Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Οι Έλληνες του Πόντου και της Ρωσίας στα μέσα του 19ου αιώνα
















Συντάκτης: Βλάσης Αγτζίδης - Ιστορικός

Τα όρια του νεαρού κράτους της Ελλάδας, όπως αυτά είχαν οριστεί με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 έφταναν μόλις μέχρι τη Λαμία. Ένα μικρό μέρος του ελληνικού κόσμου είχε χειραφετηθεί. Η πλειονότητα των Ελλήνων βίωναν ακόμα την οθωμανική κυριαρχία και βρίσκονταν εγκατεσπαρμένοι σ’ όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία μαζί με μουσουλμάνους και αλλοεθνείς.

Στην ίδια την Ελλάδα, η κοινωνία κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια ανάπτυξης και καθορισμού των ορίων μεταξύ των ομάδων που συμμετείχαν στην Παλιγγενεσία. Σε κάποια ζητήματα είχε εμφανιστεί μια έντονη ρήξη με τον εξωελλαδικό ελληνισμό και κυρίως με τους πρόσφυγες από τις αλύτρωτες περιοχές που είχαν καταφύγει στο ελεύθερο έδαφος και ανέρχονταν στο 10% περίπου του συνολικού πληθυσμού. Η περίφημη σύγκρουση «αυτοχθόνων» με τους «ετερόχθονες» θα λήξει εις βάρος των δεύτερων.


Παρόλα αυτά όμως, το νέο κράτος θα κατακτήσει τη θέση του χώρου αναφοράς στις καρδιές των εξωελλαδικών, ενώ το συναίσθημα της απελευθέρωσης θα ισχυροποιείται διαρκώς Από το 1844 θα οριστεί από τον ηπειρώτη Ιωάννη Κωλέττη και ο στόχος της εθνικής ολοκλήρωσης με την ενσωμάτωση των περιοχών που κατοικούσαν οι «αλύτρωτοι», στο ελληνικό κράτος.

Στα μέσα του 19ου αιώνα, αρκετές από τις πληγές που άνοιξε η βία των Οθωμανών στις επαναστατημένες αλύτρωτες περιοχές (Νάουσσα, Χαλκιδική, Κυδωνίες-Αϊβαλί κ.ά.), καθώς και οι μεγάλης έκτασης αντεκδικήσεις κατά του ελληνικού πληθυσμού (Θεσσαλονίκη, Σμύρνη) θα κλείσουν. Σε κάποιες περιοχές, όπως αυτή της Θεσσαλονίκης, οι Έλληνες δεν θα κατορθώσουν να αποκτήσουν την προγενέστερη θέση τους και θα υποβιβαστούν στη θέση μιας μειονότητας στο συνολικό πληθυσμό της πόλης. Αντίθετα σε άλλες περιοχές, όπως αυτή της Σμύρνης, θα συμβεί ακριβώς η αντίθετη διαδικασία. Η ελληνική κοινότητα θα αναπτυχθεί και θα αποτελέσει πόλο έλξης για χιλιάδες Έλληνες μετανάστες, ακόμα και από την ελεύθερη Ελλάδα. Παράλληλα, μεγάλη θα είναι η έξοδος ελληνικών πληθυσμών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία προς τη Ρωσία.

Αυτό που χαρακτήρισε την ζωή των Ελλήνων στις οθωμανικές περιοχές ήταν οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν με το αυτοκρατορικό διάταγμα Χατί Σερίφ του Γκιουλχανέ (1839) και κορυφώθηκαν το 1856 με το δεύτερο μεγάλο μεταρρυθμιστικό διάταγμα, το Χάτι Χουμαγιούν. Με τις μεταρρυθμίσεις αυτές η Αυτοκρατορία καταργούσε το ισλαμικό απαρντχάιντ, που διαχώριζε τους υπηκόους της Υψηλής Πύλης σε πιστούς και άπιστους, αποστερώντας από τους δεύτερους στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα, φορολογώντας τους ιδιαιτέρως σκληρά και θέτωντάς τους τελικά σε μοίρα πολίτη τρίτης κατηγορίας. Εφεξής όλοι οι πολίτες αντιμετωπίζοντας ως ίσοι απέναντι στο νόμο, ενώ αίρονταν οι κοινωνικές απαγορεύσεις για τους χριστιανούς και τους εβραίους.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές επέτρεψαν στους χριστιανούς και τους εβραίους της Αυτοκρατορίας να ανέλθουν κοινωνικά και να ισχυροποιηθούν οικονομικά. Αξιοποιώντας τις νέες ευκαιρίες που πρόσφερε η διεθνής οικονομία εκείνης της εποχής, θα καταφέρουν να αναδειχθούν ως η νέα αστική τάξη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σύντομα ο τραπεζικός τομέας, το εξωτερικό εμπόριο, η μεταποίηση, η βιοτεχνική παραγωγή αλλά και η πρωτοεμφανιζόμενη μεσαία βιομηχανία βρέθηκε στα χέρια των παλιών ραγιάδων και κυρίως των Ελλήνων.

Πόντος

Ο Πόντος ευρισκόμενος στο βορειοανατολικό άκρο της Μικράς Ασίας, υπήρξε μια απομακρυσμένη περιοχή, παρότι ισαπείχε γεωγραφικά όσο και ο Μοριάς, από το τότε ισχυρό κέντρο του ελληνικού κόσμου, τη Κωνσταντινούπολη. Οι Πόντιοι συμμετείχαν μέσω της παροικίας τους στην Πόλη στα εθνικά δρώμενα. Πόντιους θα συναντήσουμε τόσο στη Φιλική Εταιρεία και στον Ιερό Λόχο, όσο και στα επαναστατικά στρατεύματα της Νότιας Ελλάδας. Οι οικογένειες των Υψηλάντών και των Μουρούζηδων θα έχουν σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις, παράλληλα θα βάλουν τις πρώτες βάσεις για την εκπαιδευτική ανάπτυξη του ποντιακού ελληνισμού. Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα αρχίζει η ανάπτυξη των μεγάλων εκπαιδευτηρίων, όπως το Φροντιστήριον Τραπεζούντας, που επανδρωσε με Έλληνες δασκάλους τις ελληνικές κοινότητες του Πόντου και της Ρωσίας.

Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, παρατηρούμε σημαντική ανάπτυξη των μοναστηριών. Η μεγαλύτερη μονή του Πόντου ήταν αυτή της Παναγίας στο όρος Μελά. Η αρχική μονή βρισκόταν στο κοίλωμα του βράχου και είχε κτισθεί με τη βοήθεια της μονής Βαζελώνος. Το 1860 θα κτιστεί ένας εντυπωσιακός, πανοραμικός, τετραώροφος ξενώνας 72 δωματίων, καθώς και βιβλιοθήκη και άλλοι λειτουργικοί χώροι για τις ανάγκες των προσκυνητών. Τότε ανοικοδομήθηκαν γύρω από τη μονή και άλλοι μικροί ναοί αφιερωμένοι σε διάφορους αγίους.

Εκτός όμως από την ανάπτυξη των χριστιανών Ελλήνων, στον Πόντο θα εμφανιστεί σε μεγάλη έκταση και το πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού. Το φαινόμενο αυτό σχετίζεται με τις διαδικασίες εξισλαμισμού. Η οικονομική καταπίεση, η κοινωνική απαξίωση η κατά περίπτωση βίαιη συμπεριφορά των τοπικών μουσουλμάνων κυριάρχων, διαμόρφωσε τάσεις επιφανειακής αποδοχής του ισλάμ σε ελληνικούς χριστιανικούς πληθυσμούς. Στις γραπτές πηγές οι κρυπτοχριστιανοί του Πόντου εμφανίζονται με το όνομα Κρωμιώτες ή Κρωμλήδες, καθώς και Σταυριώτες. Ο λαός τους ονόμαζε «κλωστούς» (δηλ. γυριστούς) και «δίπιστους». Στα επίσημα διπλωματικά έγγραφα εμφανίζονται ως ιδιαίτερη εθνοτική ομάδα. Σε κατάλογο που υποβάλουν οι ίδιοι στο ελληνικό υποπροξενείο θέτουν τον τίτλο: «Κατάλογος των ενοριών εκάστου χωρίου, των τε οικιών και του πληθυσμού των Κρωμιωτών, Οθωμανών και Γραικών». Με τον ίδιο τρόπο μνημονεύονται και σε αγγλικές διπλωματικές εκθέσεις. Το όνομα των κρυπτοχριστιανών προήλθε από την κωμόπολη της Κρώμνης και της ευρύτερης περιοχής, όπου βρισκόνταν το κέντρο της κοινότητάς τους, καθώς και από την κωμόπολη Σταυρί. Αγγλικές πηγές δίνουν τους εξής αριθμούς για την περιοχή της Κρώμνης: Σε σύνολο 55.755 κατοίκων, μόνο οι 9.535 είναι μουσουλμάνοι, ενώ οι Κρωμνιώτες 17.260 και οι Έλληνες 28.960.

Με την έναρξη των μεταρρυθμίσεων του Χάτι Χουμαγιούν, το 1857, οι κρυπτοχριστιανοί θα ξεκινήσουν τις προσπάθειες να αναγνωριστούν επισήμως ως χριστιανοί. Ο Άγγλος πρόξενος της Τραπεζούντας αναφέρει ότι μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο αναγνωρίστηκαν ως χριστιανοί 24.000 άτομα.

Στη Ρωσία

Τα εδάφη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας υπήρξαν χώρος υποδοχής χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων από κάθε μεριά του ελληνικού κόσμου, από τα Βαλκάνια, τα νησιά και τη Μικρά Ασία. Από τον ελλαδικό χώρο, η ομαδική μετοίκηση θα συμβεί την εποχή των Ορλωφικών γεγονότων. Χιλιάδες πρόσφυγες θα κατακλύσουν τις νοτιορωσικές περιοχές και θα ιδρύσουν νέους ελληνικούς οικισμούς. Εκεί θα συναντήσουν τους γηγενείς Έλληνες της Κριμαίας, από τους οποίους κατάγονταν και οι Έλληνες της Μαριούπολης με τα 25 χωριά τους στο μυχό της Αζοφικής Θάλασσας. Από το 1775 έως το 1884 ένας αριθμός Ελλήνων που υπολογίζεται σε αρκετές δεκάδες χιλιάδες, εγκατέλειψαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία για να εγκατασταθούν στη Ρωσία. Σύμφωνα με την πρώτη απογραφή της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, που έγινε τον Ιανουάριο του 1897, οι Έλληνες ανέρχονται σε 207.536.

Στα εδάφη της Ρωσίας βρήκαν γόνιμο έδαφος να ανθίσουν οι ιδέες της ελληνικής απελευθέρωσης. Στην Οδησσό δημιουργήθηκε η Φιλική Εταιρεία.

Στα μέσα του 19ου αιώνα, το κύριο φαινόμενο ήταν η ομαδική μετακίνηση Ελλήνων από τον Πόντο προς τις περιοχές του Καυκάσου που μόλις είχαν καταλάβει οι Ρώσοι. Η μαζική μετοίκηση των Ελλήνων, αλλά και των Αρμενίων, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Ρωσία υπήρξε φαινόμενο ευθέως ανάλογο της επέκτασης των Ρώσων προς το Νότο, της συνεπακόλουθης ανάγκης επάνδρωσης των συνοριακών περιοχών από φιλικό πληθυσμό και συγχρόνως οικονομικής ανάπτυξης των περιοχών που εγκατέλειψαν οι μουσουλμάνοι κάτοικοί τους.

Ο Ν. Βορομπιόφ που ήταν ο υπεύθυνος του εποικισμού γράφει: "Tο πρόγραμμα συστηματικού εποικισμού άρχισε το 1864... Στόχος ήταν να καλυφθούν οι άδειες περιοχές και να ξαναρχίσουν οι καλλιέργειες, που διακόπηκαν όταν οι βουνίσιοι έφυγαν στην Τουρκία ή εξορίστηκαν... Αυτή η περιοχή απαιτούσε ανώτερη αγροτική κουλτούρα και σκέφτηκαν να καλέσουν τους Έλληνες και τους Αρμένιους που ταιριάζουν σ' αυτές τις συνθήκες." Yπήρχαν περιπτώσεις κατά τις οποίες Έλληνες, ανώτεροι υπάλληλοι της ρωσικής γραφειοκρατίας, ευνοούσαν τη μετανάστευση των ελληνικών πληθυσμών. Ένα από τα κίνητρα που χρησιμοποιούσαν οι Ρώσοι για να προσελκύσουν ελληνικούς πληθυσμούς ήταν η παραχώρηση ελκυστικών προνομίων, όπως η δημιουργία αυτόνομου καθεστώτος με ελληνικές αρχές. Απαιτούσαν όμως την πολιτογράφηση των μεταναστών, όπως επίσης και τον εκρωσισμό των επιθέτων τους. Υπολογίζεται ότι κατά τον κριμαϊκό πόλεμο (1856-1866) μετακινήθηκαν 60.000 Πόντιοι στις περιφέρειες Κουμπάν, Σταυρούπολης κ.α.

Τυπική περίπτωση της έντονης ελληνικής παρουσίας αποτελεί η Μαριούπολη, η οποία ιδρύθηκε από Έλληνες που προέρχονταν από την ταταροκρατούμενη Κριμαία. Από το 1810 έως το 1873 η Μαριούπολη και τα γύρω ελληνικά χωριά αποτελούσαν Ελληνική Διοικητική Περιοχή (okrug). Στην περιοχή αυτή λειτουργούσε ελληνικό δικαστήριο με διοικητικές, αστυνομικές και νομικές αρμοδιότητες. Ιδρύθηκαν νέα ελληνικά χωριά και κυκλοφορούσαν ελληνικές εκδόσεις. Μέχρι το 1859, στην περιοχή της Μαριούπολης δεν επιτρεπόταν η εγκατάσταση ατόμων άλλης εθνικότητας. Σημαντική ώθηση στη μετανάστευση Ελλήνων από τον Πόντο στη ρωσική επικράτεια έδωσε το στέρεμα των μεταλλείων. Επίσης, για τις περιοχές που ονομάσθηκαν Νέα Ρωσία, οι Έλληνες συνδέθηκαν με το κύκλωμα του σιταριού που περιλάμβανε την παραγωγή, την επεξεργασία και τη διακίνηση. Κατέληξαν στο να πάρουν στα χέρια τους το εξωτερικό εμπόριο του σιταριού. Η παράλιος περιοχή της Ουκρανίας και της νότιας Ρωσίας υπήρξε για τους Έλληνες του 19ου αιώνα η "γη της επαγγελίας." Η κατάκτηση των περιοχών αυτών από τους Ρώσους και η απουσία, λόγω της κατάκτησης, οιασδήποτε σοβαρής παραγωγής και εμπορίου, έδωσαν στους Έλληνες, τόσο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και της Ελλάδας το δικαίωμα πλεύσης στη Μαύρη Θάλασσα επεκτάθηκε και στον ευρωπαϊκό στόλο.

Γύρω από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, οι Έλληνες ήταν εγκατεστημένοι σε συμπαγείς μάζες. Όπως γράφει ο Ελευθέριος Παυλίδης: "Κατά μήκος εκατοντάδων χιλιομέτρων υπήρχον χωρία και πολίχναι κατοικούμεναι αποκλειστικά από Έλληνας μετανάστας εκ Πόντου, με ελληνικά σχολεία, με Έλληνες ιερείς και με ελληνικάς εκκλησίας."

Oι παλιότεροι Έλληνες έποικοι καλούσαν τους συγγενείς και φίλους από την "Τουρκία", με αποτέλεσμα να μεγαλώνουν οι ελληνικές κοινότητες. Η εγγύτητα του μικρασιατικού Πόντου στη Ρωσία, το φτωχό του ορεινού κυρίως Πόντου, η τακτική ναυτοπλοϊκή συγκοινωνία και η έναρξη των τουρκικών διώξεων λειτουργούσαν ως κίνητρα μετανάστευσης στη Ρωσία. Oι Ρώσοι δεν ήταν πάντα φιλικοί με τους Έλληνες που κατέφθαναν από την "Τουρκία." Τους αντιμετώπιζαν με καχυποψία και δεν έκρυβαν το φθόνο τους για την οικονομική τους ανάπτυξη.

Οι μετανάστες άνοιξαν δρόμους μέσα στην αχανή Ρωσία και συνέδεσαν τις ελληνικές κοινότητες με τον Πόντο, όπου πολλές φορές παρέμενε η οικογένεια. Οι Έλληνες της Ρωσίας βρίσκονταν σε κατάσταση συνεχούς μετακίνησης, έως ότου βρουν το χώρο που θα επέτρεπε την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους.

Μεταξύ των πρώτων βιομηχάνων στη Ρωσία συγκαταλέγονταν πολλοί Έλληνες. Το προνόμιο της εκμετάλλευσης των μεταλλείων αργύρου στον Καύκασο, μέχρι και της εποχής του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, το κατείχαν οι Έλληνες. Οι πρώτοι μεταλλωρύχοι της Ν. Ρωσίας και του Καυκάσου ήταν Έλληνες, οι οποίοι μετανάστευσαν από την Αργυρούπολη του Πόντου μετά τους ρωσοτουρκικούς πολέμους του 1828. Ο πυρήνας της πρώτης "Ρωσικής Ατμοπλοϊκής Εταιρείας" του Ευξείνου Πόντου σχηματίστηκε από Έλληνες, ενώ Έλληνες ήταν και οι περισσότεροι πλοίαρχοι. Το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου της Μαύρης Θάλασσας ελεγχόταν από τους Έλληνες της Ρωσίας και του Πόντου.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάπτυξη σημαντικών εμπορικών και ναυτιλιακών δικτύων στη νότια Ρωσία. Τα δίκτυα αυτά κατάφεραν να κυριαρχήσουν στο εξωτερικό εμπόριο της Ρωσίας αξιοποιώντας την ύπαρξη ομογενών αγροτικών πληθυσμών στις περιοχές αυτές και δημιουργώντας ένα ολόκληρο σύστημα αγοράς αγαθών από τους παραγωγούς.

ΠΗΓΗ:www.diplomatikoperiskopio.com/index.php?..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου