To κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή τη συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας που υπεγράφη πριν μερικά χρόνια μεταξύ της Ελλάδας και της Αρμενίας
Η πολιτική σημασία της στρατιωτικής συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδας και της Αρμενίας είναι μεγάλη. Aπόδειξη τούτου ήταν η αντίδραση της Τουρκίας, η οποία ένοιωσε απειλούμενη από την σύμπραξη των δύο ιστορικών εθνών της περιοχής μας. Δεν είναι ασήμαντο το γεγονός ότι ο γεωγραφικός χώρος που καταλαμβάνει η σημερινή Τουρκία ανήκε πριν την έλευση των Τούρκων από την Κεντρική Ασία στους Έλληνες και στους Αρμένιους. Επιπλέον οι Έλληνες και οι Αρμένιοι υπήρξαν τα θύματα των εθνικών εκκαθαρίσεων στην Μικρά Ασία και στην Ανατολία στις αρχές του αιώνα μας προκειμένου να δημιουργηθεί η σύγχρονη Τουρκία.
Οι Έλληνες και οι Αρμένιοι συναντήθηκαν πολιτικά και στις αρχές του αιώνα, όταν βάδισαν το δρόμο της χειραφέτησής τους συγκρουόμενοι με το τουρκικό κράτος. Η ελληνική παρέμβαση στον χώρο του Καυκάσου έγινε μέσω της δράσης των πολυάριθμων ελληνικών πληθυσμών του Πόντου και των πολιτικών στόχων για δημιουργία δεύτερου ελληνικού κράτους στην περιοχή.
Οι σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων και των Αρμενίων δεν ήταν πάντοτε καλές. Πολλές φορές πολέμησαν μαζί κατά του κοινού εχθρού αλλά υπήρχαν και φορές που συγκρούστηκαν με μεγάλη ένταση.
Οι Ελληνες της Αρμενίας
Μετά την κατάρρευση της τσαρικής Ρωσίας, τον Μάρτιο του 1917, δημιουργήθηκε στον Καύκασο η Αρμενική Δημοκρατία. Στα εδάφη της κατοικούσαν πολυάριμοι εληνικοί πληθυσμοί, κυρίως στις περιοχές Καρς και Αρνταχάν. Ο ελληνικός πληθυσμός οργανώθηκε στο “Εθνικό Συμβούλιο Ελλήνων” και αγωνίστηκε με κάθε τρόπο για την αυτονομία του και την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Η κατάσταση που επικρατούσε στη νεαρή αυτή Δημοκρατία ήταν σχεδόν χαώδης. Οι επιδρομές των Τούρκων και το πλήθος των προσφύγων δημιουργούσε αξεπέραστες δυσκολίες. Ο ελληνικός πληθυσμός για να αντιμετωπίσει όλα αυτά τα προβλήματα συσπειρώθηκε γύρω από τις οργανώσεις του. Οπως προκύπτει από τα αρχεία του Εθνικού Συμβουλίου Ελλήνων της Αρμενίας, από παντού έφταναν διαμαρτυρίες των ελληνικών κοινοτήτων για την στάση της Αρμενικής κυβέρνησης. Το κύριο ζήτημα που αντιμετώπιζαν ήταν η αποτροπή της βίαιης επιστράτευσης. Η πίεση αυτή ενίσχυσε τις τάσεις μετανάστευσης που είχαν εμφανιστεί στον ελληνικό πληθυσμό.
Στις 14 Ιουλίου 1918 συγκλήθηκε στο Καρς το Α’ Συνέδριον των Ελλήνων της Αρμενικής Δημοκρατίας. Το Συνέδριο διαπίστωσε ότι ο ελληνικός πληθυσμός βρισκόταν τους 5 τελευταίους μήνες σε πόλεμο με οπλισμένες ομάδες Κούρδων. Δεν αποδέχθηκε την επιστράτευση που προωθούσε η αρμενική κυβέρνηση και απαιτούσε δικαιώματα αυτοδιοίκησης και διεύρυνση των δικαιωμάτων του Εθνικού Συμβουλίου.
Η προέλαση των Τούρκων, ως αποτέλεσμα της συνθήκης του Μπρέστ Λιτόφσκ μετέφερε σε άλλο σημείο το κέντρο βάρους. Άρχισε η φυγή των 70.000 Ελλήνων προς το Βορρά. Η αποχώρηση την περιοχή του Κυβερνείου του Καρς δεν έγινε παντού ομαλά. Σε μερικές περιοχές παρατηρήθηκαν, εκτός από τις συγκρούσεις με τα άτακτα σώματα των μουσουλμάνων και συγκρούσεις των ελληνικών και των αρμενικών δυνάμεων με αποκορύφωμα τα γεγονότα που έγιναν στο χωριό Καράκλησσέ. Η αφορμή δόθηκε από την απαίτηση των Αρμενίων για παραχώρηση αλόγων. Η άρνηση των Ελλήνων οδήγησε σε σκληρή μάχη με πολλά θύματα και από τις δύο πλευρές. Η κατάληψη του χωριού από τα αρμενικά στρατεύματα ακολουθήθηκε από σφαγή του εναπομείναντος πληθυσμού.
Οι δραματικές εξελίξεις με την προέλαση των Τούρκων, συνδυασμένες με την αδυναμία συνεννόησης των Ελλήνων και Αρμενίων για κοινή στρατιωτική δράση, όπως φάνηκε από το περιστατικό της Καρακλησέ, οδήγησε στη διάλυση την ελληνική στρατιωτική οργάνωση.
[Η προτεινόμενη ελληνο-αρμενική συνομοσπονδία. Το παραλιακό τμήμα του νέου κράτους θα περιλάμβανε τον ανατολικό Πόντο, ενώ ο δυτικός θα εντασσόταν στο υπό δημιουργία τουρκικό εθνικό κράτος. Η ρύθμιση αυτή σχεδιαζόταν να αλλάξει, προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων και εις βάρος των τουρκικών, από τον βρετανικό παράγοντα την περιόδο που προηγήθηκε των εκλογών του Νοεμβρίου του '20 στην Ελλάδα και επανέφεραν στην εξουσία την παλιά φιλογερμανική παράταξη.]
Μετά τον πόλεμο!
Η ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων το Νοέμβριο του 1918 αναζωπύρωσε τις ελπίδες των Αρμενίων και των Ελλήνων του Πόντου, για επίλυση του εθνικού ζητήματος. Οι ελληνοαρμενικές σχέσεις, εάν εξαιρέσουμε την περιοχή του Καρς, ήταν θαυμάσιες. Σε πολλά μέρη οι Ελληνες και οι Αρμένιοι τελούσαν από κοινού μνημόσυνα για τους “κατά τους διωγμούς του πολέμου διαρκούντος απολεσθέντων”. Στην Ευρώπη οργανώθηκαν κοινά ελληνοαρμενικά συλλαλητήρια “προς απελευθέρωσιν Ελλήνων και Αρμενίων Μικράς Ασίας”.
Το ποντιακό κίνημα έθεσε το ζήτημα της δημιουργίας ελληνικού κράτους στον Πόντο. Η Εθνοσυνέλευσις του Πόντου, η “Ανατολική Βουλή του Ελληνισμού” όπως αποκλήθηκε, αποφάσισε ότι “το συμφέρον της πατρίδος απαιτεί την οριστικήν αναγνώρισιν της ελευθερίας του Πόντου και την δημιουργία Ελληνικού ανεξαρτήτου κράτους”.
Άρχισε ο επίσημος διάλογος μεταξύ Ελλάδας και Αρμενίας για την αμοιβαία υποστήριξη των αιτημάτων στα συνέδρια της ειρήνης. Οι Αρμένιοι δήλωναν υποστήριξη στις ελληνικές διεκδικήσεις “επί της Κωνσταντινουπόλεως, Σμύρνης και βιλαετίου Τραπεζούντος”.
Πολύ σύντομα παρατηρήθηκε αλλαγή της στάσης και οι Αρμένιοι άρχισαν να διεκδικούν έξοδο του αρμενικού κράτους στον Εύξεινο Πόντο. Η διεκδίκηση της περιοχής Τραπεζούντας από τους Αρμενίους κατέστη πρόδηλος και η κίνηση των Ελλήνων του Πόντου για ανεξαρτησία θεωρήθηκε ότι συνιστούσε “διάθεσιν επιθετική κατά των Αρμενίων”. H επίσημη θέση της Ελλάδας στην αρχή του 1919 ήταν η υποστήριξη της ανεξαρτησίας της Αρμενίας συμπεριλαμβομένης της περιοχής Τραπεζούντας. Ο Βενιζέλος δήλωνε ότι συμφωνεί με την ενσωμάτωση του βιλαετίου Τραπεζούντας στο αρμενικό κράτος.
Οι δηλώσεις αυτές “έγιναν πρόξενοι αλγεινών εντυπώσεων εις Ποντίους”. Σφοδρή υπήρξε η αντίδραση των ποντιακών οργανώσεων στην τοποθέτηση αυτή. Oι οργανώσεις των Ελλήνων του Πόντου κατέκλυσαν το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος με πλήθος καταγγελιών και τηλεγραφημάτων διαμαρτυρίας. Από τη Μασσαλία, το Λονδίνο, το Αλγέρι, τη Νέα Υόρκη, τη Νεβάδα, το Νιου Τζέρσεϋ κ.λπ. καταγγέλουν “την προβαλλόμενη ιδέα καθ’ ήν η πατρίς ημών φέρεται περιλαμβανομένη εντός μέλλοντος αρμενικού κράτους”. Διακήρυσσαν ότι “Ο Εύξεινος Πόντος υπήρξε πάντοτε χώρα ανεξάρτητος μέλλεται δε να ζήση εκ νέου ελεύθερος απαλασσόμενος της τουρκικής κυριαρχίας”.
Ως αποτέλεσμα των αντιδράσεων αυτών άλλαξε η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης. Επιλλέχθηκε η πολιτική της ενεργούς ανάμιξης στα πράγματα του Πόντου και του Καυκάσου και αποστάλθηκαν ο συνταγματάρχης Δ. Καθενιώτης και ο Ι. Σταυριδάκης στην περιοχή. Στα πλαίσια του ελληνικού στρατού άρχισε παράλληλα η συγκρότηση ποντιακών ταγμάτων με στόχο την αποστολή τους στον Πόντο.
Μετά την απόβαση του Κεμάλ στις 19 Μαϊου 1919 στη Σαμψούντα και τη συγκρότηση του τουρκικού εθνικιστικού στρατού, οι συγκρούσεις άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Οι άτακτες συμμορίες των Τούρκων ληστών και φυγόδικων νομιμοποιήθηκαν. Ο Χρύσανθος με υπόμνημά του προς τον Βρεττανό πρωθυπουργό ζήτησε ενίσχυση του ποντιακού κινήματος. Η γενικώτερη όμως στάση των συμμάχων ήταν αρνητική. Οι Τούρκοι φοβόνταν το ποντιακό κίνημα καθώς και την πιθανότητα ενίσχυσής του από την Ελλάδα. Στον Καύκασο άρχισαν μεγάλες συγκρούσεις με τους άτακτους μουσουλμάνους. Τα ελληνικά χωριά βρέθηκαν ξανά σε κίνδυνο. Οι Αρμενικοί πληθυσμοί αντιμετώπιζαν και πάλι τον κίνδυνο της γενοκτονίας λόγω της εξέγερσης των ντόπιων μουσουλμάνων.
Οι προτάσεις
Στην Ελλάδα απορρίφθηκε από την κυβέρνηση η αγωνιώδης πρόταση των Ποντίων για επέμβαση, την χρηματοδότηση της οποίας αναλάμβαναν οι ίδιοι.. Ο Ι. Σταυριδάκης με υπόμνημά του από την Τιφλίδα θεωρούσε ρεαλιστική και επιβεβλημένη την ελληνική επέμβαση στον Πόντο και πρότεινε την αποστολή ελληνικού στρατού στην περιοχή με στόχους την απελευθέρωση μιας “ελληνικής επαρχίας οία ο Πόντος”, την περικύκλωση του τουρκικού στρατού και την επιβεβαίωση του ρόλου της Ελλάδας στο χώρο της Υπερκαυκασίας.
Ο Ι. Σταυριδάκης θεωρούσε ότι η ιστορική συγκυρία προσέφερε μια μοναδική ευκαιρία στην Ελλάδα για να κατοχυρώσει τη θέση της στην περιοχή και να απελευθερώσει τον κατεχόμενο Πόντο.
Το Νοέμβριο του 1919 ο Σταυριδάκης τηλεγράφησε στην Αθήνα αναφέροντας ότι μόνο με τη στρατιωτική συνεργασία του ελληνικού και του αρμενικού στοιχείου μπορεί να αντιμετωπιστεί η κατάσταση. Μετέφερε προς την ελληνική κυβέρνηση την πρόταση του Υπατου Αρμοστή των συμμάχων στην Αρμενία συν/ρχη Χάσκελ, την αποστολή 10.000 τουφεκιών σημειώνοντας παράλληλα ότι η αρμενική κυβέρνηση αποδέχτηκε τον εξοπλισμό των ντόπιων Ελλήνων. Τα όπλα αυτά μεταφέρθηκαν με το πλοίο “Ελευθερία”. Τον ίδιο μήνα ο συν/χης Δ. Καθενιώτης πρότεινε στον Βρεττανό πρέσβυ στην Αθήνα να αποσταλεί στο Βατούμι το τάγμα Ποντίων που είχε δημιουργηθεί στα πλαίσια του ελληνικού στρατού. Τον Ιανουάριο επαναλαμβάνει τις προτάσεις του στο Βρεττανό Αρμοστή του Βατούμι για μια ελληνο-βρεττανική επέμβαση κατά των Τούρκων εθνικιστών και των μπολσεβίκων. Η πρόταση αυτή συναντά την άρνηση της βρεττανικής πλευράς.
Με αφορμή την Βρεττανική άρνηση, ο Ε. Βενιζέλος άλλαξε και πάλι άποψη για το ποντιακό ζήτημα και έσπευσε να δηλώσει: “…θεωρώ όλως απίθανον ότι θα ληφθεί περί τούτων (σ.τ.σ. των Ελλήνων του Πόντου) ειδική πρόνοια, πλην των γενικών εγγυήσεων, ως ζητούν να επιτύχουν υπέρ των ξένων εθνοτήτων, όσαι θα παραμείνωσιν υπό Τουρκικήν Κυριαρχίαν”.
Οι δηλώσεις του Ε. Βενιζέλου προκάλεσαν την άμεση αντίδραση των στελεχών του ποντιακού κινήματος. Ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος τον χαρακτήρισε ”απληροφόρητο στο ζήτημα του Πόντου“.
Ελληνο-αρμενική συνομοσπονδία.
Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν τους Πόντιους στο να υιοθετήσουν τη γραμμή της Αθήνας και να αντιμετωπίσουν ενιαία το ζήτημα Πόντου-Αρμενίας. Η γραμμή της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να επιδιωχθεί πάσει θυσία συμφωνία με τους Αρμενίους. Στο πλαίσιο αυτό αποστάλθηκε βοήθεια στον αρμενικό στρατό.
O Χρύσανθος, εκπροσωπώντας τις ποντιακές οργανώσεις, πήγε πρώτα στην Τιφλίδα για συνομιλίες με τους Γεωργιανούς ηγέτες και κατόπιν στην αρμενική πρωτεύουσα Εριβάν. Εκεί, από τις 10 ως τις 16 Ιανουαρίου 1920, πήρε μέρος σε συνδιάσκεψη με την αρμενική κυβέρνηση. Η συμφωνία υπογράφηκε από τον Αρμένιο πρωθυπουργό Χατισιάν και τον Μητροπολίτη Χρύσανθο. Παράλληλα Αρμένιοι αξιωματικοί και ο συνταγματάρχης Καθενιώτης υπέγραψαν στρατιωτική συμφωνία. Η πολιτική συμφωνία πρόβλεπε ομοσπονδία Ελλήνων και Αρμενίων. Η στρατιωτική συμφωνία πρόβλεπε για τα ελληνικά στρατεύματα που επρόκειτο να επιβιβαστούν στην Τραπεζούντα, την προώθησή τους ως το Ερζερούμ με στόχο την προστασία του ελληνικού στοιχείου. Παράλληλα ο αρμενικός στρατός θα υπεράσπιζε τα σύνορα του Καυκάσου.
Τα δύο μέρη δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν στις λεπτομέρειες. Οι Ελληνες πρότειναν συνομοσπονδία Πόντου-Αρμενίας με την εξής διατύπωση: “Ο Πόντος, ο οποίος συνίσταται εκ του βιλαετίου Τραπεζούντος, τον καζά Σαμψούντος, τον καζά της Αμασείας και τον καζά της Σινώπης, σχηματίζει με την Αρμενία μια Ποντιο-Αρμενική ομοσπονδία”. Οι Αρμένιοι από την πλευρά τους πρότειναν, με τις υπογραφές των Χατισιάν, Ζασουλιάν και Τσαρπασιάν την εισδοχή του Πόντου στο κρατικό συγκρότημα της Αρμενίας ως εξής: “Ο Πόντος εισέρχεται στο συγκρότημα της Αρμενικής Δημοκρατίας ως μία ομοσπονδιακή ενότης με ένα και μόνο στρατό, ένα ισχύον νόμισμα, με μία ταχυδρομική και τηλεγραφική υπηρεσία… με μία εξωτερική πολιτική και ένα μόνο κοινοβούλιο αφήνωντας στα εσωτερικά ζητήματα του Πόντου την ελευθερία να διοικήσουν με τα δικά τους όργανα”.
Ο Κ. Κωνσταντινίδης, ηγέτης του ποντιακού κινήματος και πρόεδρος του “Παμποντίου Συνεδρίου” της Μασσαλίας, κατάγγειλε τις δηλώσεις Αχαρονιάν, προέδρου της αποστολής της Αρμενικής Δημοκρατίας, για “την ανάγκην παραχωρήσεως εξόδου εις την θάλασσα, από Τριπόλεως μέχρι και Χόπας”. Αφού επανέλαβε ότι “Ιστορικώς και εθνολογικώς τα εν λόγω εδάφη είναι ελληνικά” καταγγειλε τον Αχαρονιάν ότι αγνοούσε την συμφωνία ποντιο-αρμενικής ομοσπονδίας, ότι αποκήρυσσε με τον τρόπο αυτό “την εχέφρονα πολιτικήν της συμπράξεως των δύο εθνών” και ότι διακατέχεται από “πνεύμα Ιμπεριαλιστικής επεκτάσεως εις βάρος γείτονος έθνους”
Το γεγονός της διαφορετικής αντίληψης περί συμφερόντων του κάθε έθνους και της αμοιβαίας καχυποψίας που επικρατεί απομακρύνει τις δύο πλευρές. Ο Βενιζέλος, παρ’ ότι επαναλάμβανε ότι “Δεν θα εδυσαρεστούμην εάν επρόκειτο να συνδεθεί ο Πόντος με την Αρμενία” άλλαξε άποψη κάτω από το φως των νέων δεδομένων στο χώρο του Πόντου. Ο συν/χης Δ. Καθενιώτης κατάθεσε την τελική του έκθεση με την οποία πρότεινε τη στρατιωτική επέμβαση του ελληνικού στρατού στον Πόντο με στρατηγικό στόχο τη δημιουργία ελληνικού κράτους και την αποκοπή του δρόμου επικοινωνίας Τούρκων- μπολσεβίκων.
Ζητούσε επίσης από τις ελληνικές στρατιωτικές ομάδες του Καυκάσου να είναι έτοιμες για εκστρατεία στον Πόντο. Στην έκθεση Καθενιώτη διατυπώθηκαν οι εξής σκέψεις:
” Εχομεν λοιπόν άμεσον συμφέρον και δια την ίδρυσιν του Αρμενικού Κράτους και δια το της Κιλικίας. Αλλ’ εκείνο, όπερ θα μας εξησφάλιζε ριζικώτερον, είναι η σύμπηξις ενός Κράτους του Πόντου, το οποίον φυσικά θα εκανόνιζε την εκάστοτε στάσιν του με τας υποδείξεις των Αθηνών…”
Ο Ε. Βενιζέλος ανακοίνωσε στον Λόϋνδ Τζωρτζ το σχέδιο του για επέμβαση στον Πόντο με στόχο τη δημιουργία ελληνικού κράτους. Όμως στις 14 Νοεμβρίου 1920 ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές. Τον Δεκέμβριο οι Τούρκοι νίκησαν τον αρμενικό στρατό, με την αμέριστη υποστήριξη των μπολσεβίκων που επεκτείνονταν προς το νότο και κατέλυαν τις Δημοκρατίες του Καυκάσου. H ήττα του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922 επικύρωσε την κυριαρχία των Τούρκων στον χώρο.
Βλάσης Αγτζίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου