Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Μιθριδατικοί πόλεμοι - Χρονολόγιο





Με την υποταγή της Μακεδονίας το 168 π.Χ. και της Αχαϊκής Συμπολιτείας το 146 π.Χ. η ρωμαϊκή κυριαρχία εδραιώθηκε στην Ελλάδα, το ίδιο συνέβη μερικά χρόνια αργότερα στη Μικρά Ασία. Η Ρώμη είχε γίνει η πρώτη δύναμη στον τότε γνωστό κόσμο και μπορούσε να επιβάλλει τη θέληση της παντού.
Λίγο πολύ όλα τα υπόλοιπα ελληνιστικά κράτη βρίσκονταν υπό την επιρροή της, δηλαδή σέβονταν τις αποφάσεις της ή φρόντιζαν να μην έρχονται σε σύγκρουση μαζί της. Άλλη δυνατότητα δεν υπήρχε, αν ήθελαν να αποφύγουν την υποταγή. Εξέγερση εναντίον της ρωμαϊκής κυριαρχίας φαινόνταν αδύνατη και σ' αυτούς ακόμη τους πιο φανατικούς εχθρούς της Ρώμης. Ο Μιθριδάτης ΣΤ' εκείνο που πρωταρχικά ήθελε ήταν η επέκταση της επιρροής του σε γειτονικές χώρες, επέμβαση ώμος στην Μικρά Ασία σήμαινε σύγκρουση με τους Ρωμαίους.
Οι Ρωμαίοι συγκέντρωσαν στρατό από της επαρχίες της Ασίας με διοικητή το Λεύκιο Κάσσιο. Οι δυνάμεις χωρίστηκαν σε τρία τμήματα. Το κάθε τμήμα είχε περί τους 40.000 πεζούς και ιππείς, διέθεταν και 50.000 πεζούς και 6.000 ιππείς του Νικομήδη Ε'.
Ο Μιθριδάτης ΣΤ' διέθετε 250.000 πεζούς, 40.000 ιππείς 300 κατάφρακτα πλοία και 100 δίκροτα. Διέθετε και 10.000 Αρμένιους ιππείς και 130 πολεμικά άρματα. Αυτές ήταν οι δυνάμεις τους όταν βρέθηκαν αντιμέτωπες το 88 π.Χ.


Α΄ Μιθριδατικός Πόλεμος (89-85 π.Χ.)
88 π.Χ. Με σύμμαχο το βασιλιά της Αρμενίας Τιγράνη (γαμπρός του) και με την υποστήριξη των ελληνικών πόλεων της Ιωνίας, ο Μιθριδάτης ΣΤ' γίνεται κύριος της Μικράς Ασίας, εξοντώνοντας παράλληλα τους Ρωμαίους. Στη συνέχεια, ο πόλεμος μεταφέρεται στην κυρίως Ελλάδα, όπου δρα ο στρατηγός του Μιθριδάτη, Αρχέλαος, Έλληνας από την Καππαδοκία. Με το βασιλιά του Πόντου συμπαρατάσσονται η Αθήνα, η Βοιωτία και η Λακωνία Πιστές στους Ρωμαίους μένουν μόνο η Χίος και η Ρόδος. Τα στρατεύματα του Μιθριδάτη καταλαμβάνουν τη Δήλο.
87 π.Χ. Ρωμαϊκά στρατεύματα με 5 λεγεώνες, με επικεφαλής τους το Λεύκιο Κορνήλιο Σύλλα, (Lucius Cornelius Sulla) αποβιβάζονται στην Ελλάδα.
86 π.Χ 1 Μαρτίου ο Σύλλας, έπειτα από πολιορκία ενός έτους σχεδόν, καταλαμβάνει την Αθήνα και τον Πειραιά, αφού νικά και διαλύει το εκστρατευτικό σώμα, που έστειλε ο Μιθριδάτης, με επικεφαλής του το γιο του Αριαράθη. Φθινόπωρο, οι αντίπαλοι συμπλέκονται στην Χαιρώνεια. Ο στρατός του Μιθριδάτη υπό τον Ταξίλη και τον Αρχέλαο έφτανε τους 60.000 μαχητές, ενώ ο στρατός του Σύλλα δεν ξεπερνούσε τις 15.000 πεζούς και τους 1.500 ιππείς. Τα ποντιακά στρατεύματα ηττώνται κατά κράτος. 25.000 στρατιώτες αιχμαλωτίζονται και πολλοί άλλοι είτε πνίγονται στην Κωπαϊδα είτε σκοτώνονται,
85 π.Χ. Ο Μιθριδάτης υποχρεώνεται να συνθηκολογήσει. Συναντάται στην πόλη Δάρδανο του Ελλήσποντου με το Σύλλα, κι εκεί συμφωνείται να παραιτηθεί από όλες τις κατακτήσεις του και να καταβάλει αποζημίωση στους Ρωμαίους 2.000 τάλαντα.



Β' Μιθριδατικός Πόλεμος (83-81 π.Χ.)
83 π.Χ. Ο Ρωμαίος διοικητής της επαρχίας Ασίας, Λεύκιος Λικίννιος Μουρήνας, (Lucius Licinius Murena ) επιτίθεται εναντίον του Μιθριδάτη, ο οποίος κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Ρώμης. Τα ρωμαϊκά στρατεύματα προελαύνουν ως τα εσωτερικά του ποντιακού Βασιλείου, και ο Μιθριδάτης αναδιπλώνεται.
82 π.Χ. Κοντά στον Άλυ ποταμό, τα στρατεύματα των Ρωμαίων συμπλέκονται με τις δυνάμεις του Μιθριδάτη και υφίστανται μια πραγματική πανωλεθρία. Οι ποντιακές δυνάμεις εισβάλουν ταυτόχρονα στην Καππαδοκία και καταλαμβάνουν ένα μέρος της.
81 π.Χ. Με τη μεσολάβηση του Σύλλα, αποκαθιστάται η ειρήνη, και ο Μιθριδάτης συμφιλιώνεται με το βασιλιά της Καππαδοκίας, Αριοβαρζάνη, αλλά κρατάει το τμήμα της Καππαδοκίας, που είχαν καταλάβει οι δυνάμεις του.



