Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Greek Genocide 1914-2Pontus



Pontus (in Greek, Πόντος) is a historic region on the Turkish Black Sea coast that was home to a large Greek population, known as Pontic Greeks or Pontians, before the Greek Genocide took place. Pontus is a region of Asia Minor.
Greek Population
At the start of the Twentieth Century the Greek population of Pontus numbered several hundred thousand. Many Greeks lived in the coastal towns, such as Trebizond, Samsoun, Ordou and Kerassund, while others lived inland. American sources place the 1914 pre-genocide population at 457,000 while the 1912 Greek Patriarchate statistics record a population of at most 453,000. Ottoman Turkish statistics record the population as 363,000. Other sources, such as those of the Central Council of Pontus, claim there were as many as 700,000 Greeks in Pontus. In a February 1919 memorandum calling for their self-determination, the National League of the Euxine Pontus described the Pontus Greek population as follows:
"According to the most recent information received from the different dioceses, the orthodox Greek population can be evaluated at about 700,000 souls, without counting the 350,000 who, fleeing from Turkish persecution, took refugee several years ago in foreign countries, there are about 250,000 in the Caucasia and the remainder are in other countries."
However, as the League was making territorial claims in the region these figures cannot be judged reliable especially given how they conflict with most other accounts. Thus, the pre-genocide Greek population of the Pontus region of Asia Minor can be estimated as not exceeding 500,000.
Pontus during the Greek Genocide
As with all Greek-inhabited regions of Ottoman Turkey, the Greeks of Pontus were subject to a genocidal campaign. The Austrian Ambassador of Constantinople, Markgraf Johann Pallavicini, described the events in and around Samsoun in December 1916:
“11 December 1916. Five Greek villages were pillaged and then burnt. Their inhabitants were deported. 12 December 1916. In the outskirts of the city more villages are burnt. 14 December 1916. Entire villages including schools and the churches are set on fire. 17 December 1916. In the district of Samsoun they burnt eleven villages. The pillaging continues. The village inhabitants are ill-treated. 31 December 1916. Approximately 18 villages were completely burnt down, 15 partially. Around 60 women were raped. Even churches are plundered.”
On 29 December 1918, the Archbishop of Amassia and Samsoun, Germanos, wrote:
"Towards the middle of December, 1916, began the deportations from Amissos (Samsoun). First of all the army reduced to ashes all the region round about. ... A large number of women and children were killed, the young girls of the nation outraged, and immediately driven into the Interior. ... The majority of course died on the road and none of the dead at all being buried, vultures and dogs feasted on human flesh. ... Believe me ... that out of 160,000 people of Pontus deported, only a tenth and in some places a twentieth have survived. In a village, for example, that counted 100 inhabitants, five only will ever return; the others are dead. Rare indeed are those happy villages where a tenth of the deported population has been saved."
According to figures compiled by the Greek Patriarchate in Constantinople by 1918 257,019 Greeks from the Pontus region of Asia Minor had been deported to the Interior. At the end of 1921 some Greek sources placed the Pontus death toll at 303,238. In 1922 the Central Council of Pontus stated:
"Since the year 1914 the Ottoman Government, on the lines of a plan organised and premeditated has caused more than 1,500,000 Greeks and Armenians of Asia Minor to be massacred by its local agents. The infortunate Greek populations of Pontus have been decimated by murder and privation, have witnessed their churches profaned, their daughters violated, their wives dishonoured, babies snatched from the arms of their mothers and hurled against the walls, old men and children burned within the churches and priests massacred under the portals."
Statistics on Pontus, Central Council of Pontus, 1922
District
Communities
Churches
Schools
Population Exterminated
Amasia (Greek: Αμάσεια, Turkish: Amasya)
400
603
518
134,078
Neocaesarea (Greek: Νεοκαισάρεια, Turkish: Niksar)
95
135
106
27,216
Trebizond (Greek: Τραπεζούς, Turkish: Trabzon)
70
127
84
38,434
Chaldia (Greek: Χαλδία)
145
182
152
64,582
Rodopolis (Greek: Ροδόπολη)
41
53
45
17,479
Colonia (Greek: Κολωνία)
64
74
55
21,448
Total:
815
1,174
960
303,237

There were times when the Greeks of Pontus took up arms in an act of self defense to resist the massacres being perpetrated against them. In this respect Pontus makes an interesting case study of the Greek Genocide, much like the resistance demonstrated at Van by Armenians during the Armenian Genocide.
Only 182,169 Greeks of Pontus were ever recorded as having reached Greece. In 1925 George K. Balabanis wrote: "... the total human loss of Pontians from the [beginning] of the General [Great] War until March 1924 can be estimated at three hundred and fifty three thousand [353,000] [persons], murdered, hanged and dead through punishment, illness and privations." However, if one gives careful consideration to the various estimates for the region's pre-war population and the migration of Pontians into both Russian territory and Greece, it is clear that Pontian deaths are unlikely to have ever reached such a figure. A more reasonable estimate might be 250,000 which indicates that approximately 50% of the total population was killed.
Suggested Reading
  • Black Book: The Tragedy of Pontus 1914-1922, Edition of the Central Council of Pontus, Athens, 1922.
  • The Turkish Atrocities in the Black Sea Territories: Copy of Letter of His Grace Germanos, Lord Archbishop of Amassia and Samsoun, Delegation of the Pan-Pontic Congress, Norbury, Natzio & Co. Ltd, 1919.
  • Γεώργιος Κ. Βαλαβάνης, Σύγχρονος γενική ιστορία του Πόντου, Αθήνα, 1925.
  • Αντώνιος Γαβριηλίδης, Η Μαύρη Εθνική συμφορά του Πόντου 1914-1922, Αθήνα, 1924

Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Ο Πόντος στην Εθνεγερσία

Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός
Δάσκαλος, Κιλκίς
«Είναι δε εις θέσιν οι Πόντιοι να αποτελέσουν τους φρουρούς του Ελληνισμού. Εν πρώτοις, είναι έργον εις το οποίον έχουν συνηθίσει από αιώνων. Περιβαλλόμενοι εν τη απομακρύνσει των από ξένα φύλα, παλαίοντες διαρκώς προς αυτά, αφομοιούντες παρά αφομοιούμενοι, αποτελούσι τον ισχυρότερον τύπον της ελληνικής φυλής». (Στρατηγός Καθενιώτης, σύμβουλος του Ελευθερίου Βενιζέλου).
Ήταν Μάιος του 1453, όταν έπεφτε στην πόλη του Ρωμανού, «ο τελευταίος Έλληνας». Ένα μοιραίο, κατά Καβάφη, πουλί, έφερε στην Τραπεζούντα των Μεγάλων Κομνηνών την ζοφερή είδηση: «Η Ρωμανία πάρθεν». Μετά από 8 χρόνια ο Πορθητής κυριεύει και την αυτοκρατορία του Πόντου. Αρχίζει η μακρά περίοδος της αιχμαλωσίας. Μία-μία οι ελληνικές αυτοκρατορίες, που συστάθηκαν μετά την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους, θυσιάζονται για να σωθεί η Δύση.
Η Δύση που αφού σφετερίστηκε, σύλησε και δήωσε το «Βυζάντιο», προσπάθησε τους επόμενους αιώνες να αλώσει και πολιτιστικά τον Ελληνισμό. Η καθ’ ημάς Ανατολή καθυβρίζεται, υποτιμάται, η συμβολή της στον ευρωπαϊκό πολιτισμό αποκρύπτεται. Για 400 και 500 χρόνια η Ρωμηοσύνη, εκτός από το μαχαίρι του Τούρκου, υπομένει τις ιεραποστολικές ορδές των Λατίνων. Τρώνε τα θεριά αλλά η μαγιά μένει. Το 1962 ο Ουνίτης πατριάρχης Μάξιμος Δ’ ομολογούσε κυνικότατα στην Β’ βατικάνειο σύνοδο: «Ο σουλτάνος ζητούσε από τους Έλληνες φόρους και δοσίματα. Αντίθετα η λατινική Δύση αξίωνε το σώμα και την ψυχή, την υποταγή του πνεύματος, τον στραγγαλισμό της ελευθερίας». Ή όπως το λέει ο Άγιος των Σκλάβων, Κοσμάς ο Αιτωλός: «Και τι; Άξιος ήτο ο Τούρκος να έχη βασίλειον; Άλλ’ ο Θεός του το έδωκε διά το καλόν μας. Και διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα… Διότι ήξευρεν ο Θεός πως τα άλλα ρηγάτα (σ.σ. τα ευρωπαϊκά) μας βλάπτουν εις την πίστιν και ο Τούρκος δεν μας βλάπτει, άσπρα δώστ’ του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι». Εδώ στην πολύπαθη Ρωμηοσύνη συνέβη το εξής ιστορικώς πρωτόγνωρο. Να αγωνίζεται ένα έθνος να περισωθεί όχι από τον κατακτητή που δεσμεύει την ελευθερία του σώματος, αλλά από αυτούς που επιχειρούν να περιορίσουν την πνευματική του ελευθερία. Το Γένος όμως δεν χάνεται, έχει την κιβωτό του, την Εκκλησία, τον θεματοφύλακα της ταυτότητας του Ελληνισμού. Έτσι φτάσαμε στο ’21.
Συνηθίζουμε οι σύγχρονοι Έλληνες να γιορτάζουμε την επέτειο της Εθνικής Παλιγγενεσίας και να περιοριζόμαστε μόνο σε γεγονότα που έχουν σχέση με την δημιουργία του λυμφατικού νεοελληνικού κρατιδίου. Η Μικρά Ασία, ο Πόντος, εκεί που μέχρι το 1922 επιβίωνε ακραιφνής Ελληνισμός, απουσιάζουν προκλητικά από τις επίσημες ιστοριογραφίες με αποτέλεσμα να δημιουργείται η άποψη πως οι Έλληνες του Πόντου, που μας ενδιαφέρουν στο παρόν αφιέρωμα, περίπου συνεργάστηκαν με τους Τούρκους ή στην καλύτερη περίπτωση, παρέμειναν απαθείς και αμέτοχοι κατά την Επανάσταση. Ξέρουμε πολλά για την περίοδο της Τουρκοκρατίας στον ελλαδικό χώρο. Και ο Πόντος; εκεί όπου κατοικούσε «το ισχυρότερον ελληνικό φύλο», τι έκανε την περίοδο της σκλαβιάς; Μετά το ’22, ίσως με έκπληξη έμαθαν οι Ελλαδίτες ότι εσφάγησαν 1.500.000 Έλληνες της Μ. Ασίας και άλλα 2.500.000 εκ. προσφυγοποιήθηκαν. Πώς κατόρθωσαν αυτοί οι τελευταίοι Ρωμιοί να διατηρήσουν την εθνική συνείδηση ζωντανή για τόσους αιώνες; Και όμως εκεί στα βουνά και στα μοναστήρια του Πόντου επέζησε ο φρουρός του Ελληνισμού, ο Πόντος. Ένα τραγούδι της εποχής λέει: «Έρθεν ο Τούρκον ο κακόν κι εκόνεψεν σην χώραν/ τ’ ομάλα (πεδιάδες) Τούρκ’ς εγόμωσεν (γέμισε) και τα βουνά λεβέντους.» Πάνω στα βουνά του Πόντου «οι κλέφτες», οι «εσχιάδες» (=εκδικητές), όπως αποκαλούνταν στον Πόντο, ανακουφίζουν τους πληθυσμούς από τις ατιμίες και κακουργήματα των δυναστών. Πολλοί κάτοικοι για να διαφυλάξουν την ορθόδοξη πίστη καταφεύγουν στην θρησκευτική προσποίηση. Έχουμε χιλιάδες κρυπτοχριστιανούς, Σταυριώτες ονομάστηκαν, παίρνοντας το όνομα αυτό από το κατεξοχήν κρυπτοχριστιανικό χωριό, το Σταυρίν της Αργυρούπολης. Το μεγάλο ψυχικό δράμα του κρυπτοχριστιανισμού, μία κατάσταση μεταβατική των Χριστιανών προς τον εξισλαμισμό, σε ορισμένες περιοχές της Μικράς Ασίας κράτησε ολόκληρους αιώνες (από το β΄μισό του 17ου αι. ως το 1856, τότε που δημοσιεύτηκε το Χάτι-Χουμαγιούν. Και εξασφάλισε το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας στις εθνότητες της Τουρκίας), για μερικούς μέχρι το 1908, τότε που έγινε η ανακήρυξη του τουρκικού Συντάγματος, ενώ για άλλους μέχρι το 1922. Στο σημείο αυτό θα αναφέρω το εξής συνταρακτικό γεγονός στον Πόντο από την εφαρμογή του Χάτι-Χουμαγιούν το 1856: Στο Τσεβισκλκούκ της Ματσούκας αποφασίστηκε από τον Δήμαρχο και τον μουλά, θρησκευτικό αρχηγό των μωαμεθανών, να προσέρχονται για μερικές μέρες από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου, όσοι από τους Κρυπτοχριστιανούς ήθελαν να ομολογήσουν μπροστά τους δημόσια πως είναι χριστιανοί, ώστε δίπλα στα τουρκικά ονόματά τους να καταγραφούν και τα πραγματικά χριστιανικά ονόματά τους. Ήταν η τελευταία μέρα της καταγραφής και είχε δύσει πλέον ο ήλιος. Ο Δήμαρχος ετοιμάζεται να υπογράψει το πρωτόκολλο και να λήξει η διαδικασία. Τότε ο μουλάς Βαϊτζόγλου του λέει: «Μην βιάζεσαι. Περίμενε λίγο.» «Τι να περιμένουμε; Ο ήλιος έδυσε και δεν υπάρχει κανένας», του απαντά ο Δήμαρχος. «Υπάρχει ακόμη ένας, και αυτός είμαι εγώ» απαντά ο μουλάς. Και τον βλέπουν αποσβολωμένοι οι Τούρκοι να γράφει στον κατάλογο: «Γεώργιος Κηρυτόπουλος. Επάγγελμα ιερέας». Αυτά ζούσε ο Ποντιακός Ελληνισμός. Γνώριζε ότι μόνον η διατήρηση της Ορθόδοξης Πίστης θα περιφρουρήσει και την ελληνικότητά του. Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος βροντοφωνάζει ο Πόντιος αρχηγός Υψηλάντης. Πολλοί διακηρύττουν με ανδρεία την πίστη τους. Το στέφανο του νεομάρτυρα τους αναμένει. Όπως γράφει ο καθηγητής Απ. Βακαλόπουλος «Η θυσία τους τόνωσε όχι μόνο το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού, αλλά και το πνεύμα της αντίστασης απέναντι των κατακτητών. Έτσι οι νεομάρτυρες στην πραγματικότητα ήσαν και εθνομάρτυρες.».
Φτάνουμε στο 1800. Το σάλπισμα του πρωτομάρτυρα της λευτεριάς Ρήγα μεταφέρεται και στον Πόντο. Στον Θούριό του αναφέρεται στους Πόντιους Μαυροθαλασσινούς: «Λεβέντες Μαυροθαλασσινοί, ο βάρβαρος ως πότε θε να σας τυραννεί». Την ίδια εποχή 4.000 Μπαφραίοι θανατώνονται από τους Τούρκους, ρίχνονται δεμένοι πισθάγκωνα και πνίγονται στον ποταμό Άλυ. Οι πρόγονοι του «φίλου» Ερντογάν» επιδίδονται με μαεστρία στην μόνη τέχνη που διακρίθηκαν και διακρίνονται: την σφαγή του άμαχου πληθυσμού.
Το 1814 ιδρύεται η Φιλική Εταιρεία. Αρχηγός της ορίζεται ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Οι Υψηλάντες ήταν μια από τις αρχοντικές και παλιές ποντιακές οικογένειες του Φαναρίου της Πόλης, κατάγονταν από την Υψηλή, ένα παλιό χωριό του Όφι, στον Πόντο. Την άνοιξη του 1821 ο Αλ.Υψηλαντής κηρύσσει τον πόλεμο της ανεξαρτησίας στη Μολδοβλαχία. Από την πρώτη στιγμή της διακήρυξης περί ελευθερίας του Υψηλάντη, Έλληνες νέοι σπουδαστές σπεύδουν από διάφορα μέρη και οργανώνονται κατά τα πρότυπα του θηβαϊκού «Ιερού Λόχου», με αρχηγό τον Λασσάνη. Πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, ήταν Πόντιοι. Στις 7 Ιουνίου του 1821 στο Δραγατσάνι, πέφτουν οι περισσότεροι στο πεδίο της μάχης. Από τους διασωθέντες είναι γνωστά τα ονόματα 19 Ποντίων αγωνιστών του Ιερού Λόχου. Ας σημειωθεί εδώ ότι ο Τούρκος σουλτάνος κήρυξε τον Ιερό Λόχο ως ποντιακή στρατιωτική μονάδα και με την πρόφαση αυτή, έσφαξε τότε τους προκρίτους της Αργυρούπολης. Επί δύο χρόνια οι κάτοικοι της Αργυρούπολης, κι άλλων περιοχών του Πόντου, δεν είχαν δικαίωμα να παίρνουν νερό την ημέρα από τις βρύσες τους, έστω κι αν αυτές βρίσκονταν μέσα στην αυλή τους. Ερμηνεύοντας το φιρμάνι οδηγούμαστε με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι ο Ιερός Λόχος αποτελούνταν στην πλειοψηφία του από Πόντιους φοιτητές.
Από την άλλη μεριά οι Πόντιοι ενίσχυσαν τον μεγάλο αγώνα της ανεξαρτησίας και με χρήματα. Ένα σοβαρό παράδειγμα οικονομικής ενίσχυσης της Ελληνικής Επανάστασης είναι και η περίπτωση του λόγιου άντρα Ηλία Κανδήλη ή Κανδήλογου. Από τη μεγάλη παρουσία που απέκτησε με το εμπόριο, ένα μεγάλο μέρος, 500 λίρες Αγγλίας, το άφησε κληρονομιά στον Αλέξανδρο Υψηλάντη για τη Φιλική Εταιρεία.
Δεν έχουμε δυστυχώς πολλές μαρτυρίες για το θέμα της συμβολής του Πόντου στην Επανάσταση του ’21. Η ολοκληρωτική καταστροφή του Ποντιακού Ελληνισμού συνεπέφερε και καταστροφή των μαρτυριών. Σε γραπτά όμως κείμενα αγωνιστών του ’21 πολλές φορές γίνεται μνεία εκατοντάδες για «Μαυροθαλασσίτες», «Τραπεζούντιους», «Σινωπείς», «Αργυρουπολίτες». Όλοι αυτοί οι μαχητές ήταν Πόντιοι εθελοντές που πολέμησαν γενναία για την απελευθέρωση της πατρίδας. Έδωσε, λοιπόν, και ο Πόντος τον φόρο τον αιματηρό για την ελευθερία της σημερινής πατρίδας μας. Για 100 χρόνια από την επανάσταση του ’21 ανθούσε η ευλογημένη γη των Κομνηνών. Ως την μαύρη μέρα. Και μετά σιωπή, απόκρυψη, άψογη στάση. Τίποτε δεν πρέπει να λεχθεί που θα ερεθίσει τους Τούρκους, η ελληνοτουρκική φιλία δεν πρέπει να διαταραχθεί με ασήμαντες λεπτομέρειες. Η ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού, τα μεγαλεία και οι άθλοι της Ρωμανίας να λησμονηθούν. Ανάγκη μεγάλη να μάθει ο εκσυγχρονιζόμενος Ρωμηός πως η ιστορική μνήμη είναι ασυμβίβαστη με την δολοφονική Νέα Τάξη Πραγμάτων. Η μόνη αναφορά που ανέχεται «το εθνικό κέντρο» για τον Πόντο είναι τα συκοφαντικά ανέκδοτα. Θα ακουστούν μεθαύριο στα μηνύματα των επισήμων οι γνωστές κοινοτοπίες, οι νεφελώδεις και πομπώδεις φράσεις, ο στόμφος πίσω από τον οποίο κρύβεται το τίποτα. Θα ακουστούν οι «τροπαιούχοι του άδειου λόγου»… Θα ακουστούν οι ηχηρές γελοιότητες περί της Ενωμένης Ευρώπης, τα ίδια, μονότονα πράγματα θα ξανακουστούν…
«Τότε μεγαλουργούσαν οι καρδιές, τώρα μεγαλουργούν τα χρήματα» έλεγε ο Κανάρης. Τότε το ’21 ξεσηκώθηκαν καρδιές ρωμαίικες, τώρα επικάθησαν στο σβέρκο μας Γραικύλοι, που ονομάζουν την ανανδρία τους σωφροσύνη. («Το σώφρων του ανάνδρου πρόσχημα εστί»). Δεν θέλω ‘γω καινούργια η ξένα δώρα/παληά δικά μου πλούτη σου ζητώ» λέει ο Παλαμάς. Αυτά τα παληά πλούτη είναι το αίμα των παιδιών του Πόντου, της Θράκης, της Μακεδονίας που σήμερα η μικρά και έντιμος Ελλάς τα κρύβει κάτω από τα τουρκο-ευρωπαϊκά σαρίκια της. Αλλά με τα «παληά πλούτη» θα ασχοληθεί ο «προοδευτικός» σκοταδισμός; Μονάχη έγνοια του η τύχη των λαθρομειονοτήτων που ζουν στην Ελλάδα.
«Και τι θε ν’ απογίνει
με τη…μειονότητα
των λιγοστών Ελλήνων
δω μέσα στην Ελλάδα»
γράφει ο Χρίστος Κατσιγιάννης.
Κλείνουμε με τα λόγια του ποντιακής καταγωγής ηρωικού αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας που σε μια παράγραφο της προκηρύξεως συνοψίζει και τον σκοπό και το μήνυμα της Επανάστασης: «…Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημσέληνον, δια να υψώσωμεν το σημείον, δι ου πάντοτε νικώμεν: λέγω τον Σταυρόν και ούτω να εκδικήσωμεν την Πατρίδα και την Ορθόδοξον ημών Πίστιν από την ασεβή των ασεβών καταφρόνησιν».
( Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2003, στην εφ. «Χρόνος» του Κιλκίς. Τα βιβλιογραφικά βοηθήματα που χρησιμοποιήθηκαν για την ιστορία του Πόντου είναι η κλασική «Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού» του Χρ.Σαμουηλίδη, «Τα απελευθερωτικά στρατεύματα του Ποντιακού Ελληνισμού» του Αχ. Ανθεμίδη και «Τραπεζούντα» του Γ.Μίλλερ).

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Οι Έλληνες του Πόντου στη Ρωσία






& πρώην Σοβιετική Ένωση
Του Φάνη Μαλκίδη - H παρουσία των Ελλήνων στο Bόρειο Eύξεινο Πόντο στις ρωσικές ακτές ανάγεται στα μυθικά χρόνια και συνδέεται με τα ονόματα του Προμηθέα, του Φρίξου, του Hρακλή, των Aργοναυτών και άλλων μυθικών ηρώων, γεγονός που αποδεικνύει ότι η περιοχή ήταν γνωστή στους ελληνικούς πληθυσμούς. Γύρω στην πρώτη χιλιετία τοποθετείται η πραγματοποίηση των πρώτων ταξιδιών, ενώ δύο αιώνες αργότερα, οι προσωρινοί αυτοί εμπορικοί σταθμοί άρχισαν να γίνονται μόνιμα κέντρα. Περισσότερες από 75 ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν σε όλο τον Eύξεινο Πόντο από τον 8ο ως τον 6ο π.X. αιώνα, και συμμετείχαν σε συνεργασία με τους γηγενείς λαούς, στην οικονομική και πολιτιστική ζωή της ευρύτερης περιοχής.
Οι Έλληνες του Πόντου στη Ρωσία και την πρώην Σοβιετική Ένωση
Φάνης Μαλκίδης
Μέρος της ομιλίας του Φάνη Μαλκίδη στις εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν με τη συμμετοχή Ποντίων από όλον τον κόσμο στην πόλη Εσεντουκί (Σταυρούπολη- νότια Ρωσία)
Ο Ελευθέριος Παυλίδης στο μεγάλης σημασίας του βιβλίο για τον Ελληνισμό της Ρωσίας, τονίζει στην εισαγωγή του τα εξής: «....κανενός τμήματος του εν διασπορά Ελληνισμού η ιστορία δεν συνδέεται τόσον στενά με την καθόλου ιστορίαν του Ελληνικού Έθνους, όσον στενά και αδιάσπαστα είναι συνδεδεμένην με αυτήν η ιστορία του Ελληνισμού της Ρωσίας. Και όχι μόνον με την αρχαίαν ημών ιστορίαν συνδέεται η ιστορία του Ελληνισμού της Ρωσίας, αλλά και με την ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος συνδέεται στενώτατα, και αυτή δε η ιδέα της συστηματικής οργανώσεως των ενεργειών δια την ανεξαρτησίαν του Έθνους, ύστερα από πολλών αιώνων δουλείαν, εγεννήθη και εξεκολάφθη εις τα σπλάχνα του Ελληνισμού της Ρωσίας».
H παρουσία των Ελλήνων στο Bόρειο Eύξεινο Πόντο στις ρωσικές ακτές ανάγεται στα μυθικά χρόνια και συνδέεται με τα ονόματα του Προμηθέα, του Φρίξου, του Hρακλή, των Aργοναυτών και άλλων μυθικών ηρώων, γεγονός που αποδεικνύει ότι η περιοχή ήταν γνωστή στους ελληνικούς πληθυσμούς. Γύρω στην πρώτη χιλιετία τοποθετείται η πραγματοποίηση των πρώτων ταξιδιών, ενώ δύο αιώνες αργότερα, οι προσωρινοί αυτοί εμπορικοί σταθμοί άρχισαν να γίνονται μόνιμα κέντρα. Περισσότερες από 75 ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν σε όλο τον Eύξεινο Πόντο από τον 8ο ως τον 6ο π.X. αιώνα, και συμμετείχαν σε συνεργασία με τους γηγενείς λαούς, στην οικονομική και πολιτιστική ζωή της ευρύτερης περιοχής.Η ανάπτυξη και η εξέλιξη των ελληνικών πόλεων στη διάρκεια της Bυζαντινής αυτοκρατορίας και της μεταβυζαντινής εποχής ενώ ο εκχριστιανισμός των Pώσων βοήθησε την ιστορική πορεία του ελληνικού και ρωσικού λαού.
Πέρα από τις πρώτες εγκαταστάσεις των αρχαίων και βυζαντινών Eλλήνων στον βόρειο ανατολικό Eύξεινο Πόντο, ο Kαύκασος, η Γεωργία, η Nότια και η μεσημβρινή Pωσία αλλά και οι Παραδουνάβιες περιοχές, γίνανε σ' όλη τη διάρκεια της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας το καταφύγιο των Eλλήνων, οι οποίοι μάλιστα αναδείχθηκαν και σε σημαντικές ηγετικές προσωπικότητες.
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και της Tραπεζούντας το 1461 ανοίγει το δρόμο της εξόδου προς την ελευθερία, για όλο τον υπόδουλο ελληνισμό και χιλιάδες κατέφυγαν στις περιοχές του Kαυκάσου, του Aντικαυκάσου και όλης της Pωσίας, για να γλιτώσουν από τους Oθωμανούς.
Oι Συνθήκες του Kιουτσούκ- Kαϊναρτζή (1774) και του Aϊναλή- Kαβάκ (1779) αποτελούν σταθμό στην ανάπτυξη των ελληνορωσικών σχέσεων, αφού οι Έλληνες εκμεταλλεύθηκαν τις δυνατότητες που τους έδωσαν οι συνθήκες, αφού η Pωσία αναγνωριζόταν από τους Οθωμανούς ως προστάτιδα δύναμη των χριστιανών υπηκοών του.
Η ελληνική επανάσταση δημιουργεί συνθήκες για να αναπτυχθεί νέο κύμα μετανάστευσης από τον Πόντο στη Ρωσία, ενώ στη χώρα αναπτύσσεται ένα φιλελληνικό κίνημα για την Eλληνική Eπανάσταση και τον Eλληνικό λαό γενικά. Oι ελληνικές κοινότητες που υπήρχαν σχεδόν σε όλες τις πόλεις της Pωσίας έγιναν πραγματικές εστίες προετοιμασίας του απελευθερωτικού αγώνα.
Αργότερα, ο Kριμαϊκός πόλεμος 1853-1856, η αποκάλυψη των Kρυπτοχριστιανών, η υποταγή και η μετακίνηση το 1864 των μουσουλμάνων από τον Kαύκασο στον Πόντο επιδείνωσαν τη θέση των Ελλήνων με αποτέλεσμα οι κάτοικοι πολλών ελληνικών χωριών να πάρουν το δρόμο της σωτηρίας ξανά προς τη Pωσία.
H μαζικότερη εγκατάσταση πληθυσμών από τον Πόντο στη Ρωσία έγινε αμέσως μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1876-1878 και υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 100.000 Έλληνες εγκατέλειψαν τον Πόντο αυτήν την περίοδο. Η αναγκαστική έξοδος των Eλλήνων του Πόντου προς τη Pωσία συνεχιζόταν ασταμάτητα, με το μεγαλύτερο κύμα φυγής να πραγματοποιείται στις αρχές του 1918 μετά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων. Yπολογίζεται ότι φύγανε περίπου 85.000 Έλληνες στις περιοχές της Γεωργίας και της Pωσίας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ελληνικών διπλωματικών αρχών και των ελληνικών κοινοτήτων της Pωσίας (Πανελλήνιο Συμβούλιο των εν Pωσία Eλλήνων) το 1918 ο ελληνικός πληθυσμός ξεπερνούσε τις 700.000.
Τα τελευταία χρόνια της περιόδου 1917-1937, όπου οι σοβιετικές αρχές ευνόησαν την ανάπτυξη της συνείδησης των Ελλήνων, εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια ενάντια στα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων, καθώς η σταλινική πολιτική σ' αυτό το ζήτημα μεταβάλλεται. Την περίοδο 1937-1939 οι διώξεις κορυφώνονται και αποκτούν και εθνικό χαρακτήρα και η ελληνική γλώσσα ως στοιχείο της εθνικής ταυτότητας απαγορεύεται. Τα ελληνικά σχολεία κλείνουν και η διάσωση και της ελληνικής γλώσσας και ποντιακής διαλέκτου περιορίζεται στην οικογένεια. Η αλλαγή στη σοβιετική πολιτική δίνει στα τέλη της δεκαετίας του 1980 τη δυνατότητα πολλοί Έλληνες να έλθουν στην Ελλάδα, μεταναστευτικό ρεύμα που εντάθηκε μετά το 1991. Σήμερα, μετά από μια μεγάλη παρουσία στο χώρο της Ρωσίας και της πρώην ΕΣΣΔ, πολλοί Έλληνες ποντιακής καταγωγής σήμερα ζουν στην Ελλάδα, αντιμετωπίζοντας μεγάλα προβλήματα ένταξης και άγνωστος αριθμός σε αμιγής ή σε μικτές οικογένειες, συνεχίζει τη διαβίωσή του εκεί, με αρκετά και μεγάλα προβλήματα αλλά και θέληση να παραμείνει.
Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης οι οποίοι κατόρθωσαν και διατήρησαν την ταυτότητά τους παρά τις δυσκολίες, με τέτοιες συναντήσεις, όπως αυτή που συγκέντρωσε χιλιάδες Έλληνες ποντιακής καταγωγής από όλη τη Ρωσία, αποδεικνύει ότι μπορεί να επιβιώσει. Όχι μόνο ως μέρος μίας ζωντανής πολιτισμικής κοινότητας, αλλά ως ολότητα ελληνικού λαού, ποντιακής καταγωγής, με παρουσία και δραστηριότητα για την ανάδειξη του Ποντιακού ζητήματος στη Ρωσία.
www.malkidis.info

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Griechischsprachige Pontier: Ömer Asan (dt Untertitel)

Οι ποντιόφωνοι πληθυσμοί στην Τουρκία σήμερα

Θεοφάνης Μαλκίδης
Μέρος της εισήγησης του Θεοφάνη Μαλκίδη στο 6ο Παγκόσμιο Συνέδριο για την ελληνική γλώσσα. Κοριλιάνο του Οτράντο. Ιταλία- Οκτώβριος 2005
1.Η ιστορία Κρυπτοχριστιανούς στον Εύξεινο Πόντο συναντάμε από το 1650, εξαιτίας του φανατισμού ορισμένων Ντερεμπέηδων, την περίοδο που η Οθωμανική Αυτοκρατορία χωρίζεται σε Νερεμπεηλίκια, δηλαδή σε τιμάρια ή θέματα. Οι επικεφαλής αυτών των περιοχών, σε πολλές περιπτώσεις έδειξαν φανατισμό, ο οποίος εκφράστηκε με καταπίεση των Χριστιανών και εξαναγκασμό τους να εξισλαμιστούν. Οι πρώτοι εξισλαμισμοί ελληνικών πληθυσμών του Πόντου σημειώνονται στην περιοχή του Όφεως, ακολουθούν οι περιοχές των Σουρμένων, Αργυρούπολης, Τόνιας και άλλες. Δημόσια οι κρυπτοχριστιανοί εμφανίζονταν με την αμφίεση μουσουλμάνων και εκτός οικίας συμμετείχαν σε ισλαμικές τελετές σαν να ήταν γνήσιοι μουσουλμάνοι.
Ταυτόχρονα όμως βρισκόταν σε χώρους, όπου κρυφοί ιερείς έκαναν λειτουργίες και όλα τα μυστήρια της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Οι κρυπτοχριστιανοί απέφευγαν τα συνοικέσια με μουσουλμάνους με διάφορα προσχήματα, και έτσι οι γάμοι συνεχίζονταν μεταξύ τους. Αυτό κράτησε έως το Φεβρουάριο του 1856. τότε υπό την πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο Σουλτάνος υπέγραψε το Χάτι-Χουμαγιούμ, με το οποίο κάθε Οθωμανός υπήκοος ήταν ελεύθερος να αλλάξει θρησκεία χωρίς να κινδυνεύει η ζωή του. Ο πρώτος που παρουσιάστηκε το Μάιο του 1856 για να ασπαστεί εκ νέου το Χριστιανισμό ήταν ο φύλακας του ιταλικού Προξενείου της Τραπεζούντας, ο Πεχλίλ Τεκίογλου. Από το 1856 έως το 1910 όταν και άλλαξε αυτή η πολιτική με τον πανμουσουλμανική πολιτική των Νεότουρκων, έγινε η αποκάλυψη όλων των Κρυπτοχριστιανών του Πόντου και ολόκληρα χωριά γύρισαν στο Χριστιανισμό.
2. Η σημερινή κατάσταση για τους κρυπτοχριστιανούς- ΠοντιόφωνουςΟ διωγμός των Ελλήνων μετά την τέλεση του εγκλήματος της γενοκτονίας, άφησε τους πληθυσμούς αυτούς χωρίς επαφή τόσο με το ελληνικό στοιχείο όσο και με την Εκκλησία, με εξαίρεση αυτούς που μετανάστευσαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και δημιούργησαν ισχυρές οινότητες, οι οποίες διατήρησαν και διατηρούν τις παραδόσεις και κυρίως την ποντιακή διάλεκτο. Όμως παρά την απουσία επαφής και την σχεδιασμένη πολιτική βίαιης ενσωμάτωσή τους στην τουρκική κοινωνία, και την αμέλεια της Ελλάδας, αυτοί οι πληθυσμοί διατηρούν σήμερα στοιχεία ελληνικής συνείδησης, τα οποία αρχίζουν να αναζητούν από τη δεκαετία του 1970, όταν συμμετείχαν με μεγάλο αριθμό στο μεταναστευτικό κύμα από την Τουρκία προς τη Δυτική Ευρώπη. Εκεί συναντούνται με τους Έλληνες ποντιακής καταγωγής μετανάστες και σταδιακά αποκαθίστανται οι πρώτες επαφές, μέσω της αναλλοίωτης στους αιώνες γλώσσα, των εθίμων, των παραδόσεων, του χορού και του τραγουδιού και άλλων στοιχείων. Ταυτόχρονα η επαφή των κρυπτοχριστιανών- ελληνόφωνων με τους Πόντιους της Ελλάδας, ενισχύεται από την προσπάθεια ανάδειξης του ποντιακού ζητήματος σε όλες τις διαστάσεις του στον ελλαδικό χώρο, και την διοργάνωση των πρώτων επισκέψεων στον Πόντο.
Σήμερα στην Τουρκία υπάρχουν δεν υπάρχουν Κρυπτοχριστιανοί, με την έννοια των πιστών. Υπάρχουν όμως οικογένειες οι οποίες είχαν ελλειμματικό θρησκευτικό συναίσθημα και παρέμειναν στον ποντιακό χώρο για πολλούς λόγους. Σήμερα ο (άγνωστος) αυτός αριθμός Ελληνόφωνων μουσουλμάνων- κρυπτοχριστιανών, με πρωτοπορία την σπουδάζουσα νεολαία στην προσπάθειά της να βρει απαντήσεις για την καταγωγή, τον πολιτισμό, την ιστορία, την ταυτότητα πορεύονται ένα δύσκολο δρόμο αυτογνωσίας και αναζήτησης ταυτότητας. Για τη σημερινή κατάσταση σε ότι αφορά αριθμητικά δεδομένα των κρυπτοχριστιανών- Ελληνόφωνων μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Έτσι στα Σούρμενα, της πρωτεύουσας της περιοχής με 19 χωριά, τα 5 είναι αμιγώς ελληνόφωνα σήμερα.
Η περιοχή Γκαλιάν (η αρχαία Γαλλίαινα) αποτελείται από 18 χωριά και οικισμούς. Οι μισοί κάτοικοι της περιοχής είναι εξισλαμισθέντες ντόπιοι και οι μισοί έχουν μετεγκατασταθεί από τα χωριά Καλλίστη και Αρχάγγελος της περιοχής Σουρμένων την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Η περιοχή Τσαϊκαρά (το Κατωχώριον) είναι αμιγώς ελληνόφωνη περιοχή, η πολυπληθέστερη σ΄ όλο το τουρκικό κράτος και η τελευταία που έχει εξισλαμισθεί (τέλη 19ου αιώνα), με αρκετά αναπτυγμένο το θρησκευτικό αίσθημα των κρυπτοχριστιανών. Η περιοχή Οφ (ο αρχαίος Όφις) αποτελείται από 49 χωριά. Και τα 49 χωριά ήταν πλήρως ελληνικά, σήμερα όμως μόνο ένα το Ερενκόι παραμένει ελληνόφωνο. Για την ταυτότητα και τη ελληνική γλώσσα των πληθυσμών της περιοχής έχουν γίνει αναφορές και σε τουρκικό περιοδικό, το Aktuel (1992) οποίο τονίζει ότι «τα ίχνη της ορθόδοξης παράδοσης είναι ολοφάνερα και εδώ όλοι μιλούν Ποντιακά....Το ρωμαίικο και το ορθόδοξο είναι φανερό».
Η Άνω Ματσούκα αποτελείται από 8 χωριά στο πέρασμα της Ζύγανας με κέντρο το Χαψικόι. Πρόκειται για ελληνοχριστιανικά χωριά των οποίων η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού προέρχεται από ελληνόφωνους εποίκους από την περιοχή Τόνιας που εγκαταστάθηκαν μετά το 1924.
Η περιοχή Τόνιας (η αρχαία Θοανία) αποτελείται από 18 χωριά, εκ των οποίων 7 αμιγώς ελληνόφωνα. Για το ζήτημα της καταπίεσης της μητρικής γλώσσας και της μη ελεύθερης χρήσης της έχουν γίνει παρεμβάσεις από τη μη κυβερνητική οργάνωση «Διεθνής Ένωση για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών», με γραπτή έκθεσή της προς τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) και προς το Γραφείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) στην Ελβετία, ενώ προφορική παρέμβαση στην 58η συνεδρίαση της επιτροπής του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα έγινε για το ίδιο θέμα και από τη γαλλική μη κυβερνητική οργάνωση «MRAP - Κίνηση ενάντια στο ρατσισμό - για τη φιλία ανάμεσα στους λαούς».
Η μη κυβερνητική οργάνωση της Διεθνούς Ένωσης για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών, έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις συστηματικές προσπάθειες εξαφάνισης της ποντιακής διαλέκτου, ως της πλησιέστερης προς την αρχαία ελληνική ομιλούμενης σήμερα γλώσσας, αλλά και στις διώξεις εις βάρος Ποντίων διανοουμένων, όπως του συγγραφέα Ομέρ Ασάν, που έχει γράψει το έργο «Πολιτισμός του Πόντου». Περιγράφοντας αυτή την κατάσταση, η Διεθνής Ένωση για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών επιθυμεί να επιμείνει στην ανυπαρξία ελευθερίας έκφρασης των Ποντίων, στη σημερινή Τουρκία, στη πληροφόρηση για τις συνθήκες ζωής αυτού του λαού, αφού διεθνής κοινότητα οφείλει να γνωρίζει αυτή την κατάσταση, αφού παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση της άρσης της διάκρισης εναντίον αυτού του πληθυσμού, αποτελούν ένα βήμα προς τη διαφύλαξη ενός ζώντος πολιτισμού, ο οποίος έχει εμπλουτίσει την ανθρωπότητα.
Θεοφάνης Μαλκίδης Λέκτορας Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ: Απάντηση στον συνειδητά Ανθέλληνα Νάσο Θεοδωρίδη




Αρθρογράφος Νάσος Θεοδωρίδης




Ο μύθος της ¨γνήσιας ελληνικότητας¨ των Ποντίων"Οι αυτοαποκαλούμενοι Πόντιοι είναι το εκχριστιανισμένο σκέλος της παρακαυκάσιας ιθαγενούς φυλής των Μουσουλμάνων Λαζών που αποπέμφθηκε στην Ελλάδα το 1923 βάσει της συνθήκης της Λωζάνης.Το δέυτερο και πλειοψηφόν σκέλος των Λαζών παρέμεινε στο Λαζιστάν (Πόντος) επειδή ασπάζεται το Μουσουλμανικό θρήσκευμα.………………………..Ταυτιζόμενοι φυλετικά με τους Πόντιους, οι Λαζοί αποτελούνε γηγενή λαό της ΒΑ Τουρκίας με Καυκάσια καταγωγή και ιδιάζουσα γλώσσα που μοιάζει με την Γεωργιανή.……………………………Η ιστορία ουδέποτε ανέδειξε Ελληνοποντιακή εθνότητα."




Η απάντηση του Γιώργου Πολυχρονίδη




Εάν δεν είναι μισθοδοτούμενος πράκτορας της Τουρκικής ΜΙΤ, το γελοίο αυτό υποκείμενο, είναι τελείως δογματικός εμπαθής και ενοχικός βλάξ. Αγνοεί στοιχειωδώς την Ιστορία του Πόντου. Η τοποθέτησή του είναι άκρως αντιεπιστημονική.Είναι αυτός που θεωρούσε πώς δεν έπρεπε να πολεμήσουμε τους Ιταλούς το 40, διότι δεν άξιζε τον κόπο τόσο αίμα...Από το επώνυμο, υποθέτω πώς έχει προσφυγική, πιθανώς Ποντιακή καταγωγή, την οποία μισεί σαν το διάολο το λιβάνι.Θεωρώντας ότι κάνει "αντιεθνικιστικό αγώνα", δέχεται να συνταχθεί με τον χειρότερο εθνικισμό του κόσμου, τον Τουρκικό που βάσισε την ύπαρξη του "Έθνους" του στην πρώτη κρατικά αποφασισμένη γενοκτονία του 20ου αιώνα. Κάνει δηλώσεις στις Τουρκικές εφημερίδες και αναμασά τα ευτελέστερα επιχειρήματα των Τουρκικών μυστικών Υπηρεσιών.Πρίν απο μερικά χρόνια, η Τουρκία όρισε τον κίνδυνο απόκτησης Ελληνικής συνείδησης από τους Ελληνόφωνους (Ποντιόφωνους) μουσουλμάνους του Πόντου, σαν τον υπ' αρίθμ. 2 δυνητικό κίνδυνο ασφαλείας, μετά το Κουρδικό, παρά τις έμπρακτες διαβεβαιώσεις του Ελληνικού κράτους πως αποτάσσεται τους μουσουλμάνους Ρωμαίους Πόντιους, των περιοχών Τόνιας (Θοανίας) Τραπεζούντος, Όφεως Τραπεζούντος, και Σουρμένων (Μπέσκιοϊ= πενταχώρι).Μετ΄ επιτάσεως, το Τουρκικό κράτος, διακίνησε την ιδέα πως δεν υπάρχουν διακριτές εθνότητες στην περιοχή του Πόντου, αλλά πως όλες οι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες είναι παραλλαγές της "Μαυροθαλασσίτικης" πολιτισμικής απόχρωσης του Τουρκικού Έθνους.Τα επιχειρήματα που διακινεί ο ανωτέρω πρακτορίσκος, είναι βγαλμένα απο το σαθρό και γελοίο κρατικό Τουρκικό οπλοστάσιο.Η αλήθεια είναι η εξής:1. Οι Χριστιανοί Πόντιοι της Ελλάδας και οι Μουσουλμάνοι Ελληνόφωνοι Πόντιοι της Τουρκίας, προέρχονται απο τους Έλληνες που αποίκισαν την Σινώπη τουλάχιστον το 700 π.χ. Τό μαρτυρεί η Γλώσσα τους και τα ήθη τους.2. Οι μουσουλμάνοι Ελληνόφωνοι Πόντιοι της Τουρκίας, εκμουσουλμανίστηκαν δια της βίας γύρω στο 1600. Πολλές οικογένειες θυμούνται ακόμα το Ελληνικό τους επίθετο.3. Οι Λαζοί του Ανατολικού Πόντου, είναι οι αρχαίοι Κολχοί, Μεγρελικής καταγωγής (Γεωργιανό φύλο).4. Υπάρχουν κοινές παραδόσεις μεταξύ Λαζών, Ελλήνων Χριστιανών Ποντίων, και Τουρκων πολιτών μουσουλμάνων Ελληνόφωνων ποντίων. Μουσικές, ενδυματολογικές, κλπ. Οι βασικές παραδόσεις που τους διαφοροποιούν, είναι η γλώσσα και η θρησκεία. Οι Λαζοί είναι μουσουλμάνοι και έχουν δική τους ξεχωριστή γλώσσα. Η ανταλλαγή των πληθυσμών έγινε βάσει της θρησκείας. Η γλώσσα όμως, ως φορέας παραδόσεων, κοσμοαντίληψης και τρόπου ζωής, είναι ίσως ο σημαντικότερος παράγων αυτοπροσδιορισμού. Βάσει της γλώσσας, οι Ποντιόφωνοι μουσουλμάνοι αυτοπροσδιορίζονται ως "Ρωμαίοι", και ολοένα και περισσότεροι τα τελευταία χρόνια συνειδητοποιούν την σχέση του Ρωμαίος με το Έλληνας. Και δεν εννοώ με το Ελληνικό κράτος, αλλά με τον Ελληνισμό.5. Κάποια παρεξήγηση προέκυψε από την αναφορά ημών των Ελλήνων Ποντίων ως "Λαζών", και το λάθος κάποιων ανιστόρητων δικών μας να αποδεχθούν την ονομασία. Η αγράμματη γιαγιά μου, που ήρθε πρόσφυγας από τον Πόντο, όταν άκουγε να μας αποκαλούν λαζούς, εξεγείρονταν και έλεγε: 'Εμείς κ' είμες Λάζ'. Εμείς είμες Ρωμαίοι". Δηλαδή, πρός Θεού βρέ παιδιά, εμείς δεν είμαστε Λαζοί, εμείς είμαστε Έλληνες."





Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Η προσπάθεια για ελληνο-αρμενική συνομοσπονδία (1918-1921)

To κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή τη συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας που υπεγράφη πριν μερικά χρόνια μεταξύ της Ελλάδας και της Αρμενίας
Η πολιτική σημασία της στρατιωτικής συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδας και της Αρμενίας είναι μεγάλη. Aπόδειξη τούτου ήταν η αντίδραση της Τουρκίας, η οποία ένοιωσε απειλούμενη από την σύμπραξη των δύο ιστορικών εθνών της περιοχής μας. Δεν είναι ασήμαντο το γεγονός ότι ο γεωγραφικός χώρος που καταλαμβάνει η σημερινή Τουρκία ανήκε πριν την έλευση των Τούρκων από την Κεντρική Ασία στους Έλληνες και στους Αρμένιους. Επιπλέον οι Έλληνες και οι Αρμένιοι υπήρξαν τα θύματα των εθνικών εκκαθαρίσεων στην Μικρά Ασία και στην Ανατολία στις αρχές του αιώνα μας προκειμένου να δημιουργηθεί η σύγχρονη Τουρκία.
Οι Έλληνες και οι Αρμένιοι συναντήθηκαν πολιτικά και στις αρχές του αιώνα, όταν βάδισαν το δρόμο της χειραφέτησής τους συγκρουόμενοι με το τουρκικό κράτος. Η ελληνική παρέμβαση στον χώρο του Καυκάσου έγινε μέσω της δράσης των πολυάριθμων ελληνικών πληθυσμών του Πόντου και των πολιτικών στόχων για δημιουργία δεύτερου ελληνικού κράτους στην περιοχή.
Οι σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων και των Αρμενίων δεν ήταν πάντοτε καλές. Πολλές φορές πολέμησαν μαζί κατά του κοινού εχθρού αλλά υπήρχαν και φορές που συγκρούστηκαν με μεγάλη ένταση.
Οι Ελληνες της Αρμενίας
Μετά την κατάρρευση της τσαρικής Ρωσίας, τον Μάρτιο του 1917, δημιουργήθηκε στον Καύκασο η Αρμενική Δημοκρατία. Στα εδάφη της κατοικούσαν πολυάριμοι εληνικοί πληθυσμοί, κυρίως στις περιοχές Καρς και Αρνταχάν. Ο ελληνικός πληθυσμός οργανώθηκε στο “Εθνικό Συμβούλιο Ελλήνων” και αγωνίστηκε με κάθε τρόπο για την αυτονομία του και την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Η κατάσταση που επικρατούσε στη νεαρή αυτή Δημοκρατία ήταν σχεδόν χαώδης. Οι επιδρομές των Τούρκων και το πλήθος των προσφύγων δημιουργούσε αξεπέραστες δυσκολίες. Ο ελληνικός πληθυσμός για να αντιμετωπίσει όλα αυτά τα προβλήματα συσπειρώθηκε γύρω από τις οργανώσεις του. Οπως προκύπτει από τα αρχεία του Εθνικού Συμβουλίου Ελλήνων της Αρμενίας, από παντού έφταναν διαμαρτυρίες των ελληνικών κοινοτήτων για την στάση της Αρμενικής κυβέρνησης. Το κύριο ζήτημα που αντιμετώπιζαν ήταν η αποτροπή της βίαιης επιστράτευσης. Η πίεση αυτή ενίσχυσε τις τάσεις μετανάστευσης που είχαν εμφανιστεί στον ελληνικό πληθυσμό.
Στις 14 Ιουλίου 1918 συγκλήθηκε στο Καρς το Α’ Συνέδριον των Ελλήνων της Αρμενικής Δημοκρατίας. Το Συνέδριο διαπίστωσε ότι ο ελληνικός πληθυσμός βρισκόταν τους 5 τελευταίους μήνες σε πόλεμο με οπλισμένες ομάδες Κούρδων. Δεν αποδέχθηκε την επιστράτευση που προωθούσε η αρμενική κυβέρνηση και απαιτούσε δικαιώματα αυτοδιοίκησης και διεύρυνση των δικαιωμάτων του Εθνικού Συμβουλίου.
Η προέλαση των Τούρκων, ως αποτέλεσμα της συνθήκης του Μπρέστ Λιτόφσκ μετέφερε σε άλλο σημείο το κέντρο βάρους. Άρχισε η φυγή των 70.000 Ελλήνων προς το Βορρά. Η αποχώρηση την περιοχή του Κυβερνείου του Καρς δεν έγινε παντού ομαλά. Σε μερικές περιοχές παρατηρήθηκαν, εκτός από τις συγκρούσεις με τα άτακτα σώματα των μουσουλμάνων και συγκρούσεις των ελληνικών και των αρμενικών δυνάμεων με αποκορύφωμα τα γεγονότα που έγιναν στο χωριό Καράκλησσέ. Η αφορμή δόθηκε από την απαίτηση των Αρμενίων για παραχώρηση αλόγων. Η άρνηση των Ελλήνων οδήγησε σε σκληρή μάχη με πολλά θύματα και από τις δύο πλευρές. Η κατάληψη του χωριού από τα αρμενικά στρατεύματα ακολουθήθηκε από σφαγή του εναπομείναντος πληθυσμού.
Οι δραματικές εξελίξεις με την προέλαση των Τούρκων, συνδυασμένες με την αδυναμία συνεννόησης των Ελλήνων και Αρμενίων για κοινή στρατιωτική δράση, όπως φάνηκε από το περιστατικό της Καρακλησέ, οδήγησε στη διάλυση την ελληνική στρατιωτική οργάνωση.

[Η προτεινόμενη ελληνο-αρμενική συνομοσπονδία. Το παραλιακό τμήμα του νέου κράτους θα περιλάμβανε τον ανατολικό Πόντο, ενώ ο δυτικός θα εντασσόταν στο υπό δημιουργία τουρκικό εθνικό κράτος. Η ρύθμιση αυτή σχεδιαζόταν να αλλάξει, προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων και εις βάρος των τουρκικών, από τον βρετανικό παράγοντα την περιόδο που προηγήθηκε των εκλογών του Νοεμβρίου του '20 στην Ελλάδα και επανέφεραν στην εξουσία την παλιά φιλογερμανική παράταξη.]
Μετά τον πόλεμο!
Η ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων το Νοέμβριο του 1918 αναζωπύρωσε τις ελπίδες των Αρμενίων και των Ελλήνων του Πόντου, για επίλυση του εθνικού ζητήματος. Οι ελληνοαρμενικές σχέσεις, εάν εξαιρέσουμε την περιοχή του Καρς, ήταν θαυμάσιες. Σε πολλά μέρη οι Ελληνες και οι Αρμένιοι τελούσαν από κοινού μνημόσυνα για τους “κατά τους διωγμούς του πολέμου διαρκούντος απολεσθέντων”. Στην Ευρώπη οργανώθηκαν κοινά ελληνοαρμενικά συλλαλητήρια “προς απελευθέρωσιν Ελλήνων και Αρμενίων Μικράς Ασίας”.
Το ποντιακό κίνημα έθεσε το ζήτημα της δημιουργίας ελληνικού κράτους στον Πόντο. Η Εθνοσυνέλευσις του Πόντου, η “Ανατολική Βουλή του Ελληνισμού” όπως αποκλήθηκε, αποφάσισε ότι “το συμφέρον της πατρίδος απαιτεί την οριστικήν αναγνώρισιν της ελευθερίας του Πόντου και την δημιουργία Ελληνικού ανεξαρτήτου κράτους”.
Άρχισε ο επίσημος διάλογος μεταξύ Ελλάδας και Αρμενίας για την αμοιβαία υποστήριξη των αιτημάτων στα συνέδρια της ειρήνης. Οι Αρμένιοι δήλωναν υποστήριξη στις ελληνικές διεκδικήσεις “επί της Κωνσταντινουπόλεως, Σμύρνης και βιλαετίου Τραπεζούντος”.
Πολύ σύντομα παρατηρήθηκε αλλαγή της στάσης και οι Αρμένιοι άρχισαν να διεκδικούν έξοδο του αρμενικού κράτους στον Εύξεινο Πόντο. Η διεκδίκηση της περιοχής Τραπεζούντας από τους Αρμενίους κατέστη πρόδηλος και η κίνηση των Ελλήνων του Πόντου για ανεξαρτησία θεωρήθηκε ότι συνιστούσε “διάθεσιν επιθετική κατά των Αρμενίων”. H επίσημη θέση της Ελλάδας στην αρχή του 1919 ήταν η υποστήριξη της ανεξαρτησίας της Αρμενίας συμπεριλαμβομένης της περιοχής Τραπεζούντας. Ο Βενιζέλος δήλωνε ότι συμφωνεί με την ενσωμάτωση του βιλαετίου Τραπεζούντας στο αρμενικό κράτος.
Οι δηλώσεις αυτές “έγιναν πρόξενοι αλγεινών εντυπώσεων εις Ποντίους”. Σφοδρή υπήρξε η αντίδραση των ποντιακών οργανώσεων στην τοποθέτηση αυτή. Oι οργανώσεις των Ελλήνων του Πόντου κατέκλυσαν το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος με πλήθος καταγγελιών και τηλεγραφημάτων διαμαρτυρίας. Από τη Μασσαλία, το Λονδίνο, το Αλγέρι, τη Νέα Υόρκη, τη Νεβάδα, το Νιου Τζέρσεϋ κ.λπ. καταγγέλουν “την προβαλλόμενη ιδέα καθ’ ήν η πατρίς ημών φέρεται περιλαμβανομένη εντός μέλλοντος αρμενικού κράτους”. Διακήρυσσαν ότι “Ο Εύξεινος Πόντος υπήρξε πάντοτε χώρα ανεξάρτητος μέλλεται δε να ζήση εκ νέου ελεύθερος απαλασσόμενος της τουρκικής κυριαρχίας”.
Ως αποτέλεσμα των αντιδράσεων αυτών άλλαξε η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης. Επιλλέχθηκε η πολιτική της ενεργούς ανάμιξης στα πράγματα του Πόντου και του Καυκάσου και αποστάλθηκαν ο συνταγματάρχης Δ. Καθενιώτης και ο Ι. Σταυριδάκης στην περιοχή. Στα πλαίσια του ελληνικού στρατού άρχισε παράλληλα η συγκρότηση ποντιακών ταγμάτων με στόχο την αποστολή τους στον Πόντο.
Μετά την απόβαση του Κεμάλ στις 19 Μαϊου 1919 στη Σαμψούντα και τη συγκρότηση του τουρκικού εθνικιστικού στρατού, οι συγκρούσεις άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Οι άτακτες συμμορίες των Τούρκων ληστών και φυγόδικων νομιμοποιήθηκαν. Ο Χρύσανθος με υπόμνημά του προς τον Βρεττανό πρωθυπουργό ζήτησε ενίσχυση του ποντιακού κινήματος. Η γενικώτερη όμως στάση των συμμάχων ήταν αρνητική. Οι Τούρκοι φοβόνταν το ποντιακό κίνημα καθώς και την πιθανότητα ενίσχυσής του από την Ελλάδα. Στον Καύκασο άρχισαν μεγάλες συγκρούσεις με τους άτακτους μουσουλμάνους. Τα ελληνικά χωριά βρέθηκαν ξανά σε κίνδυνο. Οι Αρμενικοί πληθυσμοί αντιμετώπιζαν και πάλι τον κίνδυνο της γενοκτονίας λόγω της εξέγερσης των ντόπιων μουσουλμάνων.
Οι προτάσεις
Στην Ελλάδα απορρίφθηκε από την κυβέρνηση η αγωνιώδης πρόταση των Ποντίων για επέμβαση, την χρηματοδότηση της οποίας αναλάμβαναν οι ίδιοι.. Ο Ι. Σταυριδάκης με υπόμνημά του από την Τιφλίδα θεωρούσε ρεαλιστική και επιβεβλημένη την ελληνική επέμβαση στον Πόντο και πρότεινε την αποστολή ελληνικού στρατού στην περιοχή με στόχους την απελευθέρωση μιας “ελληνικής επαρχίας οία ο Πόντος”, την περικύκλωση του τουρκικού στρατού και την επιβεβαίωση του ρόλου της Ελλάδας στο χώρο της Υπερκαυκασίας.
Ο Ι. Σταυριδάκης θεωρούσε ότι η ιστορική συγκυρία προσέφερε μια μοναδική ευκαιρία στην Ελλάδα για να κατοχυρώσει τη θέση της στην περιοχή και να απελευθερώσει τον κατεχόμενο Πόντο.
Το Νοέμβριο του 1919 ο Σταυριδάκης τηλεγράφησε στην Αθήνα αναφέροντας ότι μόνο με τη στρατιωτική συνεργασία του ελληνικού και του αρμενικού στοιχείου μπορεί να αντιμετωπιστεί η κατάσταση. Μετέφερε προς την ελληνική κυβέρνηση την πρόταση του Υπατου Αρμοστή των συμμάχων στην Αρμενία συν/ρχη Χάσκελ, την αποστολή 10.000 τουφεκιών σημειώνοντας παράλληλα ότι η αρμενική κυβέρνηση αποδέχτηκε τον εξοπλισμό των ντόπιων Ελλήνων. Τα όπλα αυτά μεταφέρθηκαν με το πλοίο “Ελευθερία”. Τον ίδιο μήνα ο συν/χης Δ. Καθενιώτης πρότεινε στον Βρεττανό πρέσβυ στην Αθήνα να αποσταλεί στο Βατούμι το τάγμα Ποντίων που είχε δημιουργηθεί στα πλαίσια του ελληνικού στρατού. Τον Ιανουάριο επαναλαμβάνει τις προτάσεις του στο Βρεττανό Αρμοστή του Βατούμι για μια ελληνο-βρεττανική επέμβαση κατά των Τούρκων εθνικιστών και των μπολσεβίκων. Η πρόταση αυτή συναντά την άρνηση της βρεττανικής πλευράς.
Με αφορμή την Βρεττανική άρνηση, ο Ε. Βενιζέλος άλλαξε και πάλι άποψη για το ποντιακό ζήτημα και έσπευσε να δηλώσει: “…θεωρώ όλως απίθανον ότι θα ληφθεί περί τούτων (σ.τ.σ. των Ελλήνων του Πόντου) ειδική πρόνοια, πλην των γενικών εγγυήσεων, ως ζητούν να επιτύχουν υπέρ των ξένων εθνοτήτων, όσαι θα παραμείνωσιν υπό Τουρκικήν Κυριαρχίαν”.
Οι δηλώσεις του Ε. Βενιζέλου προκάλεσαν την άμεση αντίδραση των στελεχών του ποντιακού κινήματος. Ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος τον χαρακτήρισε ”απληροφόρητο στο ζήτημα του Πόντου“.
Ελληνο-αρμενική συνομοσπονδία.
Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν τους Πόντιους στο να υιοθετήσουν τη γραμμή της Αθήνας και να αντιμετωπίσουν ενιαία το ζήτημα Πόντου-Αρμενίας. Η γραμμή της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να επιδιωχθεί πάσει θυσία συμφωνία με τους Αρμενίους. Στο πλαίσιο αυτό αποστάλθηκε βοήθεια στον αρμενικό στρατό.
O Χρύσανθος, εκπροσωπώντας τις ποντιακές οργανώσεις, πήγε πρώτα στην Τιφλίδα για συνομιλίες με τους Γεωργιανούς ηγέτες και κατόπιν στην αρμενική πρωτεύουσα Εριβάν. Εκεί, από τις 10 ως τις 16 Ιανουαρίου 1920, πήρε μέρος σε συνδιάσκεψη με την αρμενική κυβέρνηση. Η συμφωνία υπογράφηκε από τον Αρμένιο πρωθυπουργό Χατισιάν και τον Μητροπολίτη Χρύσανθο. Παράλληλα Αρμένιοι αξιωματικοί και ο συνταγματάρχης Καθενιώτης υπέγραψαν στρατιωτική συμφωνία. Η πολιτική συμφωνία πρόβλεπε ομοσπονδία Ελλήνων και Αρμενίων. Η στρατιωτική συμφωνία πρόβλεπε για τα ελληνικά στρατεύματα που επρόκειτο να επιβιβαστούν στην Τραπεζούντα, την προώθησή τους ως το Ερζερούμ με στόχο την προστασία του ελληνικού στοιχείου. Παράλληλα ο αρμενικός στρατός θα υπεράσπιζε τα σύνορα του Καυκάσου.
Τα δύο μέρη δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν στις λεπτομέρειες. Οι Ελληνες πρότειναν συνομοσπονδία Πόντου-Αρμενίας με την εξής διατύπωση: “Ο Πόντος, ο οποίος συνίσταται εκ του βιλαετίου Τραπεζούντος, τον καζά Σαμψούντος, τον καζά της Αμασείας και τον καζά της Σινώπης, σχηματίζει με την Αρμενία μια Ποντιο-Αρμενική ομοσπονδία”. Οι Αρμένιοι από την πλευρά τους πρότειναν, με τις υπογραφές των Χατισιάν, Ζασουλιάν και Τσαρπασιάν την εισδοχή του Πόντου στο κρατικό συγκρότημα της Αρμενίας ως εξής: “Ο Πόντος εισέρχεται στο συγκρότημα της Αρμενικής Δημοκρατίας ως μία ομοσπονδιακή ενότης με ένα και μόνο στρατό, ένα ισχύον νόμισμα, με μία ταχυδρομική και τηλεγραφική υπηρεσία… με μία εξωτερική πολιτική και ένα μόνο κοινοβούλιο αφήνωντας στα εσωτερικά ζητήματα του Πόντου την ελευθερία να διοικήσουν με τα δικά τους όργανα”.

Ο Κ. Κωνσταντινίδης, ηγέτης του ποντιακού κινήματος και πρόεδρος του “Παμποντίου Συνεδρίου” της Μασσαλίας, κατάγγειλε τις δηλώσεις Αχαρονιάν, προέδρου της αποστολής της Αρμενικής Δημοκρατίας, για “την ανάγκην παραχωρήσεως εξόδου εις την θάλασσα, από Τριπόλεως μέχρι και Χόπας”. Αφού επανέλαβε ότι “Ιστορικώς και εθνολογικώς τα εν λόγω εδάφη είναι ελληνικά” καταγγειλε τον Αχαρονιάν ότι αγνοούσε την συμφωνία ποντιο-αρμενικής ομοσπονδίας, ότι αποκήρυσσε με τον τρόπο αυτό “την εχέφρονα πολιτικήν της συμπράξεως των δύο εθνών” και ότι διακατέχεται από “πνεύμα Ιμπεριαλιστικής επεκτάσεως εις βάρος γείτονος έθνους”
Το γεγονός της διαφορετικής αντίληψης περί συμφερόντων του κάθε έθνους και της αμοιβαίας καχυποψίας που επικρατεί απομακρύνει τις δύο πλευρές. Ο Βενιζέλος, παρ’ ότι επαναλάμβανε ότι “Δεν θα εδυσαρεστούμην εάν επρόκειτο να συνδεθεί ο Πόντος με την Αρμενία” άλλαξε άποψη κάτω από το φως των νέων δεδομένων στο χώρο του Πόντου. Ο συν/χης Δ. Καθενιώτης κατάθεσε την τελική του έκθεση με την οποία πρότεινε τη στρατιωτική επέμβαση του ελληνικού στρατού στον Πόντο με στρατηγικό στόχο τη δημιουργία ελληνικού κράτους και την αποκοπή του δρόμου επικοινωνίας Τούρκων- μπολσεβίκων.
Ζητούσε επίσης από τις ελληνικές στρατιωτικές ομάδες του Καυκάσου να είναι έτοιμες για εκστρατεία στον Πόντο. Στην έκθεση Καθενιώτη διατυπώθηκαν οι εξής σκέψεις:
” Εχομεν λοιπόν άμεσον συμφέρον και δια την ίδρυσιν του Αρμενικού Κράτους και δια το της Κιλικίας. Αλλ’ εκείνο, όπερ θα μας εξησφάλιζε ριζικώτερον, είναι η σύμπηξις ενός Κράτους του Πόντου, το οποίον φυσικά θα εκανόνιζε την εκάστοτε στάσιν του με τας υποδείξεις των Αθηνών…”
Ο Ε. Βενιζέλος ανακοίνωσε στον Λόϋνδ Τζωρτζ το σχέδιο του για επέμβαση στον Πόντο με στόχο τη δημιουργία ελληνικού κράτους. Όμως στις 14 Νοεμβρίου 1920 ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές. Τον Δεκέμβριο οι Τούρκοι νίκησαν τον αρμενικό στρατό, με την αμέριστη υποστήριξη των μπολσεβίκων που επεκτείνονταν προς το νότο και κατέλυαν τις Δημοκρατίες του Καυκάσου. H ήττα του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922 επικύρωσε την κυριαρχία των Τούρκων στον χώρο.

Βλάσης Αγτζίδης