Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Οι γεωπολιτικές συνθήκες στον Πόντο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα έως το 1923 και η πολιτική εξόντωσης των χριστιανών της περιοχής















Αλέξανδρος Παναγόπουλος-Καστρινάκης
Δρ. Ιστορικός


Η περιοχή του Πόντου χαρακτηριζόταν έως τις αρχές του 20ου αι. από ένα σύνθετο πολιτισμικό κοινωνικό σύνολο. Μουσουλμάνοι διαφόρων εθνοτικών ομάδων και χριστιανοί Έλληνες και Αρμένιοι, συμβίωναν στις πόλεις των παραλίων και της ενδοχώρας, σε ξεχωριστές μικρές κοινότητες διάσπαρτες μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα πολύχρωμο μωσαϊκό.

Οι μεταξύ τους σχέσεις χαρακτηρίζονταν γενικά από μία ειρηνική συμβίωση. Οι ελληνοποντιακοί πληθυσμοί κατοικούσαν κυρίως στα παράλια και στις γύρω περιοχές των άλπεων, στον Δυτικό και Κεντρικό Πόντο. Οι οικισμοί των αρμενικών πληθυσμών βρίσκονταν κυρίως στην ποντιακή ενδοχώρα και στα γεωγραφικά σύνορα με το υψίπεδο της Ανατολίας. Έλληνες και Αρμένιοι ζούσαν ανάμεσα σε διάφορες, συχνά πολυπληθέστερες ομάδες μουσουλμάνων.

Ο Πόντος μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αι., παρουσίαζε την παραδοσιακή μορφή μιας οθωμανικής επαρχίας με την συνηθισμένη κοινωνική διάρθρωση χριστιανών και μουσουλμάνων, όπου εκτός των θρησκευτικών διαφορών παρουσίαζαν πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ τους. Ας μην ξεχνάμε ότι μέρος των μουσουλμάνων προέρχονταν από εξισλαμισμένους χριστιανούς και ότι οι διάφορες κοινότητες συμβίωναν σε ορισμένες περιοχές ήδη από τον 14ου αι.

Μέσα σε λίγα χρόνια, από την τελευταία δεκαετία του 19ου έως την τρίτη του 20ου αι., ο κοινωνικός ιστός που χαρακτήριζε τον Πόντο εξαφανίστηκε. Οι συνθήκες και οι ενδοκοινοτικές σχέσεις μεταβλήθηκαν απότομα, παρασυρόμενες στη δύνη των γεωπολιτικών αλλαγών που επήλθαν τον 20ο αι. στη Μαύρη Θάλασσα και στη Μέση Ανατολή. Κυρίως χριστιανοί αλλά και μουσουλμάνοι, υπήρξαν θύματα των γεωπολιτικών συνθηκών, που διαμορφώθηκαν-επιβλήθηκαν στην περιοχή και των ιδεολογικών-εθνικών προτύπων που κυριάρχησαν σ’ αυτή (π.χ. ελληνικός-τουρκικός-αρμενικός εθνικισμός). Οι διάφορες ομάδες, βάσει της θρησκοπολιτιστικής τους ιδιαιτερότητας, μεταβλήθηκαν σε μεγάλο ποσοστό σε αντίπαλες εθνικές μάζες που διαμάχονταν για την απόλυτη επικράτηση-υπερίσχυση μίας εξ αυτών.

Ο Πόντος, του οποίου η γεωπολιτική θέση αρχίζει να αυξάνεται από τα τέλη του 18ου αι., αναδύεται σε σημαντικότατη περιοχή κατά τον 19ο αι., κυρίως για δύο λόγους:

Ο πρώτος είναι οι συνεχείς ρωσο-τουρκικοί πόλεμοι που είχαν σαν αποτέλεσμα την απώλεια της Μαύρης Θάλασσας (ως οθωμανικής λίμνης) και κυρίως του Καυκάσου. Με τον 19ο αι. ο Πόντος μετατρέπεται σε σύνορο του οθωμανικού κράτους.

Ο δεύτερος λόγος είναι το σταδιακό άνοιγμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο διεθνές εμπόριο που αναδεικνύει την γεωγραφική θέση της περιοχής (ανακτώντας την σπουδαιότητα της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας), ως διαμετακομιστικό κέντρο για το εμπόριο της Ευρώπης με την Μέση και την Κεντρική Ασία. Λόγω της ανάπτυξης του εμπορίου κατά τον 19αι., μεγάλο μέρος του υψιπέδου της Ανατολίας έως και την Μεσοποταμία βασίζεται στις εμπορικές συναλλαγές μέσω των παράλιων πόλεων του Πόντου.

Η αύξηση της ρωσικής πίεσης στα ανατολικά σύνορα του Οθωμανικού κράτους, επισήμαινε την γεωπολιτική ενότητα του Πόντου με την Υπερκαυκασία (Νότιος Κάύκασος) και το υψίπεδο της Ανατολίας. Και οι τρεις περιοχές επηρεάζονταν άμεσα από τις συνεχείς εχθροπραξίες, μουσουλμάνοι του Καυκάσου μετακινούνταν προς τον Πόντο και την Ανατολία ενώ χριστιανοί εγκατέλειπαν τις εστίες τους και εποικούσαν τις νέες κτήσεις των Ρώσων στον Καύκασο. Αυτή η ανακατανομή μουσουλμάνων και χριστιανών, μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών, συνεχίζεται καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου αι. εξασθενώντας το χριστιανικό στοιχείο του Πόντου και αυξάνοντας το ποσοστό των μουσουλμάνων στην ευρύτερη περιοχή (κατά τον 20ο αι. θα μεταφερθούν στον Πόντο και μουσουλμάνοι από τις πρώην ευρωπαϊκές κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας).

Ταυτόχρονα με την ρωσική πίεση, η παρακμή του Οθωμανικού κράτους (η οποία ήδη παρατηρείται από τον 18ο αι.) γίνεται ακόμα πιο αισθητή στις ανατολικές επαρχίες, στα σύνορα με την Ρωσία και την Περσία, οι οποίες σταδιακά ξεφεύγουν από τον έλεγχο της κεντρικής διοίκησης. Κατά το δεύτερο μισόι του 19ου αι. και κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες, η ανασφάλεια στις περιοχές αυξάνεται, το ίδιο και οι ατασθαλίες των κρατικών υπαλλήλων οι οποίοι συχνά καταδυναστεύουν τον πληθυσμό. Η οικονομική δυσπραγία γίνεται ακόμα πιο έντονη (εξαιτίας και των διομολογήσεων). Οι συνθήκες διαβίωσης εξασθενούν και κάνουν την εμφάνισή τους λιμοί, επιδημίες και μεταδοτικές ασθένειες. Κούρδοι και Αρμένιοι βρίσκονται σε συνεχείς συμπλοκές τις οποίες το επίσημο κράτος συχνά δεν είναι σε θέση ή δεν είναι πρόθυμο να ελέγξει.

Αυτά παρατηρούνται στο υψίπεδο της Ανατολίας και στην ποντιακή ενδοχώρα, ενόσω τα ποντιακά παράλια ακολουθούν εντελώς διαφορετική πορεία. Οι διαφορές μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων διευρύνονται. Οι χριστιανοί είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες που τους παρέχουν οι μεταρρυθμίσεις του 19ου αι. (ελευθερία αυτοδιοίκησης σε θέματα πολιτισμικά και αύξηση οικονομικών συναλλαγών με το εξωτερικό και νομικής προστασίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις.), σε αντίθεση με τον μουσουλμανικό πληθυσμό που παραμένει έρμαιο των ακόμα φεουδαρχικών-μεσαιωνικών αντιλήψεων που διακατέχουν το επίσημο κράτος, καθιστώντας τον πιο ευάλωτο στις αυθαιρεσίες των διοικούντων.

Σταδιακά από το 1850, το βιοτικό επίπεδο των χριστιανών αυξάνεται και εκφράζεται με έναν πολιτισμικό δυναμισμό-άνθηση των χριστιανικών κοινοτήτων και μία σημαντική δημογραφική αύξηση. Τουναντίον ο ντόπιος μουσουλμανικός πληθυσμός ακολουθεί μία φθίνουσα ή εντελώς στάσιμη πορεία.

Η μοίρα του μουσουλμανικού πληθυσμού, αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση διάλυσης που παρουσιάζει το Οθωμανικό κράτος. Οι Μεγάλες Δυνάμεις φτάνουν σε σημείο να ελέγχουν και να αποφασίζουν για το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, λαμβάνοντας υπόψη τους το ευρωπαϊκό «status quo» δηλαδή την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο γεννιέται το «Ανατολικό Ζήτημα», που αφορά τις προσπάθειες διάλυσης ή διατήρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υπεξαίρεσης περιοχών της από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Σε αυτό το γεωπολιτικό παιχνίδι, ένας από τους άξονες δράσης της Ρωσικής πολιτικής ήταν η προσπάθεια ελέγχου της Μαύρης Θάλασσας και η κάθοδος στους εμπορικούς δρόμους των ¨ζεστών θαλασσών¨ του Αιγαίου (Μεσογείου) και του Περσικού κόλπου. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής ο Πόντος θεωρούνταν θέμα-κλειδί του «Ανατολικού Ζητήματος» καθ’ ότι η ενσωμάτωση του στην Ρωσία θα μεταμόρφωνε τον Εύξεινο Πόντο σε «ρωσική λίμνη» και θα παρέδιδε στα χέρια του Τσάρου, το εμπόριο της Μέσης Ανατολής και Κεντρικής Ασίας που διακινείτο μέσω της περιοχής.

Ένα τέτοιο πλήγμα θα είχε αλυσιδωτές καταστροφικές προεκτάσεις για το Οθωμανικό κράτος που θα έχανε τον έλεγχο της μισής Μικράς Ασίας (που ήταν ο πυρήνας του κράτους) και κυρίως της περιοχής, από την τότε γνωστή ως μεγάλη Αρμενία (ανατολικό υψίπεδο της Ανατολίας) έως την Μεσοποταμία. Εξαιτίας του απαρχαιωμένου οδικού δικτύου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Ρωσία θα είχε την δυνατότητα να ελέγχει τις στρατηγικές διασυνδέσεις Κωνσταντινούπολης και Άγκυρας με την Μέση Ανατολή.

Η ύπαρξη σημαντικών χριστιανικών πληθυσμών στην παραπάνω περιοχή έκανε το ρωσικό σχέδιο να φαντάζει ακόμα πιο απειλητικό, δίνοντας στην Ρωσία την ευκαιρία, ανά τακτά διαστήματα, να αναμιγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις των ανατολικών οθωμανικών επαρχιών και με διάφορα προσχήματα να κηρύσσει τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

Η αντίδραση του Οθωμανικού κράτους μπροστά στην προοπτική απόλεσης του πυρήνα του ήταν βίαιη, χρησιμοποιώντας ως τακτική εκτόνωσης, την αντιπαλότητα και το μένος των μουσουλμάνων εναντίον των χριστιανών. Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. το Οθωμανικό κράτος, ανήμπορο να εναντιωθεί στα ρωσικά σχέδια και στην αναρχία που βασιλεύει στις ανατολικές επαρχίες, θα επιτρέψει, θα παροτρύνει ή θα παρέχει την σιωπηλή συγκατάθεσή του σε βιαιοπραγίες εναντίον των χριστιανών, οι οποίες συχνά υποκινούνται από τους κατά τόπους κρατικούς λειτουργούς (ορισμένοι εναντιώθηκαν και προστάτευσαν, στο μέτρο του δυνατού, τους χριστιανικούς πληθυσμούς) ή τους μουσουλμάνους ιερωμένους. Τέλος, με την πολιτική εξαφάνισης των χριστιανών των ανατολικών επαρχιών η οποία στόχευε στη φυσική ή πολιτισμική τους εξόντωση (ασπαζόμενοι τον μωαμεθανισμό) ή στην φυγή τους, οι περιοχές του υψιπέδου της Ανατολίας και η ενδοχώρα του Πόντου παραδίδονται στην αναρχία. Αυτή η πολιτική που εγκαινιάστηκε από τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ, θα συνεχιστεί με περισσότερη οργάνωση, μέθοδο και περίσσιο ζήλο από τους Νεότουρκους και εν τέλει (θα ολοκληρωθεί) με την άνοδο του κεμαλικού κινήματος.

Η γεωπολιτική συνέχεια του Πόντου με τον Νότιο Καύκασο (την Υπερκαυκασία) και την Ανατολία δημιουργεί δύο νοητούς άξονες, Ανατολής-Δύσης και Βορρά-Νότου, τους οποίους οι Οθωμανοί και μετέπειτα Τούρκοι, έπρεπε πάση θυσία να διατηρήσουν για να μπορούν να ελέγχουν ολόκληρη την Μικρά Ασία. Ο δυναμισμός των χριστιανικών πληθυσμών του Πόντου και η συνεχής ανάμιξη των Μεγάλων Δυνάμεων: Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία και ΗΠΑ, στις εσωτερικές υποθέσεις του κράτους και της περιοχής, ώθησαν τους Οθωμανούς και Τούρκους εθνικιστές στην λύση της εξαφάνισης τόσο των Αρμενίων όσο και των Ελλήνων. Βασιζόμενοι στις αχανείς εκτάσεις του υψιπέδου της Ανατολίας, σε μια περιοχή όπου ακόμα οι συνθήκες και η νοοτροπία των κατοίκων ακολουθούσαν μεσαιωνικά πρότυπα, μακριά από τα μάτια ανεπιθύμητων και την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, μπορούσαν να εφαρμόσουν τα σχέδια εξόντωσης των χριστιανών. Για την εφαρμογή αυτών των σχεδίων τους βοηθήθηκαν σημαντικά από την αστάθεια που παρατηρείται στις διεθνείς σχέσεις με την πάροδο του 20ου αι. και την κρίση του διεθνούς συστήματος τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα

Με τον 20ου αι οι συνθήκες στις ανατολικές επαρχίες γίνονται ακόμα πιο σκληρές και οι σχέσεις των διαφόρων κοινοτήτων ακόμα πιο τεταμένες. Η εσωτερική κατάσταση του κράτους είναι χαοτική και οι επαναστάσεις και τα εθνικά κινήματα στις ευρωπαϊκές κτήσεις και στην Μέση Ανατολή έρχονται να επιβαρύνουν το προς αυτοδιάλυση κράτος. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία στηρίζεται πλέον αποκλειστικά στον οικονομικό έλεγχο των Μεγάλων Δυνάμεων. Ως αποτέλεσμα, οι χριστιανοί του Πόντου φανερώνουν έντονα την συμπάθειά τους προς τις Ξένες Δυνάμεις και τα εθνικά τους κέντρα (την Ελλάδα και τα Αρμενικά κινήματα στην Ρωσία). Η αφοσίωση στο Οθωμανικό κράτος έχει πλέον κατά μεγάλο ποσοστό κλονιστεί και μόνο η παρουσία ορισμένων χαρισματικών διοικητών διατηρεί-παρατείνει την ηρεμία στην περιοχή.

Από το 1911 μέχρι το 1923, οι εξελίξεις στα εσωτερικά της αυτοκρατορίας θα συμπαρασύρουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς του Πόντου. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι θα είναι η αφετηρία της αντιμετώπισης των χριστιανών ως εχθρών του κράτους. Η κατάληψη σχεδόν ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα χριστιανικά βαλκανικά κράτη θα ενισχύσει το αίσθημα αλληλεγγύης των μουσουλμάνων εξαγριώνοντας μέρος εξ αυτών, προς τους χριστιανούς ως υπαίτιους για την κατάντια του Οθωμανικού κράτους. Η ευρωστία και η άνθηση των χριστιανικών κοινοτήτων θα είναι ένας επιπλέον παράγοντας φθόνου των μουσουλμάνων. Οι παραδοσιακές μορφές σχέσεων μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων καταστρέφονται και τα πνεύματα οξύνονται.

Το επίσημο κράτος απαξιεί να παρέχει τις απαραίτητες ασφάλειες στους χριστιανικούς πληθυσμούς και αμφισβητεί πλέον ανοιχτά την αφοσίωσή τους ως Οθωμανούς υπηκόους, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται κατά την διάρκεια του 1915-16, με την γενοκτονία των Αρμενίων. Μετά τα γεγονότα των σφαγών, ακολουθεί μία ληξιπρόθεσμη-παροδική ηρεμία στις ανατολικές επαρχίες, λόγω της προέλασης του ρωσικού στρατού, έχοντας όμως ως αποτέλεσμα την φυγή ενός μέρους του μουσουλμανικού στοιχείου. Αυτή η ηρεμία θα διατηρηθεί μέχρι την συνθηκολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1918. Το τέλος του πολέμου σφραγίζει και το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αποσύνθεσή της θα δώσει το ελεύθερο πεδίο σε κάθε είδους τυχοδιώκτες και πλιατσικολόγους που λυμαίνονται και κατατρομάζουν τόσο τους πληθυσμούς της Ανατολής όσο και τις επίσημες Αρχές. Με το έτος 1919 κάνει την εμφάνισή του το κίνημα του Κεμάλ.

Η αστάθεια που επικρατεί στον Καύκασο, εξαιτίας του ρωσικού εμφύλιου πολέμου και οι ατέρμονες διαβουλεύσεις των Μεγάλων Δυνάμεων για την τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα αποβούν σωτήριες για την ανάπτυξη του νεοεμφανιζόμενου κεμαλικού αγώνα και καταστροφικές για τους Έλληνες και λίγους Αρμένιους που έχουν απομείνει στον Πόντο. Στα διπλωματικά τους παζάρια οι Μεγάλες Δυνάμεις δίνουν δευτερεύουσα σημασία στο μέλλον του Πόντου, καθότι δεν παρουσιάζει το απαραίτητο ενδιαφέρον για την προώθηση των συμφερόντων τους, που επικεντρώνονται πρωτίστως στην Μέση Ανατολή, τα Στενά του Βοσπόρου και τον Καύκασο.

Κυρίως όμως, η πτώση του Τσάρου, η άνοδος του σοβιετικού καθεστώτος και ο εμφύλιος που ακολουθεί στις πρώην ρωσικές επαρχίες, δίνει πλήρη ελευθερία κινήσεων στους Τούρκους εθνικιστές. Οι σοβιετικοί, φοβούμενοι την επέκταση των ζωνών επιρροής των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία και ΗΠΑ) στην Μέση Ανατολή και τον Καύκασο (απειλώντας τα ζωτικά ρωσικά συμφέροντα), υποστηρίζουν τον Κεμάλ, ως αντίβαρο στις αποικιακές διαθέσεις των Συμμάχων, εξασφαλίζοντας την κυριαρχία τους στον Καύκασο.

Επιπλέον, η έλλειψη καθαρής χριστιανικής υπεροχής στον Πόντο (με εξαίρεση κάποιες μικρές ορεινές περιοχές) και η μη καλή οργάνωση και προώθηση ενός κοινού σχεδίου των ποντιακών οργανώσεων και της Ελλάδας, όπως και η περιορισμένης μορφής συνεργασία με τους Αρμένιους, θα αποβούν μοιραία για την τύχη των χριστιανών.

Οι χριστιανικές κοινότητες δεν συνειδητοποιούν εγκαίρως τις σημαντικές αλλαγές που επιφέρει ο κεμαλικός αγώνας στην συνείδηση ενός μεγάλου ποσοστού των μουσουλμανικών εθνοτικών ομάδων και την γρήγορη μετεξέλιξη του οθωμανικού στρατού σε εθνικό τουρκικό στρατό.

Ο κεμαλισμός ως μία νέα ιδεολογία, κατάφερε κατά μεγάλο ποσοστό να συγκεντρώσει τα παράπονα και την δυσαρέσκεια και παράλληλα να τονώσει το ηθικό και να δώσει ζωντάνια στο πληγωμένο γόητρο των Οθωμανών. Οι Κεμαλικοί εκμεταλλεύτηκαν την μουσουλμανική αλληλεγγύη και τον πλήρη έλεγχο των κρατικών υπηρεσιών από το μουσουλμανικό στοιχείο (αν εξαιρέσουμε τα μικρά ποσοστά χριστιανών, οι οποίοι κάλυπταν συγκεκριμένες θέσεις και υπηρεσίες) και πρωτίστως τον έλεγχο του στρατού.

Άλλο σημαντικό στοιχείο για την τραγική κατάληξη των ελληνοποντιακών κοινοτήτων είναι η πρόσβαση, για το νέο τουρκικό κράτος, στην Μαύρη Θάλασσα, μέσω των ποντιακών πόλεων. Η υπεξαίρεσή τους από τον άμεσο έλεγχο της Τουρκίας θα καθιστούσε το νέο κράτος ευάλωτο και γεωπολιτικά αδύναμο.

Τα μέτρα που θα πάρουν οι κεμαλικοί υπεύθυνοι εναντίων των χριστιανών του Πόντου, θα έχουν ως σκοπό την αποφυγή οποιασδήποτε εξωτερικής ανάμιξης και τον απόλυτο έλεγχο ολόκληρης της Μικράς Ασίας. Η τρομοκράτηση του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού θα γίνει με όλα τα δυνατά μέσα, επίσημα και ανεπίσημα. Αυτό περιλαμβάνει από τους παραδοσιακούς λήσταρχους, που λυμαίνονται το βιός και την ύπαρξη ολόκληρων κοινοτήτων έως και την επίσημη χρήση των αστυνομικών και διοικητικών Αρχών, για την μεθοδική συγκέντρωση των χριστιανών, την φυσική εξόντωση τους και την διαρπαγή των περιουσιών τους. Παράλληλα, για την εξυπηρέτηση των σκοπών τους, οι Κεμαλικοί, θα χρησιμοποιήσουν στρατιωτικά αποσπάσματα για την εξολόθρευση των αντάρτικων ομάδων της ποντιακής ενδοχώρας όπως και την υποκινούμενη ή αυθόρμητη συμμετοχή φανατισμένου μουσουλμανικού πλήθους στις βιαιοπραγίες.

Παρ’ όλες τις δικαιολογίες των Τούρκων αξιωματούχων, που παρουσίαζαν τις ενέργειές τους ως απλές στρατιωτικές επιχειρήσεις (στο πλαίσιο του Ελληνοτουρκικού πολέμου), στα μάτια των λίγων ξένων παρατηρητών που βρίσκονται στον Πόντο και παρακολουθούν τις βιαιοπραγίες, οι ενέργειες τους έχουν ως μοναδικό στόχο την εξαφάνιση και τον ξεριζωμό των χριστιανικών πληθυσμών.

Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από τους διωγμούς των ελληνοποντιακών κοινοτήτων των παραλιακών πόλεων. Η παρουσία τους μακριά από τα πεδία των μαχών μεταξύ Τουρκικού και Ελληνικού στρατού, δεν δικαιολογεί την εχθρική αντιμετώπισή τους από τους Κεμαλικούς. Παρ’ όλα αυτά οι ελληνοποντιακοί αυτοί πληθυσμοί εκτοπίστηκαν με τον ίδιο και απαράλλαχτο τρόπο, που αντιμετώπισαν οι Αρχές τους Αρμένιους το 1915-16. Στην περίπτωση των Ελλήνων της ποντιακής ενδοχώρας η ανασφάλεια που επικρατούσε τους ώθησε σε μία μαχητική αντίδραση, εξασφαλίζοντας σε μεγάλο ποσοστό την επιβίωσή τους.

Οι χριστιανικοί πληθυσμοί (Έλληνες και Αρμένιοι) παραμένουν διασπασμένοι στον μεταξύ τους οικονομικό και πολιτισμικό ανταγωνισμό και μετατρέπονται σε εύκολο στόχο. Μη έχοντες την συμπαράσταση των Μεγάλων Δυνάμεων και την ουσιαστική υλική βοήθεια των εθνικών τους κέντρων, αναλώνονται σε συνέδρια και σε διάφορες οργανώσεις, των οποίων οι προσπάθειες δεν βρίσκουν ανταπόκριση. Κατ’ επέκταση, η συνύπαρξη των Ελληνοποντίων εν μέσω συμπαγών μουσουλμανικών πληθυσμών, καθιστούσε δύσκολο το εγχείρημα οποιασδήποτε μαζικής αντίστασης στα δεινά που υπέστησαν. Ακόμα και αυτή η γεωγραφική διάταξη του Πόντου έκανε σχεδόν αδύνατη κάθε προσπάθεια οργανωμένης άμυνας, από την στιγμή που σε καμία περιοχή το χριστιανικό στοιχείο δεν υπερτερούσε πια.

Οι Έλληνες του Πόντου και της Ρωσίας στα μέσα του 19ου αιώνα
















Συντάκτης: Βλάσης Αγτζίδης - Ιστορικός

Τα όρια του νεαρού κράτους της Ελλάδας, όπως αυτά είχαν οριστεί με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 έφταναν μόλις μέχρι τη Λαμία. Ένα μικρό μέρος του ελληνικού κόσμου είχε χειραφετηθεί. Η πλειονότητα των Ελλήνων βίωναν ακόμα την οθωμανική κυριαρχία και βρίσκονταν εγκατεσπαρμένοι σ’ όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία μαζί με μουσουλμάνους και αλλοεθνείς.

Στην ίδια την Ελλάδα, η κοινωνία κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια ανάπτυξης και καθορισμού των ορίων μεταξύ των ομάδων που συμμετείχαν στην Παλιγγενεσία. Σε κάποια ζητήματα είχε εμφανιστεί μια έντονη ρήξη με τον εξωελλαδικό ελληνισμό και κυρίως με τους πρόσφυγες από τις αλύτρωτες περιοχές που είχαν καταφύγει στο ελεύθερο έδαφος και ανέρχονταν στο 10% περίπου του συνολικού πληθυσμού. Η περίφημη σύγκρουση «αυτοχθόνων» με τους «ετερόχθονες» θα λήξει εις βάρος των δεύτερων.


Παρόλα αυτά όμως, το νέο κράτος θα κατακτήσει τη θέση του χώρου αναφοράς στις καρδιές των εξωελλαδικών, ενώ το συναίσθημα της απελευθέρωσης θα ισχυροποιείται διαρκώς Από το 1844 θα οριστεί από τον ηπειρώτη Ιωάννη Κωλέττη και ο στόχος της εθνικής ολοκλήρωσης με την ενσωμάτωση των περιοχών που κατοικούσαν οι «αλύτρωτοι», στο ελληνικό κράτος.

Στα μέσα του 19ου αιώνα, αρκετές από τις πληγές που άνοιξε η βία των Οθωμανών στις επαναστατημένες αλύτρωτες περιοχές (Νάουσσα, Χαλκιδική, Κυδωνίες-Αϊβαλί κ.ά.), καθώς και οι μεγάλης έκτασης αντεκδικήσεις κατά του ελληνικού πληθυσμού (Θεσσαλονίκη, Σμύρνη) θα κλείσουν. Σε κάποιες περιοχές, όπως αυτή της Θεσσαλονίκης, οι Έλληνες δεν θα κατορθώσουν να αποκτήσουν την προγενέστερη θέση τους και θα υποβιβαστούν στη θέση μιας μειονότητας στο συνολικό πληθυσμό της πόλης. Αντίθετα σε άλλες περιοχές, όπως αυτή της Σμύρνης, θα συμβεί ακριβώς η αντίθετη διαδικασία. Η ελληνική κοινότητα θα αναπτυχθεί και θα αποτελέσει πόλο έλξης για χιλιάδες Έλληνες μετανάστες, ακόμα και από την ελεύθερη Ελλάδα. Παράλληλα, μεγάλη θα είναι η έξοδος ελληνικών πληθυσμών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία προς τη Ρωσία.

Αυτό που χαρακτήρισε την ζωή των Ελλήνων στις οθωμανικές περιοχές ήταν οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν με το αυτοκρατορικό διάταγμα Χατί Σερίφ του Γκιουλχανέ (1839) και κορυφώθηκαν το 1856 με το δεύτερο μεγάλο μεταρρυθμιστικό διάταγμα, το Χάτι Χουμαγιούν. Με τις μεταρρυθμίσεις αυτές η Αυτοκρατορία καταργούσε το ισλαμικό απαρντχάιντ, που διαχώριζε τους υπηκόους της Υψηλής Πύλης σε πιστούς και άπιστους, αποστερώντας από τους δεύτερους στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα, φορολογώντας τους ιδιαιτέρως σκληρά και θέτωντάς τους τελικά σε μοίρα πολίτη τρίτης κατηγορίας. Εφεξής όλοι οι πολίτες αντιμετωπίζοντας ως ίσοι απέναντι στο νόμο, ενώ αίρονταν οι κοινωνικές απαγορεύσεις για τους χριστιανούς και τους εβραίους.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές επέτρεψαν στους χριστιανούς και τους εβραίους της Αυτοκρατορίας να ανέλθουν κοινωνικά και να ισχυροποιηθούν οικονομικά. Αξιοποιώντας τις νέες ευκαιρίες που πρόσφερε η διεθνής οικονομία εκείνης της εποχής, θα καταφέρουν να αναδειχθούν ως η νέα αστική τάξη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σύντομα ο τραπεζικός τομέας, το εξωτερικό εμπόριο, η μεταποίηση, η βιοτεχνική παραγωγή αλλά και η πρωτοεμφανιζόμενη μεσαία βιομηχανία βρέθηκε στα χέρια των παλιών ραγιάδων και κυρίως των Ελλήνων.

Πόντος

Ο Πόντος ευρισκόμενος στο βορειοανατολικό άκρο της Μικράς Ασίας, υπήρξε μια απομακρυσμένη περιοχή, παρότι ισαπείχε γεωγραφικά όσο και ο Μοριάς, από το τότε ισχυρό κέντρο του ελληνικού κόσμου, τη Κωνσταντινούπολη. Οι Πόντιοι συμμετείχαν μέσω της παροικίας τους στην Πόλη στα εθνικά δρώμενα. Πόντιους θα συναντήσουμε τόσο στη Φιλική Εταιρεία και στον Ιερό Λόχο, όσο και στα επαναστατικά στρατεύματα της Νότιας Ελλάδας. Οι οικογένειες των Υψηλάντών και των Μουρούζηδων θα έχουν σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις, παράλληλα θα βάλουν τις πρώτες βάσεις για την εκπαιδευτική ανάπτυξη του ποντιακού ελληνισμού. Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα αρχίζει η ανάπτυξη των μεγάλων εκπαιδευτηρίων, όπως το Φροντιστήριον Τραπεζούντας, που επανδρωσε με Έλληνες δασκάλους τις ελληνικές κοινότητες του Πόντου και της Ρωσίας.

Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, παρατηρούμε σημαντική ανάπτυξη των μοναστηριών. Η μεγαλύτερη μονή του Πόντου ήταν αυτή της Παναγίας στο όρος Μελά. Η αρχική μονή βρισκόταν στο κοίλωμα του βράχου και είχε κτισθεί με τη βοήθεια της μονής Βαζελώνος. Το 1860 θα κτιστεί ένας εντυπωσιακός, πανοραμικός, τετραώροφος ξενώνας 72 δωματίων, καθώς και βιβλιοθήκη και άλλοι λειτουργικοί χώροι για τις ανάγκες των προσκυνητών. Τότε ανοικοδομήθηκαν γύρω από τη μονή και άλλοι μικροί ναοί αφιερωμένοι σε διάφορους αγίους.

Εκτός όμως από την ανάπτυξη των χριστιανών Ελλήνων, στον Πόντο θα εμφανιστεί σε μεγάλη έκταση και το πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού. Το φαινόμενο αυτό σχετίζεται με τις διαδικασίες εξισλαμισμού. Η οικονομική καταπίεση, η κοινωνική απαξίωση η κατά περίπτωση βίαιη συμπεριφορά των τοπικών μουσουλμάνων κυριάρχων, διαμόρφωσε τάσεις επιφανειακής αποδοχής του ισλάμ σε ελληνικούς χριστιανικούς πληθυσμούς. Στις γραπτές πηγές οι κρυπτοχριστιανοί του Πόντου εμφανίζονται με το όνομα Κρωμιώτες ή Κρωμλήδες, καθώς και Σταυριώτες. Ο λαός τους ονόμαζε «κλωστούς» (δηλ. γυριστούς) και «δίπιστους». Στα επίσημα διπλωματικά έγγραφα εμφανίζονται ως ιδιαίτερη εθνοτική ομάδα. Σε κατάλογο που υποβάλουν οι ίδιοι στο ελληνικό υποπροξενείο θέτουν τον τίτλο: «Κατάλογος των ενοριών εκάστου χωρίου, των τε οικιών και του πληθυσμού των Κρωμιωτών, Οθωμανών και Γραικών». Με τον ίδιο τρόπο μνημονεύονται και σε αγγλικές διπλωματικές εκθέσεις. Το όνομα των κρυπτοχριστιανών προήλθε από την κωμόπολη της Κρώμνης και της ευρύτερης περιοχής, όπου βρισκόνταν το κέντρο της κοινότητάς τους, καθώς και από την κωμόπολη Σταυρί. Αγγλικές πηγές δίνουν τους εξής αριθμούς για την περιοχή της Κρώμνης: Σε σύνολο 55.755 κατοίκων, μόνο οι 9.535 είναι μουσουλμάνοι, ενώ οι Κρωμνιώτες 17.260 και οι Έλληνες 28.960.

Με την έναρξη των μεταρρυθμίσεων του Χάτι Χουμαγιούν, το 1857, οι κρυπτοχριστιανοί θα ξεκινήσουν τις προσπάθειες να αναγνωριστούν επισήμως ως χριστιανοί. Ο Άγγλος πρόξενος της Τραπεζούντας αναφέρει ότι μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο αναγνωρίστηκαν ως χριστιανοί 24.000 άτομα.

Στη Ρωσία

Τα εδάφη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας υπήρξαν χώρος υποδοχής χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων από κάθε μεριά του ελληνικού κόσμου, από τα Βαλκάνια, τα νησιά και τη Μικρά Ασία. Από τον ελλαδικό χώρο, η ομαδική μετοίκηση θα συμβεί την εποχή των Ορλωφικών γεγονότων. Χιλιάδες πρόσφυγες θα κατακλύσουν τις νοτιορωσικές περιοχές και θα ιδρύσουν νέους ελληνικούς οικισμούς. Εκεί θα συναντήσουν τους γηγενείς Έλληνες της Κριμαίας, από τους οποίους κατάγονταν και οι Έλληνες της Μαριούπολης με τα 25 χωριά τους στο μυχό της Αζοφικής Θάλασσας. Από το 1775 έως το 1884 ένας αριθμός Ελλήνων που υπολογίζεται σε αρκετές δεκάδες χιλιάδες, εγκατέλειψαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία για να εγκατασταθούν στη Ρωσία. Σύμφωνα με την πρώτη απογραφή της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, που έγινε τον Ιανουάριο του 1897, οι Έλληνες ανέρχονται σε 207.536.

Στα εδάφη της Ρωσίας βρήκαν γόνιμο έδαφος να ανθίσουν οι ιδέες της ελληνικής απελευθέρωσης. Στην Οδησσό δημιουργήθηκε η Φιλική Εταιρεία.

Στα μέσα του 19ου αιώνα, το κύριο φαινόμενο ήταν η ομαδική μετακίνηση Ελλήνων από τον Πόντο προς τις περιοχές του Καυκάσου που μόλις είχαν καταλάβει οι Ρώσοι. Η μαζική μετοίκηση των Ελλήνων, αλλά και των Αρμενίων, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Ρωσία υπήρξε φαινόμενο ευθέως ανάλογο της επέκτασης των Ρώσων προς το Νότο, της συνεπακόλουθης ανάγκης επάνδρωσης των συνοριακών περιοχών από φιλικό πληθυσμό και συγχρόνως οικονομικής ανάπτυξης των περιοχών που εγκατέλειψαν οι μουσουλμάνοι κάτοικοί τους.

Ο Ν. Βορομπιόφ που ήταν ο υπεύθυνος του εποικισμού γράφει: "Tο πρόγραμμα συστηματικού εποικισμού άρχισε το 1864... Στόχος ήταν να καλυφθούν οι άδειες περιοχές και να ξαναρχίσουν οι καλλιέργειες, που διακόπηκαν όταν οι βουνίσιοι έφυγαν στην Τουρκία ή εξορίστηκαν... Αυτή η περιοχή απαιτούσε ανώτερη αγροτική κουλτούρα και σκέφτηκαν να καλέσουν τους Έλληνες και τους Αρμένιους που ταιριάζουν σ' αυτές τις συνθήκες." Yπήρχαν περιπτώσεις κατά τις οποίες Έλληνες, ανώτεροι υπάλληλοι της ρωσικής γραφειοκρατίας, ευνοούσαν τη μετανάστευση των ελληνικών πληθυσμών. Ένα από τα κίνητρα που χρησιμοποιούσαν οι Ρώσοι για να προσελκύσουν ελληνικούς πληθυσμούς ήταν η παραχώρηση ελκυστικών προνομίων, όπως η δημιουργία αυτόνομου καθεστώτος με ελληνικές αρχές. Απαιτούσαν όμως την πολιτογράφηση των μεταναστών, όπως επίσης και τον εκρωσισμό των επιθέτων τους. Υπολογίζεται ότι κατά τον κριμαϊκό πόλεμο (1856-1866) μετακινήθηκαν 60.000 Πόντιοι στις περιφέρειες Κουμπάν, Σταυρούπολης κ.α.

Τυπική περίπτωση της έντονης ελληνικής παρουσίας αποτελεί η Μαριούπολη, η οποία ιδρύθηκε από Έλληνες που προέρχονταν από την ταταροκρατούμενη Κριμαία. Από το 1810 έως το 1873 η Μαριούπολη και τα γύρω ελληνικά χωριά αποτελούσαν Ελληνική Διοικητική Περιοχή (okrug). Στην περιοχή αυτή λειτουργούσε ελληνικό δικαστήριο με διοικητικές, αστυνομικές και νομικές αρμοδιότητες. Ιδρύθηκαν νέα ελληνικά χωριά και κυκλοφορούσαν ελληνικές εκδόσεις. Μέχρι το 1859, στην περιοχή της Μαριούπολης δεν επιτρεπόταν η εγκατάσταση ατόμων άλλης εθνικότητας. Σημαντική ώθηση στη μετανάστευση Ελλήνων από τον Πόντο στη ρωσική επικράτεια έδωσε το στέρεμα των μεταλλείων. Επίσης, για τις περιοχές που ονομάσθηκαν Νέα Ρωσία, οι Έλληνες συνδέθηκαν με το κύκλωμα του σιταριού που περιλάμβανε την παραγωγή, την επεξεργασία και τη διακίνηση. Κατέληξαν στο να πάρουν στα χέρια τους το εξωτερικό εμπόριο του σιταριού. Η παράλιος περιοχή της Ουκρανίας και της νότιας Ρωσίας υπήρξε για τους Έλληνες του 19ου αιώνα η "γη της επαγγελίας." Η κατάκτηση των περιοχών αυτών από τους Ρώσους και η απουσία, λόγω της κατάκτησης, οιασδήποτε σοβαρής παραγωγής και εμπορίου, έδωσαν στους Έλληνες, τόσο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και της Ελλάδας το δικαίωμα πλεύσης στη Μαύρη Θάλασσα επεκτάθηκε και στον ευρωπαϊκό στόλο.

Γύρω από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, οι Έλληνες ήταν εγκατεστημένοι σε συμπαγείς μάζες. Όπως γράφει ο Ελευθέριος Παυλίδης: "Κατά μήκος εκατοντάδων χιλιομέτρων υπήρχον χωρία και πολίχναι κατοικούμεναι αποκλειστικά από Έλληνας μετανάστας εκ Πόντου, με ελληνικά σχολεία, με Έλληνες ιερείς και με ελληνικάς εκκλησίας."

Oι παλιότεροι Έλληνες έποικοι καλούσαν τους συγγενείς και φίλους από την "Τουρκία", με αποτέλεσμα να μεγαλώνουν οι ελληνικές κοινότητες. Η εγγύτητα του μικρασιατικού Πόντου στη Ρωσία, το φτωχό του ορεινού κυρίως Πόντου, η τακτική ναυτοπλοϊκή συγκοινωνία και η έναρξη των τουρκικών διώξεων λειτουργούσαν ως κίνητρα μετανάστευσης στη Ρωσία. Oι Ρώσοι δεν ήταν πάντα φιλικοί με τους Έλληνες που κατέφθαναν από την "Τουρκία." Τους αντιμετώπιζαν με καχυποψία και δεν έκρυβαν το φθόνο τους για την οικονομική τους ανάπτυξη.

Οι μετανάστες άνοιξαν δρόμους μέσα στην αχανή Ρωσία και συνέδεσαν τις ελληνικές κοινότητες με τον Πόντο, όπου πολλές φορές παρέμενε η οικογένεια. Οι Έλληνες της Ρωσίας βρίσκονταν σε κατάσταση συνεχούς μετακίνησης, έως ότου βρουν το χώρο που θα επέτρεπε την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους.

Μεταξύ των πρώτων βιομηχάνων στη Ρωσία συγκαταλέγονταν πολλοί Έλληνες. Το προνόμιο της εκμετάλλευσης των μεταλλείων αργύρου στον Καύκασο, μέχρι και της εποχής του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, το κατείχαν οι Έλληνες. Οι πρώτοι μεταλλωρύχοι της Ν. Ρωσίας και του Καυκάσου ήταν Έλληνες, οι οποίοι μετανάστευσαν από την Αργυρούπολη του Πόντου μετά τους ρωσοτουρκικούς πολέμους του 1828. Ο πυρήνας της πρώτης "Ρωσικής Ατμοπλοϊκής Εταιρείας" του Ευξείνου Πόντου σχηματίστηκε από Έλληνες, ενώ Έλληνες ήταν και οι περισσότεροι πλοίαρχοι. Το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου της Μαύρης Θάλασσας ελεγχόταν από τους Έλληνες της Ρωσίας και του Πόντου.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάπτυξη σημαντικών εμπορικών και ναυτιλιακών δικτύων στη νότια Ρωσία. Τα δίκτυα αυτά κατάφεραν να κυριαρχήσουν στο εξωτερικό εμπόριο της Ρωσίας αξιοποιώντας την ύπαρξη ομογενών αγροτικών πληθυσμών στις περιοχές αυτές και δημιουργώντας ένα ολόκληρο σύστημα αγοράς αγαθών από τους παραγωγούς.

ΠΗΓΗ:www.diplomatikoperiskopio.com/index.php?..

Κυριακή 30 Μαΐου 2010

Οι Ελληνόφωνοι του Πόντου.















Μία διακριτή μειονότητα στη σημερινή Τουρκία και τα δικαιώματά τους

Του Φάνη Μαλκίδη



Το τελευταίο διάστημα, πολλές έρευνες επιβεβαιώνουν την πολυεθνική και πολυπολιτισμική ταυτότητα της Τουρκίας και ενισχύουν την προσπάθεια να επιτευχθεί, με την αλληλοκατανόηση, την προσέγγιση και την επαφή ακόμη και την επανασύνδεση ανθρώπων της ίδιας καταγωγής. Οι ελληνόφωνοι, του Πόντου φτάνουν σε κάποιους υπολογισμούς τους 500.000, πληθυσμό σεβαστό ακόμη και για την σημερινή και τη μελλοντική Τουρκία.


Παρά όμως τα προβλήματα και τις βίαιες αντιδράσεις της Τουρκίας, όσο, και εάν έχουν εκλείψει ορισμένα εξωτερικά γνωρίσματα των Ποντίων, το ζήτημα των δικαιωμάτων τους προβάλλει και απασχολεί ολοένα και περισσότερους ανθρώπους. Σήμερα αρκετά χρόνια μετά την εκδίωξη των Ποντίων με τη γενοκτονία, οι εναπομείναντες μάρτυρες της μακραίωνης ελληνικής παρουσίας, διατηρούν την διάλεκτο, τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδόσεις, τα τραγούδια και τους χορούς O χρόνος και οι βίαιες μέθοδοι αφομοίωσης, μπορεί να αλλοίωσαν, όμως δεν εξαφάνισαν την ιστορική τους μνήμη.


Ιδιαίτερο συνεκτικό στοιχείο αυτών των ανθρώπων και γνώρισμα της διαφορετικότητάς τους, αποτελεί η διάλεκτος. Ένα σύστημα σημείων τα οποία καταρχήν εξυπηρετεί την επικοινωνία μεταξύ των μελών μιας ομόγλωσσης ομάδας και κατά δεύτερο λόγο γίνεται φορέας ανάπτυξης του πολιτισμού. Η στρατιωτική και η πολιτιστική κυριαρχία μιας κοινωνικής ομάδας ή ενός έθνους, όπως συνέβη στην Τουρκία μετά την επικράτηση του κεμαλισμού, σε μια ή περισσότερες κοινωνικές ομάδες ή έθνη επιφέρει αντίστοιχα και τη γλωσσική τους κυριαρχία και αντίστροφα, η στρατιωτική και η πολιτιστική υποχώρηση επιφέρει τη γλωσσική συρρίκνωση και, σε ακραίες περιπτώσεις, την εξαφάνιση της γλώσσας.


Έτσι, σήμερα, υφίσταται στην Τουρκία ένα μωσαϊκό εθνών και γλωσσών το οποίο είναι αποτέλεσμα ιστορικών γεγονότων, συγκυριών και πληθυσμιακών ανακατατάξεων. Το τουρκικό ρατσιστικό πρότυπο επειδή κατέχει κυρίαρχη στρατιωτική και οικονομική θέση έναντι άλλων εθνών και κοινωνικών ομάδων, κυριαρχεί και γλωσσικά. Στα πλαίσια αυτών των διαδικασιών υπάρχουν διακριτές μειονοτικές ομάδες στην Τουρκία, οι οποίες δε διαφοροποιούνται από την κυρίαρχη ομάδα ούτε εθνικά ούτε θρησκευτικά, αλλά μόνο γλωσσικά. Η διάλεκτος και οι Ελληνόφωνοι του Πόντου δεν εξαφανίστηκαν αλλά αντιμετωπίστηκαν ως ξένο σώμα σε ένα κράτος το οποίο οικοδομήθηκε πάνω σε ρατσιστικά πρότυπα, «ένα έθνος, μία γλώσσα». Οι περιορισμοί χιλιάδες, το ίδιο και τα εμπόδια για τη διατήρηση της γλώσσας, την ανάκτηση της εθνοτικής ταυτότητας. Σήμερα όμως που το ζήτημα έχει αναδειχθεί και θα συνεχίζεται να αναδεικνύεται διεθνώς και στην ίδια την Τουρκία, δεν μπορούν να καταπατούνται τα δικαιώματα των Ελληνόφωνων.