Γ' Μιθριδατικός Πόλεμος (74-67 π.Χ.)
74 π.Χ. Ο στρατηγός του Μιθριδάτη, Διόφαντος εισβάλλει στη Βιθυνία, και παράλληλα ο ρωμαϊκός στόλος ηττάται από τον Ποντιακό, ενώ όσα πλοία του σώζονται περιορίζονται στο λιμάνι της Χαλκηδόνας. Η Ποντοηράκλεια συμμαχεί με το Μιθριδάτη.
73 π.Χ. Ο Λεύκιος Λικίννιος Λούκουλλος, (Lucius Licinius Lucullus) που είχε αποβιβαστεί στη Μ. Ασία με μεγάλες δυνάμεις, προωθείται στον Πόντο. Στη Φρυγία, ο βασιλιάς των Γαλατών και σύμμαχος των Ρωμαίων, Δηιόταρος, νικά τον Εύμαχο, στρατηγό του Μιθριδάτη, ενώ, έπειτα από προδοσία, περνούν στη κυριότητα των Ρωμαίων τα πλοία του ποντιακού στόλου του Αιγαίου. Νέος στόλος, που στέλνει ο Μιθριδάτης στο Σερτώριο, με επικεφαλής το στρατηγό Αλέξανδρο, αιχμαλωτίζεται.
72 π.Χ. Δολοφονείται ο Σερτώριος στην Ισπανία σύμμαχος του Μιθριδάτη, και ο Λούκουλλος τελεί θρίαμβο στη Ρώμη, όπου διαπομπεύεται ο στρατηγός του Μιθριδάτη Αλέξανδρος.
71-70 π.Χ. Επικεφαλής νέων στρατευμάτων 40.000 μαχητές που έχει συγκεντρώσει ο Μιθριδάτης επιτίθεται εναντίον των Ρωμαίων στα Κάβειρα και τους νικά, κοντά στον ποταμό Λύκο. Σε μια νέα μάχη ηττάται ο Μιθριδάτης και καταφεύγει στον Τιγράνη, ενώ με διαταγή του αυτοκτονούν όλες οι γυναίκες και οι αδελφές του. Ο Λούκουλλος, στο μεταξύ, καταλαμβάνει και λεηλατεί τις ελληνικές πόλεις, που προέβαλαν αντίσταση στο στρατό του, την Τίο, την Άμαστρη, την Αμισό, τη Σινώπη, την Ηράκλεια και την Αμάσεια.
69-68 π.Χ. Ο Λούκουλλος επιτίθεται εναντίον του Τιγράνη και καταλαμβάνει την πρωτεύουσα του, τα Τιγρανόκερτα. Αναγκάζεται, όμως, να ανακόψει την προέλαση του στην Αρμενία, γιατί στασίασαν οι στρατιώτες του.
67 π.Χ. Ο Μιθριδάτης επικεφαλής μικρών δυνάμεων 8.000 μαχητές έρχεται στον Πόντο και κοντά στα Ζήλα νικά του Ρωμαίους και σκοτώνει 7.000 στρατιώτες του στρατηγού Γάιου Βαλέριου Τριάριου. Ο Τιγράνης επωφελείται από τη σύγχυση των Ρωμαίων και ανακτά τα εδάφη του. Ο Λούκουλλος ανακαλείται στη Ρώμη, και ο στρατός του διαλύεται. Παράλληλα, ο Μιθριδάτης επαναφέρει στην κυριαρχία του τις πόλεις και τις περιοχές του Βασιλείου του.


Δ' Μιθριδατικός Πόλεμος (66-63 π.Χ.)
66 π.Χ. Μετά την αναχώρηση του Λούκουλλου, τη διοίκηση των ρωμαϊκών στρατευμάτων αναλαμβάνει ο Γναίος Πομπήιος Μάγνος, (Gnaeus Pompeius Magnus) στον οποίον παραχωρήθηκαν εξουσίες από τη ρωμαϊκή σύγκλητο. Ο Τιγράνης, στο μεταξύ, διακόπτει τη συνεργασία του με το Μιθριδάτη, ενώ ο βασιλείας των Πάρθων (Περσών), Φραόρτης, συμμαχεί με τους Ρωμαίους. Τα στρατεύματα του Μιθριδάτη στασιάζουν, και ο βασιλείας του Πόντου προωθείται από την Κολχίδα στην Ταυρική, όπου ο γιος του, Μαχαρης, αυτοκτονεί, γιατί ενωρίτερα είχε ταχθεί με τους Ρωμαίους.
65 π.Χ. Ο Μιθριδάτης προωθείται στον Καύκασο και προσπαθεί να έρθει σε διαπραγματεύσεις με τον Πομπήιο, που απορρίπτει τις προτάσεις του. Οι πόλεις της Ταυρικής χερσονήσου στασιάζουν, εξαιτίας της υπέρμετρης φορολογίας.
64-63 π.Χ. Ο γιος του Μιθριδάτη, Φαρνάκης, στρέφεται εναντίον του, και ο βασιλιάς του Πόντου καταφεύγει στο Παντικάπαιο, όπου και αυτοκτονεί, σε ηλικία 69 ετών.

