό, ώστε να κερδίζουν τα προσόντα ενός δήμου.

Σήμερα λιπών αυτό το χωριό αδειάζει. Σβήνει τούτο το αστέρι. Φεύγουν οι άνθρωποι  από την Ότσενα. Ζήτημα να έχει μείνει εκεί το ένα τέταρτο του πληθυσμού. Ιδικά στην Κάτω Ότσενα, από τα 630 σπίτια περίπου, μόνο τα 200 δίνουν σημάδι ζωής, ανάβει το φως και καπνίζει το τζάκι τους. Και αυτοί έτοιμοι να φύγουν, από έναν μικρό χωριό που κουβαλάει στην πλάτη του τα ερείπια ενός πολιτισμού χιλιάδων χρόνων, μίας ολόκληρης ιστορίας. Φεύγοντας ο καθένας, παίρνει και μαζί του ότι παραπάνω και διαφορετικό έχει, μαζεύοντας από πίσω του όλα του τα ίχνη, εξαφανίζοντας τα πανάρχαια πολιτισμικά του ερείπια. Με τον κάθε θυμωμένο φυγά, με τον κάθε απελπισμένο μετανάστη που φεύγει από τον τόπο, μία φλέβα ακόμη νεκρώνεται και αργοπεθαίνει τόσο φρικτά ένας πολιτισμός, αφήνοντας πίσω την άγνοια, αμορφωσιά και την απανθρωπιά. Ακόμη και ένας θάνατος ενός ανθρώπου, αδυνατίζει μία πανάρχαια γλώσσα, πεθαίνοντας μαζί του όλες οι παραπάνω λέξεις που μπόρεσαν να σωθούν στην μνήμη του, από την λεηλασία του καπιταλισμού, από το ανελέητο χτύπημα των μέσων μαζικής ενημέρωσης, από την αδιαφορία, την ξενολατρία και την προδοσία.

Κρυφοκλαίει, στεγνόδακρύζει η Ότσενα, κραυγάζει τόσο ώστε η αύδη (φωνή) της ξεπερνάει τα σύνορα της ακοής μας. Ίσως και γι’ αυτό δεν ακούει κανίς. Εξαφανίζεται ένα πανάρχαιο ιδίωμα της Ελληνικής γλώσσας, μπροστά στα μάτια ενός κόσμου που λέει ότι είναι πολιτισμένος. Διότι στις μεγάλες πόλεις, κανείς δεν θα μπορέσει να μιλήσει την μητρική του γλώσσα, όσο και να τρελαίνεται να την ακούσει. Όσο και να κάθετε μόνος, μοιρολογώντας από την νοσταλγία του, να την ψιθυρίσει.  

 (Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, Κυριακή 4 Μαρτίου '07 με τίτλο Στον Πόντο δεν μιλάνε τα ρωμαίικα πια!)
Ένας πολιτισμός που πεθαίνει και μία γλώσσα που ψυχομαχεί…

Η Ότσενα βρίσκεται στον σημερινό Πόντο, μέσα στα σύνορα και στα ορεινά της Τραπεζούντας. Μέσα σε ένα παράδεισο γεμάτο με πεύκα, έλατα και διάφορα είδη δέντρων, που χαρίζουν μία ανέκφραστη ομορφιά και πολλά άλλα, για τους κάτοικους του χωριού. Εκεί κοντά στις κορυφές των βουνών, που βρίσκονται  αναρίθμητα πηγάδια και λιβάδια, που βγάζουν ολοκάθαρα, διαυγή και κρυστάλλινα νερά, για να πίνουν οι άνθρωποι του τόπου.

Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού, μάλλον ήταν φυγάδες που έφυγαν από τη καταπίεση των Οθωμανών, και στηρίχθηκαν στην αγκαλιά του πυκνού δάσους της περιοχής. Η περιοχή τους προσέφερε πολλές κρυψώνες, και ήταν σίγουροι πώς δεν θα τους ανακάλυπτε κανίς. Η στάχτες και τα κάρβουνα από καμένα ξύλα μας μαρτυρούν για τα πρώτα τους σπιτάκια. Σε σπηλιές ζούσαν, διαμορφώνοντας τις με μικρά τοιχάκια, τα οποία μας αποκαλύπτουν τα ίχνη και τα προσόντα του πολιτισμού τους. Ποιος ξέρει πόσες έρωτες έζησαν στα καλοχτισμένα κρεβατάκια τους, που εμείς τα εγγόνια τους τα χαλάσαμε, νομίζοντας ότι κρύβανε κανένα θησαυρό. Χωρίς να αντιληφθούμε το ότι, αυτό που κάναμε ήταν φοβερό.

Είναι άγνωστο το πόσον καιρό τους πείρε να χτίζουν, τα πρώτα τους κανονικά σπίτια για να ζήσουν σαν άνθρωποι αλλά, το 1583 ήταν που τους ανακαλύψανε οι Οθωμανοί και τους καταγράψανε. Όλοι κ’ όλοι πέντε οικογένειες ήτανε. Ανάλογα με τα τεφτέρια φορολόγησης των Οθωμανών (1583 Tahrir defterleri), αυτός ο αριθμός οικογενειών λιπών, αποτελούσε τους πρώτους κάτοικους του χωριού. Σε τούτο το χρόνο λιπών αφαιρέθηκε η ελεύθερη τους υπηκοότητα των βουνών, και έτσι περάσανε στη λίστα των χαρατσιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε τούτο το χρόνο φαίνεται πως τους εγκατέλειψε ο Δίας.