Σύμφωνα με τη διακήρυξη για τα δικαιώματα προσώπων που ανήκουν σε εθνικές ή εθνοτικές, θρησκευτικές και γλωσσικές μειονότητες, η οποία ιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ( απόφαση με αριθμ. 47/135, της 18.12.1992), τα κράτη- μέλη του Οργανισμού άρα και η Τουρκία, έχουν δεσμευτεί να προστατεύουν την ύπαρξη και την εθνική ή εθνοτική, πολιτισμική, θρησκευτική και γλωσσική ταυτότητα των μειονοτήτων που βρίσκονται μέσα στην αντίστοιχη επικράτεια τους και θα ενθαρρύνουν συνθήκες για την προαγωγή αυτής της ταυτότητας (άρθρο 1). Επίσης τα κράτη θα πρέπει να υιοθετούν κατάλληλα νομοθετικά και άλλα μέτρα για την επίτευξη αυτών των σκοπών.


Έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι τα πρόσωπα που ανήκουν σε εθνικές ή εθνοτικές, θρησκευτικές και γλωσσικές μειονότητες έχουν το δικαίωμα να απολαμβάνουν το δικό τους πολιτισμό, να ομολογούν και να ασκούν τη δική τους θρησκευτική πρακτική και να χρησιμοποιούν τη δική τους γλώσσα, ιδιωτικά και δημόσια, ελεύθερα και χωρίς παρεμβολή ή διάκριση οποιασδήποτε μορφής. Το διεθνές αυτό κείμενο, το οποίο αναφέρεται εκτενώς στις γλωσσικές μειονότητες, όπως οι ελληνόφωνοι του Πόντου αποτελεί αναμφισβήτητα σταθμό στη θεσμική προστασία τους και οδηγό για τις επόμενες κινήσεις κρατικών οργάνων, μη κυβερνητικών οργανισμών και άλλων.

Επίσης το Συμβούλιο της Ευρώπης, έχει καθιερώσει τον Ευρωπαϊκό Χάρτη των Περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών (1992), θεωρώντας ότι η προστασία των ιστορικών περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών της Ευρώπης, κάποιες από τις οποίες βρίσκονται υπό απειλή ή υπό εξαφάνιση, συμβάλλει στη συντήρηση και την ανάπτυξη του πολιτισμικού πλούτου και των παραδόσεων της Ευρώπης. Επίσης το Συμβούλιο της Ευρώπης θεωρεί ότι το δικαίωμα στη χρήση μιας περιφερειακής ή μειονοτικής γλώσσας, ιδιωτικά ή δημόσια, αποτελεί αναπόσπαστο δικαίωμα σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται από το Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ και σύμφωνα με το πνεύμα της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και την Προάσπιση των Θεμελιωδών Ελευθεριών του Συμβουλίου της Ευρώπης.


Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης «Περιφερειακές ή μειονοτικές γλώσσες» εννοούνται οι γλώσσες, οι οποίες είναι: 1. Παραδοσιακά χρησιμοποιούμενες εντός δεδομένου εδάφους του Κράτους, από πολίτες του Κράτους αυτού, οι οποίοι αποτελούν ομάδα αριθμητικώς μικρότερη από το υπόλοιπο του πληθυσμού του Κράτους και 2. Διαφορετικές από την / τις επίσημη/ες γλώσσα/ες του Κράτους αυτού.


Οι Ελληνόφωνοι του Πόντου αποτελούν μία σημαντική γλωσσική μειονότητα στη σημερινή Τουρκία και οφείλει η χώρα να τους αποδώσει τα δικαιώματά τους. Σε μία Τουρκία, η οποία προσδοκά να ενταχθεί πλήρως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η ύπαρξη τέτοιων μειονοτήτων πρέπει να γίνει διακριτή τύποις και ουσίοις. Οι Ελληνόφωνοι του Πόντου, μία ιστορική εθνοτική και γλωσσική ομάδα πρέπει να έχουν τα δικαιώματά τους και σ΄ αυτήν την προσπάθεια έχουν συμμάχους τους δημοκράτες και υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από όλο τον κόσμο.

Τελευταία και αυτό είναι πολύ σημαντικό, και από όλη την Τουρκία. Ο Αλί Ερτέμ, ο πρόεδρος του Συλλόγου «αναγνωρίστε τις γενοκτονίες», ο βραβευμένος με το Νόμπελ λογοτεχνίας Ορχάν Παμούκ, ο οποίος μιλά για τη γενοκτονία των Αρμενίων και τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία είναι ενθαρρυντικά μηνύματα.



Φάνης Μαλκίδης
Λέκτορας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ.










Του Σαββα Καλεντερίδη


Η Τουρκία, εκτός από αυτή καθαυτή τη γραφειοκρατία και τους μηχανισμούς, έχει κληρονομήσει επίσης την παράδοση, τη φιλοσοφία και την αντίληψη της δημόσιας διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία με τη σειρά της τα κληρονόμησε όλα αυτά από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Πρακτικά τι σημαίνει αυτό; Ότι το κράτος κατά παράδοση είναι υπεράνω της πολιτικής και οι υπηρεσιακοί παράγοντες υπέρτεροι των πολιτικών. Άρα, το κράτος και οι παράγοντές του είναι αυτοί που παράγουν πολιτική και χαράσσουν το μέλλον της χώρας, ενώ τα κόμματα και οι πολιτικοί, κατά κάποιον τρόπο, περιορίζονται στο ρόλο του διεκπεραιωτή και του κομπάρσου στην διαχείριση των μεγάλων θεμάτων και της εξουσίας γενικότερα. Η κατάσταση αυτή είχε - έχει ως αποτέλεσμα την εκπαίδευση και την κατάρτιση πολύ αξιόλογων γραφειοκρατών και τεχνοκρατών στελεχών στο στρατό, το υπουργείο εξωτερικών και κυρίως στην περίφημη Διεύθυνση Κρατικού Σχεδιασμού (Devlet Planlama Teskilati), στελέχη τα οποία είναι σε θέση να σχεδιάζουν και να παράγουν συνήθως αξιόπιστες και αποτελεσματικές πολιτικές σε κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν τη γειτονική χώρα.
Τα πιο χαρισματικά στελέχη, μάλιστα, από το χώρο της κρατικής γραφειοκρατίας, προωθούνται και καταλαμβάνουν σημαντικές θέσεις στα κόμματα και σε κυβερνητικές θέσεις, με αποτέλεσμα να εκπροσωπείται αυθεντικά το κράτος και η αντίληψή του στον καθαυτό χώρο της πολιτικής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, ο Τουργκούτ Οζάλ, ο Ρετζάι Κουτάν, ο Ιλχάν Κεσιτζί κ.ά., που πήραν το βάπτισμα του πυρός σε κρίσιμες υπηρεσίες του κράτους (Υπηρεσία Διαχείρισης Υδατίνων Πόρων, Υπηρεσία Κρατικού Σχεδιασμού κ.λπ.) και στη συνέχεια θήτευσαν στο χώρο της πολιτικής, παίζοντας επί δεκαετίες πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Τουρκίας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι υπηρεσίες του τουρκικού κράτους έβαλαν στο μικροσκόπιο την ελληνικό τουρισμό, τότε που μόνη της η Ρόδος είχε περισσότερες ξενοδοχειακές κλίνες από ολόκληρη την Τουρκία και έβαλαν ως στόχο τη δημιουργία κατάλληλου νομικού πλαισίου και την ανάπτυξη των απαραίτητων υποδομών, με στόχο την ανάπτυξη του τουρισμού και τον υποσκελισμό της Ελλάδος στον τομέα αυτό.
Η συγκεκριμένη έκθεση έπεσε στα χέρια των ελληνικών υπηρεσιών και τότε όλοι χαρακτήρισαν ως υπερβολικούς τους στόχους που είχε θέσει η τουρκική γραφειοκρατία. Δέκα χρόνια μετά, η Τουρκία ξεπέρασε σε αριθμό επισκεπτών και σε τουριστικό συνάλλαγμα την Ελλάδα, που απλά έμενε περίπου στάσιμη και παρατηρούσε τη γειτονική χώρα να υποδέχεται 30.900.000 τουρίστες το 2008 και η χώρα μας λιγότερο από τους μισούς.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η τουρκική γραφειοκρατία συνέταξε έκθεση για το μέλλον του εξαγωγικού εμπορίου της Τουρκίας και έβαλε ως στόχο, από τα 27 δισεκατομμύρια δολάρια που είχε η αξία των τουρκικών εξαγωγών το 2000, τα τέλη της δεκαετίας να ξεπεράσουν τα 100 δισεκατομμύρια. Το 2008 οι εξαγωγές της Τουρκίας ξεπέρασαν τα 127 δισεκατομμύρια δολάρια, παρά την παγκόσμια κρίση και ήδη στοχεύουν να ξεπεράσουν τα 200 δισεκατομμύρια, έναντι των ελληνικών, που κινήθηκαν στα 17.333,1 εκατ. ευρώ. Η συγκεκριμένη έκθεση των κρατικών υπηρεσιών της Τουρκίας έπεσε έγκαιρα στα χέρια των ελληνικών υπηρεσιών, μεταφράστηκε και έτυχε της «κατάλληλης αξιολόγησης». Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Η Ελλάδα απλά παρατηρεί να ανοίγει η ψαλίδα των τουρκικών εξαγωγών, που μεταξύ άλλων, έχουν αυξηθεί ανάλογα και στην ίδια τη χώρα μας.
Αντίστοιχες εκθέσεις έχουν συνταχθεί και για τον κρίσιμο τομέα της ναυπήγησης πλοίων και της εμπορικής ναυτιλίας, με στόχο την ανάπτυξη των τομέων αυτών στην Τουρκία, με πνεύμα ανταγωνισμού απέναντι στους αντίστοιχους ελληνικούς, που θεωρούνται στρατηγικής σημασίας για την Ελλάδα, όπως και ο τουρισμός. Οι εκθέσεις αυτές έπεσαν στα χέρια των ελληνικών αρχών, μεταφράστηκαν και απλά τόσα χρόνια παρατηρούμε την ανάπτυξη του ναυπηγοεπισκευαστικού τομέα στην Τουρκία (και μάλιστα με ελληνική βοήθεια) και ευτυχώς όχι ακόμα αυτού της εμπορικής ναυτιλίας.
Τη φορά αυτή, οι γραφειοκράτες και οι τεχνοκράτες της Άγκυρας έχουν θέσει ως στόχο τον συνολικό εκσυγχρονισμό της χώρας τους και συνέταξαν ένα στρατηγικό σχέδιο που έχει ως στόχο, το 2023, που συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, η Τουρκία να συμπεριληφθεί στις δέκα μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου και να είναι σε θέση να επηρεάζει δραστικά τις παγκόσμιες πολιτικές.
Με άλλα λόγια, τη στιγμή που η Ελλάδα και ο Ελληνισμός διέρχονται μια σοβαρή εθνική κρίση, που συνίσταται κυρίως στην έλλειψη εθνικού οράματος, την κρίση αξιών και την κρίση στον τομέα της λειτουργίας του κράτους και της οικονομίας, η τουρκική γραφειοκρατία επεξεργάζεται και θέτει σε εφαρμογή ένα μεγαλεπήβολο στρατηγικό σχέδιο που χαράσσει και καθορίζει την πορεία της γειτονικής χώρας για ολόκληρο τον 21ο αιώνα, δίνοντας ένα μεγάλο και φιλόδοξο όραμα στον τουρκικό λαό, και όλα αυτά παρά τα προβλήματα εθνοτικής και θρησκευτικής ομοιογένειας που αντιμετωπίζει. Θα λέγαμε ότι η Τουρκία προσπαθεί να κάνει τη φυγή προς τα εμπρός, όχι μόνο για να πετύχει τους φιλόδοξους στόχους που θέτει, αλλά για να ξεφύγει και να ξεπεράσει τα σοβαρά προβλήματα που την ταλανίζουν.
Αν και είναι θλιβερό να φτάνει κανείς σε τέτοια κατάσταση, που να παίρνει ως παράδειγμα την Τουρκία, ελπίζουμε, όμως, τη φορά αυτή, ο κρατικός μηχανισμός, ο πολιτικός κόσμος, η ακαδημαϊκή κοινότητα και η πολιτική διανόηση θα ξεπεράσει τα προβλήματα συνδικαλιστικής σήψης, κομματικής παθογένειας και εξάρτησης που αντιμετωπίζει και θα αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Οι καιροί ου μενετοί.

Σάββατο 29 Μαΐου 2010

War, Oil and Gas Pipelines: Turkey is Washington’s Geopolitical Pivot











The recent visit of US President Obama to Turkey was far more significant than the President’s speech would suggest. For Washington Turkey today has become a geopolitical “pivot state” which is in the position to tilt the Eurasian power equation towards Washington or significantly away from it depending on how Turkey develops its ties with Moscow and its role regarding key energy pipelines.

If Ankara decides to collaborate more closely with Russia, Georgia's position is precarious and Azerbaijan's natural gas pipeline route to Europe, the so-called Nabucco Pipeline, is blocked. If it cooperates with the United States and manages to reach a stable treaty with Armenia under US auspices, the Russian position in the Caucasus is weakened and an alternative route for natural gas to Europe opens up, decreasing Russian leverage against Europe.

For Washington the key to bringing Germany into closer cooperation with the US is to weaken German dependence on Russian energy flows. Twice in the past three winters Washington has covertly incited its hand-picked President in Ukraine, Viktor Yushchenko to arrange an arbitrary cut off of Russian gas flows to Germany and other EU destinations. The only purpose of the actions was to convince EU governments that Russia was not a reliable energy partner. Now, with the Obama visit to Ankara, Washington is attempting to win Turkish support for its troubled Nabucco alternative gas pipeline through Turkey from Azerbaijan which would theoretically at least lessen EU dependence on Russian gas.

The Turkish-EU problem

However willing Turkish Prime Minister Erdogan might be to accommodate Obama, the question of Turkish relations with the EU is inextricably linked with the troublesome issue of Turkish membership to the EU, a move vehemently opposed by France and also less openly by Germany.

Turkey is one of the only routes energy from new sources can cross to Europe from the Middle East, Central Asia or the Caucasus. If Turkey — which has considerable influence in the Caucasus, Central Asia, Ukraine, the Middle East and the Balkans — is prepared to ally with the United States, Russia is on the defensive and German ties to Russia weaken considerably. If Turkey decides to cooperate with Russia instead, Russia retains the initiative and Germany is dependent on Russian energy. Since it became clear in Moscow that US strategy was to extend NATO to Russia’s front door via Ukraine and Georgia, Russia has moved to use its economic “carrot” its vast natural gas resources, to at the very least neutralize Western Europe, especially Germany, towards Russia. It is notable in that regard that the man chosen as Russia’s President in December 1999 had spent a significant part of his KGB career in Germany.

Turkey and the US Game

It is becoming clear that Obama and Washington are playing a deeper game. A few weeks before the meetings, when it had become obvious that the Europeans were not going to bend on the issues such as troops for Afghanistan or more economic stimulus that concerned the United States, Obama scheduled the trip to Turkey.

During the recent EU meetings in Prague Obama actively backed Turkey’s application for EU membership knowing well that that put especially France and Germany in a difficult position as EU membership would allow free migration which many EU countries fear. Obama deliberately confronted EU states with this knowing he was playing with geopolitical fire, especially as the US is no member of the EU. It was a deliberate and cheap way to score points with the Erdogan government of Turkey.

During the NATO meeting, a key item on the agenda was the selection of a new alliance secretary-general. The favorite was former Danish Prime Minister Anders Fogh Rasmussen. Turkey opposed him because of his defense of cartoons depicting the Prophet Mohammed published in a Danish magazine. NATO operates on consensus, so any one member can block Rasmussen. The Turks backed off the veto, and in return won two key positions in NATO, including that of deputy secretary-general.

Turkey thereby boosted its standing in NATO, got Obama to vigorously defend the Turkish application for membership in the European Union, which of course the United States does not belong to. Obama then went to Turkey for a key international meeting that will allow him to further position the United States in relation to Islam.

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

ΤΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ.


















Τη στιγμή που η Ελλάδα δέχεται έναν ακήρυκτο πόλεμο από το 1973, για να μην μπορέσει να εκμεταlλευτεί τον υπόγειο πλούτο της, τη στιγμή που η Κύπρος πρώτα διχοτομήθηκε (1974) και στη συνέχεια επιχειρήθηκε να αυτοδιαλυθεί (με το κατάπτυστο Σχέδιο Ανάν, που το υποστήριξαν διάφοροι γραικύλοι στην Αθήνα), για να μην μπορέσει η κυβέρνηση της Κύπρου να εκμεταλλευθεί τον τεράστιο υποθαλάσσιο πλούτο που βρίσκεται εντός της κυπριακής ΑΟΖ, τη στιγμή που η Ελλάδα ταπεινώνεται από την Αλβανία (ακύρωση της συμφωνίας οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας), της οποίας μεγάλο μέρος του ΑΕΠ προέρχεται από συναλλαγματικές εισροές ενός εκατομμυρίου Αλβανών που εργάζονται στην Ελλάδα, τη στιγμή που η ελληνική εξωτερική πολιτική βυθίζεται στο τέλμα της διαφθοράς, του κομματιμσού και της εξάρτησης των πολιτικών δρώντων που την 'υπηρετούν' και αδυνατεί να ορίσει την ΑΟΖ με τη Λιβύη, την Αίγυπτο και την Κύπρο, τη στιγμή που ο Έλληνας πρωθυπουργός δηλώνει ότι «Δεν έχουμε πετρέλαιο ή έστω όσο έχουμε βρει είναι ελάχιστο», τη στιγμή που η Ελλάδα παρακολουθεί τις εξελίξεις στο Κουρδιστάν σαν τον 'δειλό δοσίλογο' που δεν τολμά να διεκδικήσει τα αυτονόητα, τη στιγμή που η Ελλάδα, με ένα πλήρως απαξιωμένο πολιτικό και δικαστικό σύστημα βυθίζεται στο τέλμα της διεθνούς ανυποληψίας, παραμένοντας αιχμάλωτη του ΔΝΤ και των διεθνών χρηματοπιστωτικών μηχανισμών, η γειτονική μας Τουρκία, προχωρά στην εκμετάλλευση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων στην ΑΟΖ του Ευξείνου Πόντου, απόπου αναμένεται να αντληθεί πετρέλαιο αξίας πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ο πρόεδρος της κρατικής εταιρείας πετρελαίων της Τουρκίας (TPAO) Μεχμέτ Ουισάλ (Mehmet Uysal) δήλωσε ότι μέχρι στιγμής η Τουρκία έχει κάνει επενδύσεις 4 δις δολαρίων σε διάφορες περιοχές του Ευξείνου Πόντου, ενώ οι επενδύσεις αυτές το προσεχές διάστημα αναμένεται να φθάσουν στο ποσό των 60 δις δολαρίων.
Ο πρόεδρος της ΤΡΑΟ, απαντώντας στις ερωτήσεις του ανταποκριτή του πρακτορείου Ανατολή, ανέφερε ότι οι γεωτρήσεις σε διάφορες περιοχές του Ευξείνου Πόντου συνεχίζονται και κατά την άποψή του εκεί υπάρχουν τεράστια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, τα οποία αναμένεται να πιστοποιηθούν με γεωτρήσεις.
Ο Μεχμέτ Ουισάλ είπε ότι κάθε έξι μήνες κάνουν μια γεώτρηση στον Εύξεινο Πόντο και ότι "τα πρώτα χειροπιαστά αποτελέσματα της γεώτρησης Leiv Eiriksson θα γίνουν γνωστά τον ερχόμενο Ιούλιο. Αν το αποτέλεσμα των γεωτρήσεων είναι αρνητικό, θα πούμε ότι αξιολογήσαμε λάθος τα δεδομένα, δεν υπάρχει εκμεταλλεύσιμο κοίτασμα, ενώ σε αντίθετη περίπτωση θα πούμε ότι προχωράμε στην περεταίρω εκμετάλλευση".
Ο Ουισάλ ανέφερε ότι η πλατφόρμα γεωτρήσεων Leiv Eiriksson, που είναι μια από τις μεγαλύτερες του κόσμου, αυτή τη στιγμή κάνει βαθειές γεωτρήσεις ανοικτά της Σινώπης, στη συνέχεια θα κάνει γεωτρήσεις ανοικτά της Ποντοηράκλειας (Zonguldak) και πιο μετά ανοικτά της Τραπεζούντας. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, θα γίνουν γεωτρήσεις επί τρία χρόνια σε διάφορα σημεία της ΑΟΖ της Τουρκίας στον Εύξεινο Πόντο.
Ο πρόεδρος της ΤΡΑΟ δήλωσε ότι σε περίπτωση που βρεθούν τα κοιτάσματα που υπολογίζεται, η Τουρκία θα αντιμετωπίσει με αυτά τις ενεργειακές της ανάγκες για τα επόμενα σαράντα χρόνια. Συγκεκριμένα είπε: "Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, στον Εύξεινο Πόντο υπάρχουν 10 διεσεκατομμύρια βαρέλια πετρέλαιο και τρία τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικό αέριο.
Κάναμε διάφορες έρευνες από τη δεκαετία του '70. Όλες οι επενδύσεις που κάναμε από τότε μέχρι σήμερα ξεπερνούν τα 4 δις. Οι έρευνες τελείωσαν και αρχίσαμε τις γεωτρήσεις. Η κάθε γεώτρηση κοστίζει 250 εκατομμύρια. Αν υπολογίσετε δέκα γεωτρήσεις, θα χριαστούν 2,5 δις δολάρια. Το ποσό αυτό είναι ένα μικρό μέρος της συνολικής επένδυσης. Τα κύρια έξοδα αρχίζουν όταν ξεκινά η εξώρυξη. Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστούν για να επενδυθούν 50-60 δις δολάρια. Όταν αρχίσει όμως η παραγωγή, αυτά τα λεφτά θα βγουν σε δυο χρόνια".

Το δυναμικό της Μεσογείου
Ο Ουισάλ δήλωσε επίσης ότι θα συνεχιστούν και φέτος οι δισδιάστατες και τρισδιάστατες σεισμικές έρευνες στη Μεσόγειο, τις οποίες προσπαθούν να ολοκληρώσουν το ταχύτερο δυνατόν.
Όταν ολοκληρωθούν οι σεισμικές έρευνες, θα γίνουν κι εκεί κοινές έρευνες (farm out) όπως αυτές του Ευξείνου Πόντου, καθώς και κοινές αξιολογήσεις-εκμεταλλεύσεις.
Στο ερώτημα "Η δυναμική που υπάρχει στον Εύξεινο Πόντο υπάρχει και στη Μεσόγειο;", ο Ουισάλ είπε: "Μάλιστα και μάλιστα ίσως είναι λίγο μεγαλύτερη." Ο Ουισάλ σημείωσε μάλιστα ότι στη Μεσόγειο υπάρχουν μεγάλα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου".

Ουισάλ: 'Ετοιμαζόμαστε για έρευνες στο Βόρειο Ιράκ
Ο Ουισάλ είπε επίσης ότι βρίσκονται σε μόνιμη αναζήτηση συνεταίρων στο Ιράκ και ότι "συνεχίζονται οι συνομιλίες μας για από κοινού εκμετάλλευση με μια εταιρεία που πήρε την άδεια εκμετάλλευσης μια τεράστιας περιοχής. Στη φάση αυτή δεν θέλω να δώσω το όνομα της εταιρείας αυτής".
Επίσης ο Ουισάλ είπε ότι η ΤΡΑΟ αναμένεται να υποβάλλει πρόταση από κοινού με την ιταλική εταιρεία Edison για την εκμετάλλευση της πετρελαϊκής περιοχής Akkas, ενώ η ΤΡΑΟ προετοιμάζεται να συμμετέχει στο διαγωνισμό για την ανάθεση εκμετάλλευσης νέων πετρελαίκών περιοχών που αναμένεται να δώσει προσεχώς η νέα κυβέρνηση του Ιράκ.
ΠΗΓΗ ΙΝΦΟΓΝΩΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΑ.


Print this post

Read more: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2010/04/blog-post_7754.html#ixzz0oxCD99o9




















Πόντος είναι μια γεωγραφική περιοχή της βορειοανατολικής Μικράς Ασίας. Ο Πόντος υπήρξε στην αρχαιότητα πεδίο έντονου ελληνικού αποικισμού αλλά και βασίλειο επί Μιθριδάτη. Στην ύστερη βυζαντινή περίοδο, ξαναϋπήρξε ως ανεξάρτητο κράτος. Μέχρι το 1922 και την ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε τη μικρασιατική καταστροφή κατοικούνταν, σε σημαντικό ποσοστό, από ελληνόφωνους χριστιανικούς πληθυσμούς.

Πίνακας περιεχομένων
1 Πόντος: Από Άξενος σε Εύξεινο
2 Το Βασίλειο του Πόντου
2.1 Μιθριδάτης ΣΤ’ ο Ευπάτωρ
2.2 Ο Πόντος κατά τη Ρωμαϊκή Εποχή - Ρωμαιοκρατία
3 Το Βυζάντιο
3.1 Η Αυτονομία του Πόντου
4 Η Άλωση του 1204 και η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας
5 Η παράδοση της Τραπεζούντας και το τέλος του ελληνικού κόσμου
6 Η οθωμανική κυριαρχία
7 Τα απελευθερωτικά κινήματα των λαών
8 Οι νεότουρκοι
9 Οι απόψεις των συμμάχων των Νεοτούρκων
10 Μετά το '22

Πόντος: Από Άξενος σε Εύξεινο

Οι σχέσεις των Ελλήνων με την παρευξείνιο περιοχή ανάγονται στην μυθολογική περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Αποτέλεσμα της σχέσης αυτής των Ελλήνων με το χώρο είναι η επισήμανση από σύγχρονους ιστορικούς του γεγονότος ότι οι Έλληνες είναι ένας από τους αρχαιότερους λαούς της περιοχής.

Τα πρώτα ελληνικά ευρήματα χρονολογούνται το 10ο π.Χ. αιώνα. Ο Μ. Rostovzeff υποστηρίζει ότι οι Έλληνες προσέγγισαν τις ακτές του Εύξεινου Πόντου κατά την περίοδο του σιδήρου, περί το 1100 π.χ. Ο G. Bordman αναφέρει ότι η πρώιμη ελληνική παρουσία στον ευξεινοποντιακό χώρο οφείλεται στην αναζήτηση σιδήρου. Υπάρχει όμως και η θεωρία ότι η περιοχή του Πόντου κατοικήθηκε πολύ νωρίτερα από πρωτοελληνικούς πληθυσμούς, εφόσον η κοιτίδα των Ινδοευρωπαίων -σύμφωνα με νεότερες απόψεις- βρίσκεται στο χώρο των ανατολικών ακτών του Εύξεινου Πόντου και του Καυκάσου.

Ο Τραπεζούντιος Βησσαρίων, όπως και άλλοι μελετητές, αργότερα, θεωρούν το χώρο του ανατολικού Πόντου πρωτοελληνικό. Ο Βησσαρίων αναφερόμενος στην Τραπεζούντα τη χαρακτηρίζει: «Πρεσβυτάτης είπερ άλλη τις υπαρχούσης», ενώ ο Ευγενικός των Βυζαντινών γράφει: «Τραπεζούς η πόλις, πόλις αρχαιοτάτη και των γε εν τη εώα πασών αρίστη».

Η καταγεγραμμένη, πάντως, εγκατάσταση ταυτίζεται με τον ελληνικό αποικισμό, όταν οι Μιλήσιοι ίδρυσαν την Ηράκλεια και τη Σινώπη, η οποία με τη σειρά της ίδρυσε την Τραπεζούντα, πρωτεύουσα του μικρασιατικού Πόντου. Την εποχή εκείνη κατοικούσαν διάφορες βάρβαρες φυλές στο εσωτερικό του. Κανένα όμως από αυτά τα φύλα δεν δημιούργησε ιδιαίτερο πολιτισμό και δεν άφησε μνημεία, ώστε να μπορούν οι ιστορικοί να τα ταυτοποιήσουν και να τα κατατάξουν.

Η κύρια μητρόπολη των ελληνικών πόλεων του Πόντου ήταν η μικρασιατική Μίλητος, η οποία κυριάρχησε στον αποικισμό του Εύξεινου Πόντου. Η ίδρυση της Σινώπης τον 9ο π.χ αιώνα, αποτέλεσε την απαρχή για ίδρυση μιας σειράς ελληνικών πόλεων καθ’ όλο το μήκος της παραλίας.

Στην Ταυρική χερσόνησο (Κριμαία) ιδρύθηκαν επίσης πολλές ελληνικές πόλεις: το Παντικάπαιον, η Φαναγόρεια, η Θεοδόσια, η Χερσόνησος κ.ά. Στο μυχό της Αζοφικής Θάλασσας ιδρύθηκε η Ταναΐς.

Ο Ξενοφών συναντά το 401 π.Χ. στα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου, "... πόλεις ελληνίδας" και αναφέρει την Τραπεζούντα, τα Κοτύωρα, την Κερασούντα, την Αμισό, τη Σινώπη.

Το Βασίλειο του Πόντου

Ο ελληνικός πολιτισμός κυριαρχούσε και χαρακτήριζε το Βασίλειο του Πόντου, που δημιούργησε η παρθικής καταγωγής δυναστεία των Μιθριδατών.

Η συγκεκριμένη δυναστεία προήλθε από την ομάδα εκείνη των Πάρθων που συνεργάστηκε με τα ελληνικά στρατεύματα του Αλεξάνδρου και χρησιμοποιήθηκε για την εμπέδωση της ελληνικής κυριαρχίας στην Ανατολή. Ο πατέρας του ιδρυτή του βασιλείου, ο Μιθριδάτης ο πρεσβύτερος, επικυριαρχούμενος από τον Αντίγονο, ήταν ο τύραννος της βιθυνικής Κίου και ανεψιός του τυράννου της Χίου.


Μιθριδάτης ΣΤ’ ο Ευπάτωρ

Σημαντικότερος θα είναι ο τελευταίος βασιλιάς του Πόντου ο Μιθριδάτης Στ' Ευπάτωρ, ο οποίος διαδέχτηκε το 120 π.Χ. τον πατέρα του.


Αργυρό τετράδραχμο που απεικονίζει τον Αλέξανδρο με κέρατα.O Ευπάτωρ παρουσιαζόταν ως καταγόμενος από τον Αλέξανδρο, Κύρρο και Σέλευκο Νικάτωρα, ενώ στα νομίσματα απεικονιζόταν με την μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Υπήρξε μια προικισμένη προσωπικότητα που προσπάθησε για τους δικούς τους λόγους να αντισταθεί στον ρωμαϊκό επεκτατισμό. Ο ίδιος, προβάλλοντας τον εαυτό του ως τον υπέρμαχο του Ελληνισμού και του απελευθερωτή των Ελλήνων από το ρωμαϊκό ζυγό, υποκίνησε την κοινωνική εξέγερση των ελληνικών πόλεων που βρισκόταν υπό ρωμαϊκή κατοχή. Ο T. Reinach στο έργο του “Mithridate Eupator, roi de Pont” (1890) τον περιγράφει ως άνθρωπο μεγάλου ηθικού αναστήματος και γενναίο πολεμιστή. Οι πρώτες του επιτυχημένες εκστρατείες ήταν στην Κολχίδα και στην Κριμαία, τις οποίες προσάρτησε στο κράτος του. Μετά από τις πρώτες του επιτυχίες, ο Ευπάτορας αποφάσισε να εκδιώξει τους Ρωμαίους από τη Μικρά Ασία. Ήδη, οι Ρωμαίοι εκμεταλλευόμενοι την πολυδιάσπαση του ελληνικού κόσμου της ελληνιστικής εποχής σε αντιμαχόμενα βασίλεια και δημοκρατίες, κατάφεραν να κυριαρχήσουν στη Μεγάλη Ελλάδα αρχικά, να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την κυρίως Ελλάδα στα Βαλκάνια και να επεκταθούν και στη μικρασιατική χερσόνησο.

Προσπαθώντας ο Ευπάτορας να αποτρέψει τις εξελίξεις αυτές, κήρυξε το 88 π.χ. τον πόλεμο κατά των Ρωμαίων. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας συμμάχησαν μαζί του. Επίσης, πλήθος πόλεων στη νότια βαλκανική, όπως η Αθήνα, συντάχθηκαν με τον Μιθριδάτη ελπίζοντας ότι θα φέρει την απελευθέρωση των Ελλήνων. Το 88 π.χ. ο Μιθριδάτης οργάνωσε τη μεγάλη σφαγή των Ρωμαίων και Ιταλών εποίκων στη Μικρά Ασία. Πιθανολογείται ότι κατά τη σφαγή που ονομάσθηκε «Εσπερινός της Εφέσου» εξοντώθηκαν περίπου 80.000 άτομα. Επικεφαλής των ρωμαϊκών στρατευμάτων ανέλαβε ο Σύλλας. Μέχρι την άνοιξη του 87 π.χ. το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας επανακατατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Αξιοσημείωτη υπήρξε η άμυνα της Αθήνας και του Πειραιά το 86 π.χ. Ο Σύλλας δε δίστασε να καταστρέψει τους πλατάνους που βρισκόταν στην Ακαδημία του Πλάτωνα, ούτε να κόψει τα δέντρα του Άλσους του Απόλλωνα Λυκείου προκειμένου να κατασκευάσει πολιορκητικές μηχανές. Η άλωση της Αθήνας χαρακτηρίστηκε από πρωτοφανείς βαρβαρότητες κατά του πληθυσμού, ενώ στον Πειραιά καταστράφηκαν οι λιμενικές εγκαταστάσεις, όπως οι Νεώσοικοι. Το ίδιο έτος ο Σύλλας νίκησε τα στρατεύματα του Πόντου και των συμμάχων τους σε δύο μάχες στη Βοιωτία. Ο Α’ Μιθριδατικός Πόλεμος τελείωσε το 85 π.χ. με τη συνθήκη που συνήφθη στη Δάρδανο του Ελλησπόντου. Ο Μιθριδάτης υποχρεώθηκε να γίνει φόρου υποτελής στη Ρώμη, να παραδώσει το στόλο του και να πληρώσει μεγάλη πολεμική αποζημίωση. Το 83 π.χ. ο Σύλλας επέστρεψε στην Ιταλία με άφθονα λάφυρα. Μεταξύ των λαφύρων συμπεριλαμβανόταν η φημισμένη Βιβλιοθήκη του Απελλίκοντος, πολλά έργα τέχνης, ακόμα και δωρικοί κίονες για να χρησιμοποιηθούν στο ναό του Καπιτωλίου Διός. Ο Β’ Μιθριδατικός Πόλεμος άρχισε το 83 π.χ. όταν οι Ρωμαίοι εισέβαλλαν ξαφνικά στον Πόντο. Ο πόλεμος αυτός έληξε με την απώθηση των Ρωμαίων και τη νίκη του Ευπάτορα. Οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν από το 74 π.χ. οπότε και άρχισε ο Γ’ Μιθριδατικός πόλεμος. Αρχικά τα ποντιακά στρατεύματα νίκησαν τους Ρωμαίους στη Χαλκηδόνα, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια ο Μιθριδάτης ηττήθηκε από τον Λούκουλλο έξω από την Κύζικο. Θα υποστεί ακόμα δύο ήττες. Το τελικό χτύπημα θα το δώσει ο Πομπήιος. Σημαντική βοήθεια στους Ρωμαίους είχαν προσφέρει και οι Πάρθοι. Ο Μιθριδάτης κατέφυγε στο Παντικάπαιο της Κριμαίας. Από εκεί άρχισε να σχεδιάζει εισβολή στην Ιταλία μέσω του Δούναβη. Έχει όμως εγκαταλειφθεί και από τον Τιγράνη, τον τελευταίο του σύμμαχο, ο οποίος συνθηκολόγησε με τους Ρωμαίους και αποσύρθηκε στο βασίλειό του της Αρμενίας. Η εξέγερση των στρατευμάτων του με επικεφαλής τον γιο του Φαρνάκη Β’ θα θέσει τέρμα στις επιδιώξεις του. Αδυνατώντας να αυτοκτονήσει λόγω του ότι είχε εθίσει τον εαυτό του στα δηλητήρια - Μιθριδατισμός, θα διατάξει έναν Γαλάτη μισθοφόρο να τον θανατώσει. Το σώμα του στάλθηκε στον Πομπήιο, ο οποίος το έθαψε στο βασιλικό νεκροταφείο της Σινώπης. Οι μελετητές του αναφέρουν: «Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο Μιθριδάτης ήταν ένα ηγεμόνας εκπληκτικής ενεργητικότητας και αποφασιστικότητας ή ότι διέθετε αξιόλογες πολιτικές ικανότητες. Ήταν όμως άτυχος, γιατί είχε να αντιμετωπίσει τρεις εξαιρετικά ευφυείς Ρωμαίους στρατηγούς και γιατί ό ελληνιστικός κόσμος βρισκόταν στο τελικό στάδιο της κατάρρευσής του.»

Ο Πόντος κατά τη Ρωμαϊκή Εποχή - Ρωμαιοκρατία

Την περίοδο των πολέμων διαδέχτηκε μια περίοδος ανασυγκρότησης. Ο Πομπήιος οργάνωσε την επαρχία Βιθυνίας-Πόντου, η οποία περιλάμβανε και τα δυτικά εδάφη του Πόντου με κύριες πόλεις την Αμισό και τη Σινώπη. Τα δυτικά εδάφη είχαν ονομασθεί σε Πολεμωνιακό Πόντο, ενώ τα ανατολικά σε Γαλατικό Πόντο. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ο Πόντος γνώρισε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη γιατί εντάχθηκε στον παγκοσμιοποιημένο ρωμαϊκό χώρο και γιατί εμπορικά αναπτύχθηκε η ενδοχώρα του με την ίδρυση νέων ελληνικών πόλεων (Νικόπολη, Πομπηιούπολη, Μαγνόπολη, Διόσπολη κ.ά.) και με τη διάνοιξη της νέας εμπορικής οδού που συνέδεε τη Βιθυνία με την Αρμενία. Το 48 π.χ. ο γιος του Ευπάτορα Φαρνάκης, εκμεταλλευόμενος τον εμφύλιο πόλεμο που είχε ξεσπάσει στη Ρώμη, προσπάθησε να δημιουργήσει και πάλι το βασίλειο του πατέρα του. Η ήττα του από τον Καίσαρα θα θέσει τέλος στην ύστατη προσπάθεια αναβίωσης του Βασιλείου του Πόντου. Το 39 π.χ. παραχωρήθηκε στον Πόντο μια ελεγχόμενη αυτονομία. Από τις αρχαίες ελληνικές πόλεις της ποντιακής παραλίας, η Αμισός διατηρεί, χάρη στον Λούκουλλο, το χαρακτήρα της ελεύθερης συμμαχικής πόλης. Η Σινώπη, αντιθέτως, χαρακτηρίζεται αποικία, η οποία διοικούνταν με τον τρόπο διοίκησης των πόλεως της Ιταλίας. Το 64 μ.χ. ο Πόντος ενώθηκε με την επαρχία της Γαλατίας. Στη συνέχεια, κατά τις νέες διοικητικές ρυθμίσεις του Διοκλητιανού, ο Πόντος με επαρχίες τον Διόσποστο και τον Πολεμωνιακό Πόντο θα συγκροτήσει την «Ποντική Διοικησιν».

Η περίοδος της ρωμαιοκρατίας και της επικράτησης του χριστιανισμού συνοδεύτηκε από την απώλεια του εθνωνύμιου "Έλλην" -το οποίο εξάλλου είχε αποκτήσει αποκλειστικά θρησκευτική σημασία δηλώνοντας τον παγανιστή- και την παράλληλη επικράτηση του ονόματος "Ρωμαίος", δηλαδή "Ρωμιός", το οποίο επιβιώνει μέχρι σήμερα στους παρευξείνιους ελληνικούς πληθυσμούς.

Το Βυζάντιο

Μετά τη διάλυση του ρωμαϊκού κράτους σε δυτικό και ανατολικό, ο Πόντος, όπως και ολόκληρη η Μικρά Ασία και η βαλκανική, εντάχθηκαν στο ανατολικό τμήμα. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξε το κέντρο του εκχριστιανισμένου ελληνορωμαϊκού κόσμου, όπως αυτός είχε γίνει αντιληπτός από τους Έλληνες και γενικά τους ελληνόφωνους της Ανατολής. Η Κωνσταντινούπολη θα γίνει πρωτεύουσα αυτού του κόσμου και θα πάρει τα προσωνύμια της "Νέας Ρώμης" και "Νέας Ιερουσαλήμ".

Ο Νίκος Γ. Σβορώνος γράφει για την μετεξέλιξη της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: "…έντονη και διαρκής τάση του (του Βυζαντίου) προς τον εξελληνισμό, έως τη μεταβολή του σε ένα ελληνικό εθνικό κράτος, είναι πλέον μια ιστορική διαπίστωση γενικά παραδεκτή. Ανάμεσα στους λαούς που απάρτισαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ο Ελληνισμός αποτελεί το δυναμικότερο, αν όχι το πολυπληθέστερο, στοιχείο της ήδη από την πρώτη της εμφάνιση.»

Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ γράφει γι αυτό το νέο κράτος: "Η ελληνικότητα σα μάθημα μεγαλοσύνης μαζί με τη Ρώμη θα ξαναβρεί προοδευτικά τίτλους ευγένειας στο ρωμαϊκό χριστιανικό κράτος του Βυζαντίου. Ανανεωμένη από τα διδάγματα της νέας πνευματικής χριστιανικής αρετής, η ελληνική παιδεία και εμπειρία, θα αποτελέσει προοδευτικά το υπόβαθρο για το ξεκίνημα κάθε αναγέννησης, που μετά την πτώση της Πόλης θα στηρίξει τον ευρωπαϊκό νεότερο κόσμο. Στη διαχρονικότητα της ιστορίας, το Βυζαντινή Αυτοκρατορία, χάρη στον ελληνοπρεπή και χριστιανομαθή ανθρωπισμό του, που θα στεριώσει με τον καιρό, θα γίνει η μεσαιωνική Αυτοκρατορία του ανανεωμένου Ελληνισμού".

Η Αυτονομία του Πόντου

Ο Πόντος οργανώθηκε σε αυτόνομη «διοίκηση» της υπαρχίας της Ανατολής με πρωτεύουσα την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Η Καισάρεια υπήρξε και κέντρο διάδοσης του χριστιανισμού. Από κει διαδόθηκε ο χριστιανισμός στην ευρύτερη περιοχή του Εύξεινου Πόντου, την Αρμενία και σε περιοχές της Κασπίας Θάλασσας.

Με τον 28 κανόνα της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου (451 μ.Χ.) ο Πόντος εντάχθηκε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης.
Κατά τον 8ο αιώνα εντάχθηκε στη θεματική οργάνωση του Βυζαντίου. Τα εδάφη του θα μοιραστούν σε τρία Θέματα, της Κολωνείας, των Αρμενιακών και της Χαλδίας.
Ο Πόντος βαθμιαία απόκτησε μεγάλη στρατιωτική σημασία για την άμυνα της αυτοκρατορίας κατά των Αράβων αρχικά και των τουρκομανικών φυλών στη συνέχεια. Μεγάλες οικογένειες αναδείχτηκαν την περίοδο αυτή στον Πόντο, όπως οι Κομνηνοί, οι Ταρωνίτες, οι Γαβράδες κ.ά. Η ισχυροποίηση των οικογενειών αυτών θα οδηγήσει στην εμφάνιση τάσεων αυτονόμησης από την κεντρική διοίκηση.

Η χαρακτηριστικότερη ήταν η ανταρσία των Γαβράδων τον 11ο αιώνα. Η οικογένεια των Γαβράδων καταγόταν από την Άτρα της Αργυρούπολης. Την επαρχία τους τη Χαλδία την ονόμαζαν "Χώραν Τραπεζουσίαν".

Η Άλωση του 1204 και η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας
H άνοιξη του 1204 μ.X. υπήρξε μοιραία για τον Eλληνισμό. Στις 13 Aπριλίου οι Σταυροφόροι είχαν εκπορθήσει την Kωνσταντινούπολη και είχαν καταλύσει την Ελληνική Aυτοκρατορία του Bυζαντίου. Διέλυσαν έτσι τον κεντρικό ιστό του μοναδικού χριστιανικού κράτους της Aνατολής, που θα μπορούσε να αποτελέσει ουσιαστικό εμπόδιο στο επεκτατικό Iσλάμ, αραβικό και τουρκικό.

H πράξη αυτή της Καθολικής Δύσης θα υψώσει εφεξής αξεπέραστο τείχος μεταξύ της δυτικής και ανατολικής χριστιανοσύνης και θα διευκολύνει την επικράτηση των Tούρκων μουσουλμάνων. Mετά την κατάληψη της Πόλης από τους Σταυροφόρους, οι Eλληνες θα ιδρύσουν τρία κράτη, ένα στα Bαλκάνια και δύο στη Mικρά Aσία.

Mε κέντρα τη Nίκαια της Bιθυνίας, την Ήπειρο και την Τραπεζούντα του Πόντου θα ξεκινήσουν οι προσπάθειες για ανακατάληψη της πρωτεύουσας. Mακροβιότερο από τα τρία αυτά κράτη υπήρξε η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, το οποίο θα επιζήσει 257 χρόνια.

Iδρύθηκε από τα αδέλφια Aλέξιο και Δαβίδ Kομνηνό. Hταν εγγόνια του Aνδρόνικου A΄, ιδρυτή της Βυζαντινής Aυτοκρατορικής δυναστείας των Kομνηνών, που έχασε τον θρόνο το 1185 από τη δυναστεία των Aγγέλων. Τα δύο αδέλφια είχαν καταφύγει στη τους Θαμάρ, βασίλισσα της Ιβηρίας, η οποία τους βοήθησε να κυριαρχήσουν στην περιοχή του Πόντου. Πιθανότατα, είχαν φτάσει στην Ιβηρία το 1203, επειδή είχαν προβλέψει τη μοίρα της Πόλης και όχι το 1185 όπως κάποιοι θεωρούν. Οι δύο Κομνηνοί έφτασαν στην Τραπεζούντα τον Απρίλιο του 1204, αφού είχε καταληφθεί από τους Λατίνους η Κωνσταντινούπολη.

H ύπαρξη δυναμικού ελληνικού πληθυσμού στην περιοχή, επέτρεψε τη δημιουργία μιας ισχυρής κρατικής εξουσίας, η οποία διεκδικούσε τη συνέχιση της βυζαντινής αυτοκρατορικής ιδέας. Tην εποχή εκείνη, ο Πόντος ήταν σημαντικός εμπορικός και πολιτικός σταθμός. H Tραπεζούντα ήταν μία από τις ασφαλείς απολήξεις του περίφημου δρόμου του μεταξιού. Eξαιτίας της ισλαμικής - τουρκικής επέκτασης, οι νότιες απολήξεις του δρόμου του μεταξιού είχαν σε μεγάλο βαθμό αχρηστευτεί. Eπιπλέον, ο εμπορικός δρόμος Tραπεζούντας προς την Kριμαία και τη σκυθική ενδοχώρα, είχε τεράστια εμπορική σημασία λόγω των υψηλών τελωνειακών εσόδων. Πολιτικά ο Πόντος βρισκόταν σε κομβικό σημείο. Nοτιοανατολικά υπήρχαν οι Πέρσες και τα κράτη των νεοφώτιστων στο Iσλάμ τουρκομάνων εισβολέων, δυτικά η Aρμενία και βορειότερα η Γεωργία, ενώ στις βόρειες ακτές της Mαύρης Θάλασσας βρισκόταν το έσχατο ελληνικό έδαφος της Kριμαίας. Στη συνέχεια, υπήρχαν οι απέραντες στέπες, όπου κυριαρχούσαν οι νομάδες και έφταναν μέχρι τις περιοχές των Σλάβων και των Σουηδών. Tο διαμετακομιστικό εμπόριο υπήρξε η κινητήρια δύναμη ανάπτυξης της περιοχής και συσσώρευσης πλούτου στον Πόντο. Στο βόρειο Εύξεινο Πόντο κυριαρχούσαν οι Έλληνες της Κριμαίας. Συγκατοικώντας με άλλους λαούς, όπως Αλάνοι (πρόγονοι των σημερινών Οσετίνων), Ζίκχοι, Γότθοι κ.ά. αποδείχτηκαν ως το πλέον δυναμικό στοιχείο. Οι μόνοι που ανταγωνίστηκαν εμπορικά τους Έλληνες ήταν οι λατινικές δυνάμεις της Γένοβας και της Βενετίας, οι οποίες θα χρησιμοποιήσουν τους Τάταρους για να εδραιώσουν τη θέση τους στην Κριμαία

Τα δύο ισχυρά ελληνικά κράτη της Μικράς Ασίας με πρωτεύουσες την Tραπεζούντα και τη Nίκαια διεκδικούσαν κληρονομικά –το καθένα για τον εαυτό του– την απελευθέρωση της Kωνσταντινούπολης από τους Δυτικούς και την αποκατάσταση της βυζαντινής εξουσίας. Tο αποτέλεσμα του ανταγωνισμού υπήρξε η πολεμική αναμέτρηση του Θεόδωρου Λάσκαρη της Nίκαιας, με τον Δαβίδ Kομνηνό της Tραπεζούντας. H νίκη του πρώτου στην Hράκλεια περιόρισε τις ποντιακές φιλοδοξίες. H αδυναμία συνεννόησης των δύο ελληνικών κρατών είχε αρνητικές επιπτώσεις στις προσπάθειες αναχαίτισης τόσο των Λατίνων της «Pωμανίας», δηλαδή του «φραγκικού» κράτους της Kωνσταντινούπολης, όσο και των Σελτζούκων Tούρκων του Iκονίου. Tα βυζαντινά όνειρα των Kομνηνών θα λάβουν τέλος το 1261 με την απελευθέρωση της Kωνσταντινούπολης από τον Mιχαήλ H΄ Παλαιολόγο της Nίκαιας. Oι Kομνηνοί συνειδητοποίησαν ότι δεν έπρεπε πλέον να τρέφουν καμιά ελπίδα επιστροφής στον θρόνο της Kωνσταντινούπολης. Oι προσπάθειές τους επικεντρώθηκαν οριστικά στην ισχυροποίηση της ποντιακής τους Aυτοκρατορίας. Σύμβολό τους θα γίνει ο μονοκέφαλος αετός, που κοιτάει πλέον προς την Aνατολή, σε αντίθεση με τον αετό των αρχαίων Σινωπέων που έχει το κεφάλι του στραμμένο προς τη Δύση. Oι Πόντιοι Aυτοκράτορες, μετά την επίσημη αναγνώριση του κράτους τους από τον Παλαιολόγο, θα ονομάζονται «εν Xριστώ πιστοί βασιλείς και αυτοκράτορες πάσης Aνατολής, Iβήρων και Περατείας» σε αντίθεση με τους αυτοκράτορες της Kωνσταντινούπολης, που διατήρησαν τον παραδοσιακό τίτλο: «βασιλείς και αυτοκράτορες των Pωμαίων». Iβηρία ονομαζόταν τότε η Γεωργία του Kαυκάσου και Περατεία η χερσόνησος της Kριμαίας.

Η παράδοση της Τραπεζούντας και το τέλος του ελληνικού κόσμου
Ο Μωάμεθ αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο που εγκυμονούσε για το κράτος του μια ενδεχόμενη συμμαχία των ηγεμόνων της Ανατολής, αποφάσισε να χτυπήσει πριν ισχυροποιηθούν οι αντίπαλοί του. Την άνοιξη του 1461 άρχισαν με απόλυτη μυστικότητα οι οθωμανικές προετοιμασίες. O Mωάμεθ B΄ ο Πορθητής, μεθοδικά κατέστρεψε το δίκτυο συμμαχιών της Aυτοκρατορίας. Παραπλανώντας αρχικά και καταλαμβάνοντας στη συνέχεια τη Σινώπη, που ήταν ένα αντιοθωμανικό μουσουλμανικό εμιράτο του Ισμαήλ, στράφηκε προς την Ανατολή με στόχο την άλωση της Τραπεζούντας. Εισέβαλε μέσω της Αμάσειας και της Σεβάστειας στην Αρμενία και κατανίκησε τα στρατεύματα του Σουλτάνου της Μεσοποταμίας, συμμάχου των Τραπεζουντίων. Ο οθωμανικός στόλος απέπλευσε από τη Σινώπη και κατευθύνθηκε προς την Τραπεζούντα. Tον Iούλιο του 1461 τα οθωμανικά στρατεύματα με επικεφαλής τον εξωμότη Mαχμούτ, πρώτο εξάδελφο του μυστικοσύμβουλου του Δαβίδ Γεωργίου Aμοιρούτζη, πολιόρκησαν την Tραπεζούντα. O λαός της πόλης ήταν αποφασισμένος να προβάλει αντίσταση στην τουρκική απειλή. Mε μυστικές διαπραγματεύσεις Aμοιρούτζη με τον Mωάμεθ μέσω του Mαχμούτ, ο Δαβίδ πείστηκε να παραδώσει την πόλη έπειτα από πολιορκία 32 ημερών, ενάντια στη θέληση του λαού. Στο Χρονικό της Μονεμβασίας αναφέρεται ότι ο Αμοιρούτζης και ο Μαχμούτ ήταν πρώτα ξαδέλφια και ότι ο Μωάμεθ κλήθηκε από τον Αμοιρούτζη: Και τούτος ο πρωτοβεστιάριος ήτον επίβουλος του Κυρ Δαβίδ, και αυτός έκαμε και τον Σουλτάνον και ήλθε κατά της Τραπεζούντος, και έκαμε τον Κυρ Δαβίδ και προσεκύνησεν. Παρά την παράδοση της πόλης, οι Oθωμανοί προέβησαν σε βιαιότητες κατά του πληθυσμού. Από τους κατοίκους της Τραπεζούντας απέμεινε μόνο το ένα τρίτο και αυτό υποχρεώθηκε να ζήσει στα προάστια της πόλης. Οι υπόλοιποι, είτε κατασφάχτηκαν από τους γενίτσαρους, είτε στάλθηκαν στη μισοερειπωμένη Κωνσταντινούπολη. Πολλοί διαμοιράστηκαν στους στρατιώτες για να τους υπηρετούν ως σκλάβοι. Οκτακόσιοι έφηβοι επιλέχτηκαν και υποχρεώθηκαν να ενταχθούν στον οθωμανικό στρατό. Ο Μωάμεθ παρέμεινε στην πόλη μέχρι την επόμενη άνοιξη για να επιβλέψει την εφαρμογή των διαταγών του και την εξαφάνιση όλων των ιχνών του τελευταίου ελληνικού κράτους. O Δαβίδ με την οικογένειά του και την περιουσία του εγκαταστάθηκε στη Αδριανούπολη. Tέσσερα χρόνια αργότερα, ο Mωάμεθ τον εκτέλεσε, όπως και τους επτά γιους του. Πιθανότατα εκτελέστηκε για να πάρει ο Σουλτάνος το μεγαλύτερο μέρος του τραπεζουντιακού θησαυρού που είχε μεταφέρει ο Δαβίδ. Άλλη ερμηνεία είναι ότι ο Μωάμεθ φοβόταν ότι υπήρχε πιθανότητα να προσβλέπουν οι χριστιανοί στον Δαβίδ, ως τον τελευταίο εκπρόσωπο της ελληνικής αυτοκρατορίας. Ως αφορμή αναφέρεται η ύπαρξη μιας επιστολής που απέστειλε στον Δαβίδ η Δέσποινα Αικατερίνη, σύζυγος του Χασάν Μπέη των Τουρκμένων –η μητέρα του οποίου ήταν Τραπεζούντια πριγκήπισσα- με την οποία ο Μωάμεθ διείδε την πιθανότητα προθέσεων παλινόρθωσης των Κομνηνών. Έτσι, οι Οθωμανοί κατάκτησαν όλο τον παλιό ελληνικό κόσμο. Η οσμανική πραγματικότητα βασιζόταν στην νομαδική παράδοση μιας φυλής κτηνοτρόφων πολεμιστών, η οποία ζούσε είτε από αυτά που παρείχε η φύση είτε από όσα μπορούσε να κατακτήσει με τη βία. Η ιδιοποίηση του μόχθου των παραγωγικών κοινωνιών και ατόμων υπήρξε θεμελιώδες γνώρισμα της τουρκικής εξουσίας. Ο πρωτογονισμός των τουρκομανικών ομάδων που εισέβαλαν στη Μικρά Ασίας καθόρισε την κοινωνική δομή στα κράτη που δημιούργησαν. Ακριβώς για αυτό ο όρος «τουρκικό κράτος» στο έργο του Χέγκελ σημαίνει την πρωτόγονη κοινωνική οργάνωση του κράτους. Η επικράτηση των μουσουλμάνων στο χώρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, διαμόρφωσε εντελώς νέες συνθήκες. Οι χριστιανοί υπήκοοι του σουλτάνου υποβαθμίστηκαν στη θέση του ραγιά, ο οποίος ανήκε – όσον αφορά την ύπαιθρο - σε φεουδαρχικές οικογένειες. Πλήθος περιορισμών, καθώς και σκληρή φορολόγηση, καθόρισαν το πλαίσο μέσα στο οποίο θα ζήσουν οι ραγιάδες. Οι ελληνικοί πληθυσμοί κατάφεραν να διατηρηθούν σε κάποιο βαθμό λόγω της μεγάλης αντιπαλότητας των δύο πολιτισμικών συστημάτων, του χριστιανισμού και του ισλάμ. Ο Νίκος Σβορώνος γράφει: "Ιδιαίτερος υπήρξε ο ρόλος της τουρκικής κατάκτησης. Οι αθρόοι εξισλαμισμοί των πρώτων αιώνων της κατάκτησης συνετέλεσαν βέβαια στον εκτουρκισμό ενός μέρους της Μικράς Ασίας, που χάνεται για τον ελληνισμό και εξασθένισαν τον ελληνισμό στη Βαλκανική. Αλλά, αφετέρου, η αγεφύρωτη διαφορά της θρησκείας των δύο λαών προφύλαξε γενικά ότι απέμεινε από τον Ελληνισμό από την ανάμιξη με το τουρκικό στοιχείο."

Η οθωμανική κυριαρχία

Ο Πόντος μοιράστηκε από τους Οθωμανούς σε δύο μπεηλερμπεάτα, κάτι σαν τα Θέματα των Βυζαντινών: της Τραπεζούντας και του «Ρουμ», δηλαδή των Ρωμιών, που περιλάμβανε τα δυτικά εδάφη και το εσωτερικό του Πόντου. Κατά τον 18ο αιώνα, στο χώρο του μικρασιατικού Πόντου υπήρχαν τρεις μητροπόλεις, η μητρόπολη Αμασείας με τίτλο μητροπολίτη «Υπέρτιμος και έξαρχος παντός Ευξείνου Πόντου», Νεοκαισαρείας και Ινέου με τίτλο «Υπέρτιμος και έξαρχος Πόντου Πολεμωνιακού» και Τραπεζούντας με τίτλο «Υπέρτιμος έξαρχος πάσης Λαζικής». Η ελληνική κοινωνία του μικρασιατικού Πόντου θα σημαδευτεί - όπως και κάθε άλλο μέρος του ελληνικού κόσμου- από τον εξισλαμισμό και την εμφάνιση του κρυπτοχριστιανικού φαινομένου. Το πρώτο κύμα εξισλαμισμών θα εμφανιστεί μετά την παράδοση της Τραπεζούντας στους Οθωμανούς. Οι χριστιανοί εκδιώκονται και περιθωριοποιούνται και οι εκκλησίες μετατρέπονται σε τεμένη. Στη Τραπεζούντα και στην περιφέρειά της οι εξισλαμισμοί θα λάβουν μεγάλη έκταση. Οκτώ χιλιάδες χριστιανοί από την πάλαι ποτέ πρωτεύουσα των Κομνηνών θα ιδρύσουν ορεινούς οικισμούς στην περιοχή της Θοανίας, που θα μείνει γνωστή ως Τόνια. Οι πληθυσμοί αυτοί θα εξισλαμιστούν στη συνέχεια. Το μεγάλο κύμα εξισλαμισμών θα ενσκήψει στα τέλη του 17ου αιώνα. Όπως μας πληροφορεί ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, οι εξισλαμισμοί στον Πόντο πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1648-1687 από τις πιέσεις των φεουδαρχών, των Ντερεμπέηδων. Γράφει ο Χρύσανθος: "Ενεκα των από των Τερε-βέηδων πιέσεων τούτων και των δεινών διωγμών οι από του ποταμού Ακάμψιος (Τσορόχ) μέχρι Τραπεζούντος συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, οι κατοικούντες τας περιφερείας Ριζαίου, Οφεως, Σουρμένων και Γημωράς εξισλαμίστηκαν αθρόως. Οι χριστιανοί της περιφέρειας Οφεως είχον εξισλαμισθεί κατά την παράδοσιν ομού μετά του επισκόπου αυτών Αλεξάνδρου μετονομασθέντος Ισκεντέρ...". Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος επισκέφθηκε την Τραπεζούντα το 1681 και δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τον εξισλαμισμό των Ελλήνων. Αναφέρει ότι τον χρόνο της επίσκεψής του επραγματοποιήθει ο εξισλαμισμός των ελληνικών πληθυσμών της Θοανίας, της Τόνγιας. Σε οθωμανικό ντοκουμέντο που αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της ζωής του υπόδουλου ποντιακού ελληνισμού ένα αιώνα μετά την άλωση της Τραπεζούντας συμπεραίνεται ότι "θεώρησαν πιο αρμόζον και συμφέρον γι αυτούς να αλλαξοπιστήσουν για να βελτιώσουν την κοινωνική τους κατάσταση." Από τα τέλη του 17ου αιώνα θα ξεκινήσει η εκπαιδευτική κίνηση στον Πόντο όπως και στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Η Τραπεζούντα θα εξελιχθεί σε κέντρο των ελληνικών γραμμάτων. Το πρώτο σχολείο που λειτούργησε ήταν το «Φροντιστήριον Τραπεζούντος» το 1682. Στη Σινώπη υπήρχε ελληνικό σχολείο από το 1675. Στην Αργυρούπολη ιδρύθηκε το 1733 και στα τέλη του 18ου αιώνα ιδρύθηκαν σχολεία στη Σαμψούντα και στην Κερασούντα. Κατά το 19ο αιώνα εκατοντάδες ελληνικά και αλληλοδιδακτικά σχολεία ιδρύθηκαν στον Πόντο.

Τα απελευθερωτικά κινήματα των λαών

Η αφύπνιση των κατακτημένων λαών είχε οδηγήσει στην απελευθέρωσή τους στη Βαλκανική. Στο βαλκανικό Νότο έγινε κατορθωτή η δημιουργία ενός μικρού ελληνικού βασιλείου, ως απόρροια της μεγάλης ελληνικής αντιοθωμανικής Επανάστασης που άρχισε το 1821.
Η συμμετοχή του Πόντου ανιχνεύεται στη στρατολόγηση Φιλικών, στη συμμετοχή εθελοντών στον Ιερό Λόχο και στις επαναστατημένες περιοχές, και στη συμμετοχή των μεγάλων ποντιακών οικογενειών της Κωνσταντινούπολης. Σημαντική εκπρόσωπος της ποντιακής συμμετοχής υπήρξε η οικογένεια των Υψηλαντών, η οποία, όπως και η άλλη ποντιακή οικογένεια των Μουρούζηδων, έδωσαν τα πάντα στον Αγώνα. Η οικογένεια των Υψηλαντών ενσάρκωσε με τον πλέον αποκαλυπτικό τρόπο το γεγονός της στράτευσης όλων στο στόχο της πολιτικής αποκατάστασης των Ελλήνων.

Μετά τη δημιουργία του κράτους της Ελλάδας, γεννήθηκαν νέα εθνικά κράτη. Η Ρουμανία το 1862, το Μαυροβούνιο το 1860, η Σερβία το 1876, η Βουλγαρία το 1878 και η Αλβανία το 1913. Αλλά και στην ίδια τη Μικρά Ασία εμφανίστηκαν τάσεις ανεξαρτησίας στους Αρμένιους, στους Έλληνες του Πόντου και της Ιωνίας και αργότερα στους Κούρδους. Την κατάσταση που επικρατούσε στη Μικρά Ασία περιγράφει γλαφυρά το 1909 η εφημερίδα "Ο Λαός", που εκδιδόταν στην Κωνσταντινούπολη: "Τουρκικός λαός λογιούνταν όλοι οι μουσουλμάνοι, δηλαδή οι πιστοί καθώς ονομαζόντουσαν μόνοι τους… Όλοι οι μουσουλμάνοι ήταν ίσοι αναμεταξύ τους. Όλοι μπορούσαν να γίνουν πασάδες ή στρατηγοί. Μα δεν παραδέχονταν για ίσους με τον εαυτό τους τους χριστιανούς και τους εβραίους παρά τους ονομάζανε γκιαούρηδες. Τους απογόνους των παλαιών κατοίκων τους ματαχειρίζονταν σαν ξένους. Δεν τους επέτρεπαν να γίνουν αξιωματικοί ή υπάλληλοι. Δεν τους δέχονταν για μάρτυρες στα τουρκικά δικαστήρια. Η τουρκική κυβέρνηση τους ανέχονταν μόνο, βάζοντάς τους να πληρώνουν ένα χωριστό φόρο, το χαράτσι. Τους ονόμαζαν ραγιάδες (κοπάδια) και δεν τους ήθελαν για άλλο τίποτα παρά για να τρέφουν το μουσουλμανικό λαό. Στις επαρχίες μόνο οι μουσουλμάνοι ήτανε γαιοκτήμονες. Οι χριστιανοί ήταν αγρότες, απαράλλαχτα όπως οι δούλοι στο μεσαίωνα. Πριν την κατοχή, οι χριστιανοί αυτοί ήσαν έθνη ανεξάρτητα και πάντα είχαν βαστάξει τη γλώσσα, τη φορεσιά τους και τις συνήθειές τους..."

Οι νεότουρκοι

Ένας σημαντικός παράγοντας που εμπόδισε την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και απόδοσης ίσων δικαιωμάτων σ' όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, ήταν ο νεαρός τουρκικός εθνικισμός. Με την εμφάνισή του ο όρος "Τούρκος" άρχισε να αποκτά θετική σήμανση, ενώ για πρώτη φορά ο χώρος που καταλάμβανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρχίζει να περιγράφεται ώς "Τουρκία". Μέχρι εκείνη τη στιγμή το ισλάμ και οι νέες παντουρκιστικές ιδέες δεν σχετίζονταν με συγκεκριμένο εθνικό έδαφος. Ο νέες εθνικιστικές απόψεις που εμφανίζονται καθορίζουν ως εθνικό χώρο των Τούρκων μια εκτεταμένη περιοχή από το Αιγαίο έως τη θάλασσα της Κίνας. Το παντουρκιστικό κίνημα στοχεύει ακριβώς στη δημιουργία αυτής της νέας τουρκικής αυτοκρατορίας, όπου δεν θα υπάρχει θέση για κανένα άλλο έθνος, εκτός απ' αυτό των Τούρκων. Ένας από τους πατέρες του παντουρκισμού, ο Ζιγιά Γκιοκάλπ (Giokalp) πρότεινε ανοιχτά την υπέρβαση της χαλαρής, πολυεθνικής και θρησκευτικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την μετατροπή των ομάδων που ζούσαν σ' αυτήν σ' ένα συμπαγές ομοιόμορφο τουρκικό σώμα (compact body). Tις απόψεις αυτές υλοποίησαν οι Οθωμανοί αξιωματικοί που είχαν βρεθεί στη Γαλλία, και προσπάθησαν να ντύσουν με τις αξίες του διαφωτισμού τις ρατσιστικές επιδιώξεις του παντουρκισμού. Τον Οκτώβριο του 1911 οι Νεότουρκοι -ως κυβέρνηση της χώρας- αποφάσισαν σε συνέδριό τους την εξόντωση των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων και τη βίαιη τουρκοποίηση των - πολυεθνοτικής καταγωγής - μουσουλμανικών πληθυσμών.

Η απόφαση όριζε με σαφήνεια τις νέες κατευθύνσεις που αναιρούσαν πλήρως την παλιότερη πολιτική της σχετικής ανοχής:

"Η Τουρκία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα, όπου η μωαμεθανική θρησκεία και οι μωαμεθανικές αντιλήψεις θα κυριαρχούν και κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα θα καταπνίγεται... Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η πλήρης οθωμανοποίηση όλων των υπηκόων της Τουρκίας. Και είναι ολοκάθαρο ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει με την πειθώ. Άρα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένοπλη βία.... Η μουσουλμανική κυριαρχία είναι αναπόφευκτη και μόνο στους μουσουλμανικούς θεσμούς και παραδόσεις οφείλεται σεβασμός. Το δικαίωμα των άλλων εθνοτήτων να έχουν δικές τους οργανώσεις θα πρέπει να αποκλειστεί. Κάθε μορφή αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης θα θεωρείται προδοσία προς την τουρκική αυτοκρατορία. Η επικράτηση της τουρκικής γλώσσας αποτελεί ένα από τα βασικά μέσα για τη διατήρηση της μουσουλμανικής κυριαρχίας."

Αφορμή για την υλοποίηση των προαποφασισμένων σχεδίων έδωσε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι Νεότουρκοι στον Πόντο - όπως και στην υπόλοιπη Μικρά Ασία, καθώς και την Ανατολική Θράκη - άρχισαν με την επιστράτευσή όλων από 15 έως 45 ετών και την αποστολή τους στα Τάγματα Εργασίας. Η πλειονότητά τους στάλθηκε στις περιοχές μεταξύ Σεβάστειας και Βαν για την κατασκευή δρόμων. Παράλληλα αμφισβήτησαν το δικαίωμα των Ελλήνων να ασκούν ελεύθερα τα επαγγέλματά τους και επί πλέον απαγόρευσαν τους μουσουλμάνους να συνεργάζονται επαγγελματικά με τους Έλληνες με την ποινή της τιμωρίας από τις στρατιωτικές αρχές. Χρησιμοποιήθηκαν ακόμα και η ληστρικές ομάδες που δρούσαν στην παρανομία και ευνοήθηκε η δραστηριότητά τους.

Οι απόψεις των συμμάχων των Νεοτούρκων

Σε έγγραφο του αυστριακού υπουργού Εξωτερικών προς το Βερολίνο αναφέρονται τα εξής για την πολιτική των συμμάχων τους:

"Η πολιτική των Τούρκων είναι μέσω μιας γενικευμένης καταδίωξης του ελληνικού στοιχείου, να εξοντώσει τους Έλληνες ως εχθρούς του Κράτους, όπως πριν τους Αρμένιους. Οι Τούρκοι εφαρμόζουν τακτική εκτόπισης των πληθυσμών, δίχως διάκριση και δυνατότητα επιβίωσης, απ' τις ακτές στο εσωτερικό της χώρας, ώστε οι εκτοπιζόμενοι να είναι εκτεθειμένοι στην αθλιότητα και τον θάνατο από πείνα. Τα εγκαταλειπόμενα σπίτια των εξοριζομένων λεηλατούνται από τα τούρκικα τάγματα τιμωρίας ή καίονται και καταστρέφονται. Και όλα τα άλλα μέτρα τα οποία εις τους διωγμούς των Αρμενίων ευρίσκοντο εις ημερησίαν διάταξιν, επαναλαμβάνονται τώρα εναντίον των Ελλήνων."

Ο μαρκήσιος Pallavicini έγραφε τον Ιανουάριο του 1918:

"Είναι σαφές ότι οι εκτοπισμοί του ελληνικού στοιχείου δεν υπαγορεύονται ουδαμώς από στρατιωτικούς λόγους και επιδιώκουν κακώς εννοουμένως πολιτικούς σκοπούς."

Οι Αυστρογερμανοί μαρτυρούν ότι είχε ειπωθεί από ανώτερους αξιωματούχους ότι:

"Τελικά πρέπει να κάνουμε με τους Έλληνες ό,τι κάναμε με τους Αρμένιους... Πρέπει με τους Έλληνες, τώρα να τελειώνουμε."

Διαπίστωναν επίσης ότι η πολιτική της γενικευμένης εθνικής εκκαθάρισης υπογορεύτηκε κυρίως από την παντουρκιστική ιδεολογία και την περιφρόνηση για τους "άπιστους" (γκιαούρηδες). Ο Αυστριακός πρόξενος της Αμισού Κviatofski ανέφερε σε υπηρεσιακή του επιστολή ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων της ποντιακής παραλίας βρισκόταν στα πλαίσια του προγράμματος των Νεοτούρκων, με το οποίο επεδιώκετο η εξασθένηση του χριστιανικού στοιχείου. Θεωρούσε ο ίδιος ότι η καταστροφή αυτή θα είχε μεγαλύτερη απηχήση στην Ευρώπη απ' ότι οι σφαγές που είχαν διαπράξει κατά των Αρμενίων.

Μετά το '22

Οι εθνικές εκκαθαρίσεις - Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου - που θα γίνουν την περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και αυτές που θα ακολουθήσουν την περίοδο 1919-1922 θα καθορίσουν τη μοίρα του ποντιακού ελληνισμού και θα ανατρέψουν πλήρως τη φυσιογνωμία της περιοχής. Η καταστροφή αυτής της φυσιογνωμίας - η οποία είχε διαμορφωθεί από την αρχαιότητα - επισφραγίστηκε με την ανταλλαγή των πληθυσμών που επέβαλε η Συνθήκη της Λωζάννης μετά το πέρας του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919 - 1922 και ολοκληρώθηκε με τη συμφωνία της Άγκυρας του 1930. Σήμερα, στις Ανατολικές περιοχές του Πόντου (Karadeniz) υπάρχουν πληθυσμοί (άγνωστος αριθμός), οι οποίοι έχουν διατηρήσει την ποντιακή διάλεκτο της Τραπεζούντας, την παραδοσιακή μουσική, τα παραδοσιακά φαγητά αλλά και γενικότερα τα ήθη και τα έθιμα των Ελλήνων. Εικάζεται ότι οι πληθυσμοί αυτοί προήλθαν από εξισλαμισθέντες Έλληνες κατά τον 17ο αιώνα.

Ο Πόντος, η «βαθειά Ελλάδα» των μεσαιωνικών χρονικογράφων, όπως και η υπόλοιπη Μικρά Ασία και η Ανατολική Θράκη, θα μετατραπούν – εκτός από «χαμένες πατρίδες»- σε μυθικούς, εξιδανικευμένους «ου τόπους» αναφοράς στη μνήμη των προσφύγων. Θα συνεχίσουν να υπάρχουν ως ονόματα δρόμων και ως μνημεία, στα απειράριθμα προσφυγικά χωριά και πολιτείες στην ελεύθερη Ελλάδα. Όμως, η μνήμη των προσφυγικών πληθυσμών και η τραυματική ιστορική περιπέτεια θα εξοβελιστούν συνειδητά από την εκάστοτε εξουσία – όπως και από την εκάστοτε αντιπολίτευση- στη μετά το ’22 Ελλάδα. Η συλλογική μνήμη θα περιοριστεί μόνο στη βαλκανική εμπειρία του ελληνισμού. Θα ‘πρεπε να ‘ρθει η δεκαετία του ’80, όταν η κοινωνία των πολιτών θα αρχίσει να αναπτύσσεται και να αμφισβητεί τις παραδεδεγμένες ερμηνείες, για να ξαναβρεί η ιστορία τις πραγματικές της εξηγήσεις, για να γίνει προσπάθεια να απαντηθούν τα ερωτήματα που ακόμα αιωρούνται, για να αρχίσουν να γεμίζουν οι Λευκές Σελίδες της ιστοριογραφίας μας, για να ξεκινήσουν και πάλι οι περιηγητές να περιηγούνται και να περιγράφουν με το δικό τους τρόπο τις κάποτε «ημέτερες πατρίδες».

www.pontos.gr MA in Black Sea Cultural Studies. International Hellenic University-School of Humanities