Η είδηση του θανάτου του Μιθριδάτη, σήμανε το τέλος του πόλεμου (25 σχεδόν χρόνια). Τόση ήταν η ανακούφιση που αισθάνθηκαν οι Ρωμαίοι, ώστε εόρτασαν το γεγονός επί δέκα μέρες.
Απόγονος οικογένειας Ελληνο-ιρανικής καταγωγής, ο Μιθριδάτης φρόντισε ωστόσο για την εισαγωγή του ελληνικού πολιτισμού στη χώρα του και ο ίδιος γνώριζε καλά ελληνικά,. ο ίδιος διατήρησε ως το τέλος της ζωής του τον χαρακτήρα δεσπότη της Ανατολής, όπως δείχνουν οι βιαιότητες που διέπραξε. Η ποιοτική κατωτερότητα του στρατού του σε σύγκριση προς τον ρωμαϊκό, συνέβαλαν χωρίς αμφιβολία πολύ στην αποτυχία του. Αλλά το σπουδαιότερο λάθος του ήταν, η υποτίμηση των δυνατοτήτων της Ρώμης. Ο Μιθριδάτης συνέβαλε με τους πόλεμους του εναντίον της Ρώμης όχι μόνο στην εδραίωση αλλά και στην επέκταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας.

Ο Πόντος στην αρχαιότητα







Ο Πόντος στην αρχαιότητα

Η περιοχή του Πόντου ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες από τους μυθικούς χρόνους. Εκεί πίστευαν ότι κατοικούσαν οι Αμαζόνες. Στην πεδιάδα της Αμισού ο Ηρακλής απέσπασε από την Αμαζόνα βασίλισσα Ιππολύτη την περίφημη ζώνη της, ενώ αργότερα ο Ιάσων κατά την Αργοναυτική εκστρατεία προσάραξε την πενηντάκωπη Αργώ στα παράλια της Σινώπης, όπου γνώρισε τους γηγενείς κατοίκους της περιοχής, τους Χάλυβες.

Η πρώτη ελληνική αποικία του Πόντου, η Σινώπη, ιδρύθηκε από τους Μιλήσιους τον 8. π.Χ. αι. Γρήγορα ακολούθησε η ίδρυση της Αμισού, των Κοτυώρων, της Κερασούντος και της Τραπεζούντος, «πόλεως ελληνίδος οικουμένης εν τω Ευξείνω Πόντω», όπως αναφέρει ο Ξενοφών περιγράφοντας την πορεία των Μυρίων από την περιοχή στο βιβλίο του Κύρου Ανάβασις.

Η ευρύτερη περιοχή του Πόντου ανήκε κατά την αρχαιότητα στην επικράτεια της περσικής αυτοκρατορίας, ενώ μετά τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου έγινε μέρος του ελληνιστικού βασιλείου των Σελευκιδών.

Κατά τους τρεις τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες αναπτύχθηκε στην περιοχή το ανεξάρτητο ελληνιστικό βασίλειο του Πόντου με πρωτεύουσα την Αμάσεια και αργότερα τη Σινώπη. Οι Μιθριδάτες βασιλείς του διέδωσαν τον ελληνικό πολιτισμό στους λαούς της περιοχής και δημιούργησαν ένα ισχυρό κράτος που απείλησε την ενότητα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα στα χρόνια του τελευταίου βασιλέα, του Μιθριδάτη ΣΤ’ του Ευπάτορα (120-63 π.Χ.)


Μετά το 63 π.Χ. ο Πόντος πέρασε στην κυριαρχία της Ρώμης.


Θάλαττα, Θάλαττα !!

Το 401 π.Χ. οι Μύριοι του Ξενοφώντα αντικρίζουν μετά από πολύμηνη πορεία στα βάθη της Ασίας τη θάλασσα του Πόντου με τα παράλια διάσπαρτα από φιλόξενες πόλεις ελληνικές : Τραπεζούντα, Κοτύωρα, Σινώπη, Ηράκλεια, από όπου και θα πάρουν τα πλοία για την πατρίδα.


Τι εξήγαγαν οι ποντιακές αποικίες

Η ακμή των ελληνικών αποικιών στον Πόντο βασιζόταν στα μεταλλεύματα χαλκού, σιδήρου, αργύρου και άλλων της περιοχής. Οι αποικίες ασκούσαν επίσης διαμετακομιστικό εμπόριο από τα βάθη της Ανατολής προς τη Μεσόγειο και εξήγαγαν σιτηρά και ξυλεία στην κυρίως Ελλάδα.

Σημαντικές πνευματικές μορφές της αρχαιότητας

που κατάγονταν από τον Πόντο

Διογένης ο Σινωπεύς (Κυνικός φιλόσοφος του 4. π.Χ. αι.)

Δίφιλος ο Σινωπεύς (κωμικός ποιητής του 4. π.Χ. αι.)

Διονυσόδωρος από την Αμισό (μαθηματικός του 2. π.Χ. αι.)

Τυραννίων από την Αμισό (λόγιος και γραμματικός του 1. π.Χ. αι.)

Στράβων από την Αμάσεια (ιστορικός του 1. π.Χ. αι.)

Βάττων από τη Σινώπη (ιστοριογράφος)

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

ΤΡΑΓΙΚΟ ΛΑΘΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ Η ΜΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟΥ (20-30 χιλ. αντάρτες)



Γράφει ο: Παναγιώτης Ι. Παπαδόπουλος Φιλόλογος - Καθηγητής Προσπαθούμε, ύστερα από 86 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, να βρούμε μέσα από διάφορα έγγραφα και αξιόπιστες πηγές τα λάθη και τις παραλήψεις που έγιναν από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδος την εποχή εκείνη, όχι για να καταλογίσουμε ευθύνες και να ανακαλύψουμε ενόχους. Στεκόμαστε με δέος και τον ανάλογο σεβασμό στη μνήμη όλων των πρωταγωνιστών, πολιτικών και στρατιωτικών, που έλαβαν μέρος στις αποφάσεις που οδήγησαν τον μικρασιατικό ελληνισμό στην αποτυχία. Η ιστορία, όμως, πρέπει να διδάσκεται πλήρης και ολοκληρωμένη στον ελληνικό λαό και αυτό δεν έγινε, ως προς την εκστρατεία του ελληνικού στρατού στη Μ.Α. στα σχολεία. Δεν έμαθε ο ελληνικός λαός γιατί οδηγηθήκαμε στην ήττα που είχε ως συνέπεια την εξόντωση ενός εκατομμυρίου και πλέον ελληνικού πληθυσμού και άλλου τόσου που εγκατέλειψε τις πατρογονικές του εστίες στην Ιωνία και το μαρτυρικό Πόντο. Εμείς οι Πόντιοι, δεύτερης και τρίτης γενιάς, από προφορικές μαρτυρίες αλλά και από αυθεντικές πηγές κειμένων που γράφτηκαν την εποχή εκείνη, τη δράση και τη δύναμη που είχε το αντάρτικο στον Πόντο, αναρωτιόμαστε: Γιατί δεν αξιοποιηθήκαμε, όπως, έπρεπε, ώστε να αποτελέσει το στρατό εκείνο που θα ονομαζόταν από έναν στρατιωτικό, δύναμη αντιπερισπασμού από τα μετόπισθεν του εχθρού. Τα ανταρτικά σώματα που δημιουργήθηκαν στα βουνά την περίοδο 1915-1922, στην αρχή ξεκίνησαν σαν μια λύση αυτοάμυνας από τις συνεχιζόμενες αυθαιρεσίες των τουρκικών αρχών σε βάρος των χριστιανών Ελλήνων. Η αποτυχίες των Νεοτούρκων στους Βαλκανικούς πολέμους ενοχοποίησε τους Έλληνες της Μ.Α. και τον Πόντο γι’ αυτό έπρεπε να πληρώσουν. Αργότερα, όμως, ως κύριο σκοπό τους τα ανταρκτικά σώματα είχαν την δημιουργία μιας ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου. (1) Όταν το 1909, ο μακεδονομάχος μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης έγινε Μητροπολίτης Αμασειας του Πόντου, οι χριστιανοί Έλληνες βρήκαν στο πρόσωπό του τον προστάτη τους. Όταν ως μητροπολίτης διαμαρτυρήθηκε στους πασάδες, τον έκλεισαν φυλακή. Επανήλθε το 1918 στο θρόνο του. Είναι ο άνθρωπος που οργάνωσε το ανταρτικό στον Πόντο και κατά τους υπολογισμούς του, την εποχή του, έφτανε τις 20.000 αντάρτες. Κάποιοι άλλοι υπολόγισαν ως 30.000 περίπου. Είναι γεγονός ότι το ποντιακό ζήτημα αντιμετωπίστηκε από την αρχή ως ζήτημα των Ποντίων και όχι ως μέρος του ευρύτερου εθνικού προβλήματος. Στην αρχή ο Βενιζέλος σε απόρρητη απόφασή του χαρακτήριζε τη δημιουργία «ποντιακών στρατιωτικών τμημάτων» ως πρόπλασμα ενός μελλοντικού ποντιακού στρατού. Η απόφαση αυτή καταλήγει: «Εννοείται ότι δεν θα διστάσωμεν και χρηματικώς και κατά πάντα δυνατόν τρόπον να επικουρήσουμε (βοηθώντας) οργάνωσιν στρατού Ποντίων αλλά δέον και ούτοι να επιτηρήσωσιν εαυτούς αφ’ ων και δύνανται να θέλουσιν, ούτω δε και ο αγών των θα έχει μεγαλυτέραν δύναμιν». Λίγο αργότερα στη Διάσκεψη Ειρήνης που πραγματοποιήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1918, ο ίδιος, ως πρωθυπουργός της Ελλάδος πρότεινε την ενσωμάτωση του Πόντου στην δημοκρατία της Αρμενίας, ενώ την ίδια στιγμή ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος με ξεχωριστό υπόμνημα που υπέβαλε στη Διάσκεψη Ειρήνης ζητούσε τη δημιουργία ελληνικού κράτους στην περιοχή του Πόντου. Στο υπόμνημά του ο δραστήριος ιεράρχης ανέπτυσσε την επιχειρηματολογία του η οποία στηριζόταν στο εξής γεγονός: μετά την παλιννόστηση των προσφύγων από τον Καύκασο και τη Ρωσία ο ελληνικός πληθυσμός του Πόντου εξισώθηκε με τον Μουσουλμανικό. Γινόταν μάλιστα και η παρατήρηση ότι πολλοί από τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους είναι ελληνικής καταγωγής. Επομένως, ήταν δίκαιο ο ελληνικός πληθυσμός του Πόντου να αποτελέσει αυτόνομο ελληνικό κράτος. Η απάντηση ήρθε από το Βενιζέλο. Σε αντίθεση από τους στόχους του Ποντιακού Κινήματος ο Βενιζέλος δήλωσε στις 4 Φεβρουαρίου 1919 στον Αμερικανό πρόεδρο Ουΐλσον ότι: παρόλο που οι Έλληνες Πόντιοι επιθυμούσαν την ανεξαρτησία, ο ίδιος αντιτάχθηκε απόλυτα. Σε συνέντευξή του που παραχώρησε σε αμερικανική εφημερίδα δήλωσε ότι «δέχεται να συμπεριληφθεί ο Πόντος στο αρμενικό κράτος». Επόμενο ήταν να δυσαρεστηθούν οι ανά τον κόσμον Πόντιοι και να καταγγείλουν και να διαμαρτυρηθούν για την εγκατάλειψη των αγώνων των. Οι Πόντιοι αντάρτες ζήτησαν επίσημα την ενίσχυση της Ελλάδος. Δυστυχώς οι παρακλήσεις για στρατιωτική βοήθεια έμειναν χωρίς απάντηση. (2) Ο Ε. Βενιζέλος, πιθανώς επηρεάστηκε από την αναφορά που του έκανε ο Δ. Καθενιώτης, αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Ο τότε συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού στάλθηκε στον Πόντο, ως ειδικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, να αναλάβει την στρατιωτική οργάνωση των Ποντίων και να του υποβάλει μετά την επιστροφή του την αναφορά του. Ο Δ. Καθενιώτης κατά τη μετάβασή του στον Πόντο είχε μαζί του στην αποστολή εκείνη και τους ποντιακής καταγωγής αξιωματικούς Καραπαναγιωτίδη και Ανδρεάδη. Όταν έφτασε εκεί ο Καθενιώτης γρήγορα κατάλαβε ότι η στρατιωτική οργάνωση των Ποντίων θα προκαλούσε στους Τούρκους του φόβο από τυχόν συγκρούσεις μαζί τους. Τον Οκτώβριο του 1919 επέστρεψε στην Αθήνα. Αφού έκανε διάφορες επαφές με τον Βρετανό πρέσβη για δημιουργία ελληνικού στρατού στο κατεχόμενο από Βρετανούς Βατούμ, η σκέψη του απορρίφθηκε ως πρόταση, οργάνωσε όμως τους Πόντιους στην Ελλάδα. Ήθελε να τους στείλει στον Καύκασο ως ενίσχυση. Και αυτή η πρόταση απορρίφθηκε. (3) Στην έκθεση που υπέβαλε στην Αθήνα, την 9η Ιανουαρίου 1920, έγραφε τις σκέψεις του και την ανάγκη οργάνωσης των Ποντίων. Σημασία μεγάλη έχει το γεγονός ότι την από 61 σελίδες αναφορά του δεν την έστειλε μόνο στον πρωθυπουργό, τα υπουργεία εξωτερικών και στρατιωτικών αλλά και στον Αρχηγό Στρατού της εκστρατείας στη Μ.Α. Ως αξιωματικός πίστευε ότι ο Αρχηγός στρατού θα λάβαινε υπ’ όψη του την αναφορά από στρατηγικής σημασίας. Κανένας δεν έδωσε σημασία στα λεγόμενα-γραφόμενά του.(3) Αλλά και «ο θερμότατος πατριώτης από την Οινόη του Πόντου Χρυσόστομος Καραΐσκος, αξιωματικός του ελληνικού στρατού, παραιτήθηκε από τον ελληνικό στρατό με την αιτιολογία να μεταβεί στον Πόντο και ως φαρμακοποιός να βοηθήσει στον αγώνα των Ποντίων, είχε μαζί του κατά τις περιοδείες του στον Πόντο με σκοπό να συλλέξει διάφορες πληροφορίες και τον Πόντιο οπλαρχηγό Στέλιο Κοσμίδη. Αμέσως έστειλε έκθεση στον πρόεδρο της επιτροπής των Ποντίων Χρ. Καλαντίδη για να ενεργήσει ανάλογα. Αλλά η ανδρεία και η αυτοθυσία των Ποντίων υπερασπιστών υπέρ βωμών και εστιών συνετρίβετο προς της καταθλιπτικής και αγνώμονος στάσεως της ευρωπαϊκής διπλωματίας, η οποία ενώ παρενέβαλε μύρια προσκόμματα εις την υποστήριξη του ποντιακού αγώνος παρά της μητρός Ελλάδος, προστάτευε εξ ετέρου και ενίσχυε ηθικώς και υλικώς τους δολοφόνους των χριστιανών». (4) Με αφορμή τη Βρετανική άρνηση ο Βενιζέλος έσπευσε να δηλώσει: «Θεωρώ όλως απίθανον ότι θα ληφθεί περί τούτων (των Ποντίων) ειδική πρόνοια, πλην των γενικών εγγυήσεων, ως ζητούν να επιτύχουν υπέρ των ξένων εθνοτήτων, όσαι θα παραμείνωσι υπό τουρκικήν κυριαραχίαν». (5) Ο Πόντιος αξιωματικός Χρυσ. Καραΐσκος όταν επιχείρησε να πάει για δεύτερη φορά προς ενίσχυση του αγώνα των ανταρτικών ομάδων, γράφει στην αναφορά του: «Παρ’ όλη την αποτυχία των ενεργειών μου (στην Αθήνα) επιχείρησα να ξαναπάω στον Πόντο. Εμποδίστηκα όμως από την Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή Κων/λης και περίμενα να φύγω με άλλον τρόπο. Εννοείται ότι δεν το κατόρθωσα». Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα. Γιατί δεν αξιοποιήθηκε η αξιόμαχη δύναμη των ανταρτικών σωματείων του Πόντου. Αν λάβουμε υπ’ όψη μας την εκτίμηση του Γερ. Καραβαγγέλη ότι ήταν ο αριθμός 20 χιλιάδες αντάρτες μόνο, και την 20η Αυγούστου 1922, ο στρατηγός Τρικούπης όταν εμάχετο πλησίον του Ούσακ, εδέχετο ξαφνικά μια βοήθεια από 2 μεραρχίες μπαρουτοκαπνισμένων Ποντίων στα μετόπισθεν του εχθρού, δεν θα αναγκαζόταν να παραδώσει ολόκληρο το Β’ Σ.Σ. Η δύναμις του ανήρχετο σε δύο στρατηγούς (Τρικούπη, Διγενή) διοικητάς των Α’ και Β’ Σωμ. Στρατού, το Διοικητή της 13η Μεραρχίας, 190 αξιωματικούς και 4.400 οπλίτες με 6 ορειβατικά πυροβόλα. (7) Ο αδελφός του αρχηγού των Σαναίων Ευκλείδη Κουρτίδη, Κωνσταντίνος, γράφει στο ημερολόγιό του «όταν τους είπαμε ότι είμεθα οι αντάρται της Σάντας, μας εκοίταζαν περίεργα. Μας πήραν από εκεί και ξεκινήσαμε δια το σαράι. Επειδή το είχε μάθε ο κόσμος, επλημμύρισε από παντού τους δρόμους… Ένας καλοενδεδυμένος Χότζας με έναν άλλον κύριο και ιδόντες τόσον πλήθος… ερώτησε έναν αξιωματικόν τι συμβαίνει και ο αξιωματικός απάντησε ότι είναι Σανταίοι αντάρται. Ο χότζας έπτυσε κατά γης και είπε: «Να ντρέπεται αυτό το δικό μας το έθνος και η κυβέρνησις. Από αυτούς εφοβούντο και τόσα χρόνια ετρόμαζαν. Μα αυτοί δεν μοιάζουν καν άνθρωποι». Γελών ο αξιωματικός είπε: «Τι να σου πω χότζα εφέντη, αφού δεν ξέρεις κάτω από τα παλιά αυτά ρούχα τι κρύπτεται». Ας βγάλει ο αναγνώστης τα συμπεράσματά του. Τέλος Μικρασιατικής Εκστρατείας Βιβλιογραφία 1.Ποντιακή εγκυκλοπαίδεια εκδ. Μαλλιαρη τ. Α’ σελ. 439 2.Οι Έλληνες του Πόντου, εκδ. Aegean, του Βλ. Αγεζίδη σελ. 203-207 3.Ποντ. Εγκυκλ. Εκδ. Μαλλιάρη τ. Δ’ σελ. 152 4.Τα απελευθερωτικά στρατεύματα του πόντ. Ελλ/σμού. Α. Ανθεμίδη εκδ. Ε. Γιαλτουρίδη 5. Τα απελευθερωτικά στρατεύματα του πόντ. Ελλ/σμού. Σελ. 349, 209 6.Οι Έλληνες του Πόντου του Β. Αγεζίδη εκδ. Aegean σελ. 213 7.Επίτομος ιστορία εκστρατείας Μ.Α. (1919-1922) εκδ. ΓΕΣ σελ. 411 8.Ημερολόγιο Κ. Κουρτίδη εκδ. Π. Σουμελά σελ. 206