Στα συνεχόμενα χρόνια από τότε που ανακαλύφθηκαν οι πρώτοι κάτοικοι, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν και άλλοι στο χωριό. Έτσι λιπών, απόκτησαν και άλλους γείτονες. Η μοναξιά τους εκεί επάνω στα βουνά είχε λήξει. Μέσα σε τριάντα χρόνια, δηλαδή από το 1583 έως το 1613, οι κάτοικοι του χωριού αυξήθηκαν στις πενήντα τέσσερις οικογένειες, από τους οποίους οι τέσσερις δήλωσαν πως είναι μουσουλμάνοι. Περίεργο όμως, είναι γνωστό εάν τους ρώτησε κανίς, το πως ζούνε μέσα σε πενήντα χριστιανικές οικογένειες, και με τι γλώσσα επικοινωνούνε μαζί τους. Ποτέ δεν θα ξέρει κανίς εάν αλήθευε αυτή η δήλωση ή όχι, όμως, όπως μας πληροφορεί ο κο. Γ. Κανδιλαπτης στο βιβλίο του «Τα Φιτίανα», όλοι οι κάτοικοι της περιοχής Όφης που εντάσσετε και η Ότσενα, εξισλαμίζονται με την απόφαση του Δεσπότη της περιοχής. Κανένας δεν ξέρει πόσοι ήταν όταν έφτασε η απόφαση αυτή, και τι ήταν η πρώτη τους αντίδραση. Δεν ξέρει κανίς εάν τους καλέσανε για να μαζευτούν σε μία περιοχή, ή αν πήγαν μερικοί σπίτι σπίτι και τους ανακοινώσανε την πικρή αυτή απόφαση. Ποιος ξέρει τι συζητούσανε στα σπίτια τους εκείνη τη νύχτα, ή εάν πέσανε από ψυχολογική κούραση και κοιμηθήκανε. Δεν μας διηγήθηκε κανίς τίποτα για εκείνες τις πρώτες μέρες και τις πρώτες αντιδράσεις. Όμως, μας δηγήθηκαν για πιο φοβερές, φρικτές και απάνθρωπες στιγμές, σχετικά για έναν συγχωριανό τους που πέρασε αρκετά μαρτύρια για να μην εξισλαμισθεί. Φαίνεται πώς αυτό το γεγονός, τους έμεινε στο νου τους και χάραξε άσχημα την ψυχή τους, για να μην το έχουν ξεχάσει μέχρι σήμερα. Αυτό το φρικτό γεγονός, λένε ότι το έζησε ένας, ο οποίος ονομαζότανε Παύλος. Ο Παύλος δεν ήθελε να εξισλαμιστεί και αντιδρούσε συνέχεια. Του είχαν κάνει του κόσμου τα βάσανα του καημένου. Ήταν πολύ πεισματάρης και δεν άλλαζε με τίποτα. Τελικά σκοτώσανε τα επτά του παιδιά, κόψανε τα κεφαλάκια από τα κορμάκια τους, του τα φόρτωσαν στην πλάτη μέσα σε ένα καλάθι, και τον βάλανε να περπατήσει πεινασμένος. Έτσι τελικά υπέκυψε και εξισλαμίστηκε ο Παύλος. Μερικοί λένε πώς, μέχρι και να πεθάνει ο Παύλος, δεν τον είχε δει κανίς να πάει στην τζαμί. Ίσως και να έχει πεθάνει χριστιανός.
Άλλοι λένε πώς στην Άνω Ότσενα υπήρξε ένας παπάς, ο οποίος και αυτός με το ζόρι εξισλαμίστηκε. Αυτός ήταν από μία εκκλησιαστική οικογένεια, που ασκούσε διάφορα θρησκευτικά καθήκοντα του χωριού. Τελικά του τάξανε το ότι, εάν εξισλαμιστεί και μάθει την νέα θρησκεία, θα μπορέσει να διοριστεί ως χότζας του χωριού, για να συνεχίζει να ασκεί τι δουλειά του ως μουσουλμάνος. Έτσι δέχτηκε ο παπάς το Ισλάμ και εξισλαμίσθηκε.
Ίσως να έχουν γίνει και πολλά άλλα που δεν τα θυμάται κανίς. Πάντως ότι και αν έγινε, η ιστορίες αυτές δείχνουν πώς ο εξισλαμισμός δεν πέρασε και τόσο εύκολα. Ποιος ξέρει πόσες άλλες ψυχές, πόσο και με ποιο τρόπο τυραννήθηκαν...
Κάτι τέτοια μας δηγήθηκαν οι παλαιοί μας, για τους προπαππούδες τους οι οποίοι είχαν μαζευτεί εκεί επάνω στα βουνά, από διάφορες περιοχές για να ζήσουν μία ήρεμη ζωή. Σε μία εποχή που στον Πόντο υπήρξαν φουρτούνες και τα κύματα της Μαύρης Θάλασσας ήταν άγρια. Ως σωσίβιο ήταν η Ότσενα για πολλούς πόντιους, που κανίς δεν ξέρει σε ποίες συνθήκες φτάσανε στην Ότσενα, από τα πρώτα πατρικά τους εδάφη σαν την Τραπεζούντα, τα Σούρμενα, την Αργυρούπολη κλπ. Μερικοί, ακόμη και από το Ικόνιο λένε πώς ήρθαν. Όλοι αυτοί που φτάσανε στη Ότσενα, φέρανε και τα δικά τους ιδιώματα. Μερικοί τις ουσιαστικές λέξεις τις χρησιμοποιούσαν με την κατάληξη (ν), όπως «παιδίν», «σκαμνίν», «ράχην», «πόρταν» «δέντρον», «απίδιν», «καλάθιν», κλπ. και μερικοί τις χρησιμοποιούσανε κανονικά, όπως «παιδί», «σκαμνί», «ράχη», «πόρτα» «δέντρο», «απίδι», «καλάθι», κλπ. Άλλοι λένε τα εξοχικά βουνά «Σταλίαν» που διαμορφώθηκε από την λέξη «στάβλοι» και άλλοι «παρχάρε» η οποία λέξη διαμορφώθηκε από τις λέξεις  «παρά + χωριό». Κάποιοι τα χόρτα τα ονομάζουν «χολχόνε» το οποίο όνομα διαμορφώθηκε από τις λέξεις  «χλόος + χλόη + ν = πράσινα γρασίδια, φύλλα, φυτά, χόρτα κλπ.» και κάποιοι «χορτάρε» η οποία λέξη διαμορφώθηκε από το χορτάρια. Νίκαγε ο ένας έτρεπε ο άλλως. Και το εχτές υπήρξε σαν λέξη και το οψέ σαν αντίστοιχο. Ποικιλία και πλούτος της γλώσσας, μέσα σε ένα χωριό το οποίο δεν είχε και πολλή επαφή με τα παραλιακά αστικά κέντρα. Από έναν πληθυσμό, συγγενής με όλους τους πόντιους. Γι’ αυτό και η Ότσενα, αποτελεί ένα παράδειγμα μικρού Πόντου, ένα παράδειγμα της Ανατολής.
Οι διαφορές αυτές, ποτέ δεν έχουν συνειδητοποιηθεί μέσα στο χωριό και δεν αναρωτήθηκε κανείς για αυτά. Ποτέ δεν αισθάνθηκε κανείς ξένος. Όλοι ήρθαν από έξω και όλοι είχαν την ίδια μοίρα. Το σημαντικότερο ήταν, ότι όλοι μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Μιλούσαν Ρωμαιϊκά, δηλαδή Ποντιακά. Αυτή η γλώσσα του ένωνε, και με αυτήν επικοινωνούσανε μεταξύ τους.


Οι Οτσενίτες συνέχισαν να υποφέρουν και αργότερα. Είχε βγει ένας φόρος που λεγότανε «φόρος περιουσίας (varlık vergisi)», στην εποχή του Ισμέτ πασά, ο οποίος ήταν Πρωθυπουργός της Τουρκικής Δημοκρατίας. Λένε στο χωριό, όταν ερχόντουσαν οι χαφιέδες (εφοριακοί που τους ονόμαζαν έτσι στο χωριό, ίσως επειδή τους καρφώνανε και στον κρατικό μηχανισμό), ο κόσμος έκρυβε ότι είχε και δεν είχε. Οι χωριανοί είχαν ανοίξει έναν τόπο για κρυψώνα μέσα στο δάσος, και κάθε φορά που έπαιρναν χαμπάρι για τον ερχομό των χαφιέδων, μαζεύανε τα ζώα τους και τα πήγαιναν εκεί για να φαινότανε ότι δεν έχουν ζώα και έτσι θα γλίτωναν από τον φόρο.
Σχετικά με το κρύψιμο των ζώων, υπάρχει και ένα ανέκδοτο που το έζησε ένας χωριανός. Ο χωριανός αυτός, όταν πληροφορήθηκε για τον ερχομό των χαφιέδων, πήγε πήρε τα τέσσερα ζώα από τα πέντε που είχε, τα πήγε και τα έκρυψε στο δάσος. Όταν ήρθαν οι χαφιέδες, τους κατέβασε στο μαντρί για να τους δείξει πώς έχει μόνο ένα ζώο. Όταν κατέβηκαν οι χαφιέδες στο μαντρί, είδαν πως το ζώο που βρισκόταν στο μαντρί, μούγκριζε συνεχώς. Του ρωτήσανε τον χωριανό: «γιατί μουγκρίζει  τόσο πολύ αυτό το ζώο;». Ο χωριανός: «που να ξέρω, μάλλον επειδή χώρισε από τους φίλους που είχε» τους είπε. Μόλις κατάλαβαν οι χαφιέδες ότι το ζώο που βρισκόταν στο μαντρί είχε και φίλους, ζορίσανε τον χωριανό για να φέρνει και τα υπόλοιπα. Έτσι πιάστηκε ο φουκαράς, και αυτό το γεγονός έχει περάσει στα ανέκδοτα του χωριού. Κάτι τέτοια ανέκδοτα που μαρτυράνε την ιστορία, τα συναντάμε μέσα σε δεκάδες Αριστοφανικά ανέκδοτα του χωριού. Χωρίς κανίς να αντιληφθεί για την μαρτυρία που κρύβει το καθένα.

Σε αυτήν την εποχή οι χωριανοί πέρασαν μεγάλη φτώχια. Τόση ώστε, μερικοί ξεφλούδιζαν τις λεπίδες από τις οξιές, τα μάζευαν και τις αλέθανε μαζί με καλαμπόκι  στο μύλο, για να φτιάξουν ψωμί, να φάνε και να ταΐζουν τα παιδιά τους. Όμως παρόλο την φτώχια αυτή, την σκληρή δουλειά του χωριού, επί 400 χρόνια μπόρεσαν να ζήσουν μαζί και να αγαπάνε τον τόπο τους. Ο πληθυσμός του χωριού, σύμφωνα  με την καταμέτρηση του έτους 2000, είχε φτάσει στους 8.355 κατοίκους. Σε αυτήν την καταμέτρηση όμως, είχαν καλέσει όλους τους χωριανούς που είχαν εγκατασταθεί εκτός χωριού, για να ήταν και αυτοί  παρόντες. Γι’ αυτό είχανε ενοικιάσει και μερικά πούλμαν, για να τους φέρνουν στο χωριό. Με σκοπό, ώστε να κερδίζουν τα προσόντα ενός δήμου.

Σήμερα λιπών αυτό το χωριό αδειάζει. Σβήνει τούτο το αστέρι. Φεύγουν οι άνθρωποι  από την Ότσενα. Ζήτημα να έχει μείνει εκεί το ένα τέταρτο του πληθυσμού. Ιδικά στην Κάτω Ότσενα, από τα 630 σπίτια περίπου, μόνο τα 200 δίνουν σημάδι ζωής, ανάβει το φως και καπνίζει το τζάκι τους. Και αυτοί έτοιμοι να φύγουν, από έναν μικρό χωριό που κουβαλάει στην πλάτη του τα ερείπια ενός πολιτισμού χιλιάδων χρόνων, μίας ολόκληρης ιστορίας. Φεύγοντας ο καθένας, παίρνει και μαζί του ότι παραπάνω και διαφορετικό έχει, μαζεύοντας από πίσω του όλα του τα ίχνη, εξαφανίζοντας τα πανάρχαια πολιτισμικά του ερείπια. Με τον κάθε θυμωμένο φυγά, με τον κάθε απελπισμένο μετανάστη που φεύγει από τον τόπο, μία φλέβα ακόμη νεκρώνεται και αργοπεθαίνει τόσο φρικτά ένας πολιτισμός, αφήνοντας πίσω την άγνοια, αμορφωσιά και την απανθρωπιά. Ακόμη και ένας θάνατος ενός ανθρώπου, αδυνατίζει μία πανάρχαια γλώσσα, πεθαίνοντας μαζί του όλες οι παραπάνω λέξεις που μπόρεσαν να σωθούν στην μνήμη του, από την λεηλασία του καπιταλισμού, από το ανελέητο χτύπημα των μέσων μαζικής ενημέρωσης, από την αδιαφορία, την ξενολατρία και την προδοσία.

Κρυφοκλαίει, στεγνόδακρύζει η Ότσενα, κραυγάζει τόσο ώστε η αύδη (φωνή) της ξεπερνάει τα σύνορα της ακοής μας. Ίσως και γι’ αυτό δεν ακούει κανίς. Εξαφανίζεται ένα πανάρχαιο ιδίωμα της Ελληνικής γλώσσας, μπροστά στα μάτια ενός κόσμου που λέει ότι είναι πολιτισμένος. Διότι στις μεγάλες πόλεις, κανείς δεν θα μπορέσει να μιλήσει την μητρική του γλώσσα, όσο και να τρελαίνεται να την ακούσει. Όσο και να κάθετε μόνος, μοιρολογώντας από την νοσταλγία του, να την ψιθυρίσει.  

Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στην μεγάλη κεντροαριστερή εφημερίδα της Τουρκίας Radikal την Κυριακή, 25-3-2007
 (Αναδημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, Κυριακή 4 Μαρτίου '07 με τίτλο Στον Πόντο δεν μιλάνε τα ρωμαίικα πια!)




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου