Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Οι Έλληνες του Πόντου στη Ρωσία






& πρώην Σοβιετική Ένωση
Του Φάνη Μαλκίδη - H παρουσία των Ελλήνων στο Bόρειο Eύξεινο Πόντο στις ρωσικές ακτές ανάγεται στα μυθικά χρόνια και συνδέεται με τα ονόματα του Προμηθέα, του Φρίξου, του Hρακλή, των Aργοναυτών και άλλων μυθικών ηρώων, γεγονός που αποδεικνύει ότι η περιοχή ήταν γνωστή στους ελληνικούς πληθυσμούς. Γύρω στην πρώτη χιλιετία τοποθετείται η πραγματοποίηση των πρώτων ταξιδιών, ενώ δύο αιώνες αργότερα, οι προσωρινοί αυτοί εμπορικοί σταθμοί άρχισαν να γίνονται μόνιμα κέντρα. Περισσότερες από 75 ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν σε όλο τον Eύξεινο Πόντο από τον 8ο ως τον 6ο π.X. αιώνα, και συμμετείχαν σε συνεργασία με τους γηγενείς λαούς, στην οικονομική και πολιτιστική ζωή της ευρύτερης περιοχής.
Οι Έλληνες του Πόντου στη Ρωσία και την πρώην Σοβιετική Ένωση
Φάνης Μαλκίδης
Μέρος της ομιλίας του Φάνη Μαλκίδη στις εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν με τη συμμετοχή Ποντίων από όλον τον κόσμο στην πόλη Εσεντουκί (Σταυρούπολη- νότια Ρωσία)
Ο Ελευθέριος Παυλίδης στο μεγάλης σημασίας του βιβλίο για τον Ελληνισμό της Ρωσίας, τονίζει στην εισαγωγή του τα εξής: «....κανενός τμήματος του εν διασπορά Ελληνισμού η ιστορία δεν συνδέεται τόσον στενά με την καθόλου ιστορίαν του Ελληνικού Έθνους, όσον στενά και αδιάσπαστα είναι συνδεδεμένην με αυτήν η ιστορία του Ελληνισμού της Ρωσίας. Και όχι μόνον με την αρχαίαν ημών ιστορίαν συνδέεται η ιστορία του Ελληνισμού της Ρωσίας, αλλά και με την ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος συνδέεται στενώτατα, και αυτή δε η ιδέα της συστηματικής οργανώσεως των ενεργειών δια την ανεξαρτησίαν του Έθνους, ύστερα από πολλών αιώνων δουλείαν, εγεννήθη και εξεκολάφθη εις τα σπλάχνα του Ελληνισμού της Ρωσίας».
H παρουσία των Ελλήνων στο Bόρειο Eύξεινο Πόντο στις ρωσικές ακτές ανάγεται στα μυθικά χρόνια και συνδέεται με τα ονόματα του Προμηθέα, του Φρίξου, του Hρακλή, των Aργοναυτών και άλλων μυθικών ηρώων, γεγονός που αποδεικνύει ότι η περιοχή ήταν γνωστή στους ελληνικούς πληθυσμούς. Γύρω στην πρώτη χιλιετία τοποθετείται η πραγματοποίηση των πρώτων ταξιδιών, ενώ δύο αιώνες αργότερα, οι προσωρινοί αυτοί εμπορικοί σταθμοί άρχισαν να γίνονται μόνιμα κέντρα. Περισσότερες από 75 ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν σε όλο τον Eύξεινο Πόντο από τον 8ο ως τον 6ο π.X. αιώνα, και συμμετείχαν σε συνεργασία με τους γηγενείς λαούς, στην οικονομική και πολιτιστική ζωή της ευρύτερης περιοχής.Η ανάπτυξη και η εξέλιξη των ελληνικών πόλεων στη διάρκεια της Bυζαντινής αυτοκρατορίας και της μεταβυζαντινής εποχής ενώ ο εκχριστιανισμός των Pώσων βοήθησε την ιστορική πορεία του ελληνικού και ρωσικού λαού.
Πέρα από τις πρώτες εγκαταστάσεις των αρχαίων και βυζαντινών Eλλήνων στον βόρειο ανατολικό Eύξεινο Πόντο, ο Kαύκασος, η Γεωργία, η Nότια και η μεσημβρινή Pωσία αλλά και οι Παραδουνάβιες περιοχές, γίνανε σ' όλη τη διάρκεια της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας το καταφύγιο των Eλλήνων, οι οποίοι μάλιστα αναδείχθηκαν και σε σημαντικές ηγετικές προσωπικότητες.
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και της Tραπεζούντας το 1461 ανοίγει το δρόμο της εξόδου προς την ελευθερία, για όλο τον υπόδουλο ελληνισμό και χιλιάδες κατέφυγαν στις περιοχές του Kαυκάσου, του Aντικαυκάσου και όλης της Pωσίας, για να γλιτώσουν από τους Oθωμανούς.
Oι Συνθήκες του Kιουτσούκ- Kαϊναρτζή (1774) και του Aϊναλή- Kαβάκ (1779) αποτελούν σταθμό στην ανάπτυξη των ελληνορωσικών σχέσεων, αφού οι Έλληνες εκμεταλλεύθηκαν τις δυνατότητες που τους έδωσαν οι συνθήκες, αφού η Pωσία αναγνωριζόταν από τους Οθωμανούς ως προστάτιδα δύναμη των χριστιανών υπηκοών του.
Η ελληνική επανάσταση δημιουργεί συνθήκες για να αναπτυχθεί νέο κύμα μετανάστευσης από τον Πόντο στη Ρωσία, ενώ στη χώρα αναπτύσσεται ένα φιλελληνικό κίνημα για την Eλληνική Eπανάσταση και τον Eλληνικό λαό γενικά. Oι ελληνικές κοινότητες που υπήρχαν σχεδόν σε όλες τις πόλεις της Pωσίας έγιναν πραγματικές εστίες προετοιμασίας του απελευθερωτικού αγώνα.
Αργότερα, ο Kριμαϊκός πόλεμος 1853-1856, η αποκάλυψη των Kρυπτοχριστιανών, η υποταγή και η μετακίνηση το 1864 των μουσουλμάνων από τον Kαύκασο στον Πόντο επιδείνωσαν τη θέση των Ελλήνων με αποτέλεσμα οι κάτοικοι πολλών ελληνικών χωριών να πάρουν το δρόμο της σωτηρίας ξανά προς τη Pωσία.
H μαζικότερη εγκατάσταση πληθυσμών από τον Πόντο στη Ρωσία έγινε αμέσως μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1876-1878 και υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 100.000 Έλληνες εγκατέλειψαν τον Πόντο αυτήν την περίοδο. Η αναγκαστική έξοδος των Eλλήνων του Πόντου προς τη Pωσία συνεχιζόταν ασταμάτητα, με το μεγαλύτερο κύμα φυγής να πραγματοποιείται στις αρχές του 1918 μετά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων. Yπολογίζεται ότι φύγανε περίπου 85.000 Έλληνες στις περιοχές της Γεωργίας και της Pωσίας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ελληνικών διπλωματικών αρχών και των ελληνικών κοινοτήτων της Pωσίας (Πανελλήνιο Συμβούλιο των εν Pωσία Eλλήνων) το 1918 ο ελληνικός πληθυσμός ξεπερνούσε τις 700.000.
Τα τελευταία χρόνια της περιόδου 1917-1937, όπου οι σοβιετικές αρχές ευνόησαν την ανάπτυξη της συνείδησης των Ελλήνων, εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια ενάντια στα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων, καθώς η σταλινική πολιτική σ' αυτό το ζήτημα μεταβάλλεται. Την περίοδο 1937-1939 οι διώξεις κορυφώνονται και αποκτούν και εθνικό χαρακτήρα και η ελληνική γλώσσα ως στοιχείο της εθνικής ταυτότητας απαγορεύεται. Τα ελληνικά σχολεία κλείνουν και η διάσωση και της ελληνικής γλώσσας και ποντιακής διαλέκτου περιορίζεται στην οικογένεια. Η αλλαγή στη σοβιετική πολιτική δίνει στα τέλη της δεκαετίας του 1980 τη δυνατότητα πολλοί Έλληνες να έλθουν στην Ελλάδα, μεταναστευτικό ρεύμα που εντάθηκε μετά το 1991. Σήμερα, μετά από μια μεγάλη παρουσία στο χώρο της Ρωσίας και της πρώην ΕΣΣΔ, πολλοί Έλληνες ποντιακής καταγωγής σήμερα ζουν στην Ελλάδα, αντιμετωπίζοντας μεγάλα προβλήματα ένταξης και άγνωστος αριθμός σε αμιγής ή σε μικτές οικογένειες, συνεχίζει τη διαβίωσή του εκεί, με αρκετά και μεγάλα προβλήματα αλλά και θέληση να παραμείνει.
Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης οι οποίοι κατόρθωσαν και διατήρησαν την ταυτότητά τους παρά τις δυσκολίες, με τέτοιες συναντήσεις, όπως αυτή που συγκέντρωσε χιλιάδες Έλληνες ποντιακής καταγωγής από όλη τη Ρωσία, αποδεικνύει ότι μπορεί να επιβιώσει. Όχι μόνο ως μέρος μίας ζωντανής πολιτισμικής κοινότητας, αλλά ως ολότητα ελληνικού λαού, ποντιακής καταγωγής, με παρουσία και δραστηριότητα για την ανάδειξη του Ποντιακού ζητήματος στη Ρωσία.
www.malkidis.info

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Griechischsprachige Pontier: Ömer Asan (dt Untertitel)

Οι ποντιόφωνοι πληθυσμοί στην Τουρκία σήμερα

Θεοφάνης Μαλκίδης
Μέρος της εισήγησης του Θεοφάνη Μαλκίδη στο 6ο Παγκόσμιο Συνέδριο για την ελληνική γλώσσα. Κοριλιάνο του Οτράντο. Ιταλία- Οκτώβριος 2005
1.Η ιστορία Κρυπτοχριστιανούς στον Εύξεινο Πόντο συναντάμε από το 1650, εξαιτίας του φανατισμού ορισμένων Ντερεμπέηδων, την περίοδο που η Οθωμανική Αυτοκρατορία χωρίζεται σε Νερεμπεηλίκια, δηλαδή σε τιμάρια ή θέματα. Οι επικεφαλής αυτών των περιοχών, σε πολλές περιπτώσεις έδειξαν φανατισμό, ο οποίος εκφράστηκε με καταπίεση των Χριστιανών και εξαναγκασμό τους να εξισλαμιστούν. Οι πρώτοι εξισλαμισμοί ελληνικών πληθυσμών του Πόντου σημειώνονται στην περιοχή του Όφεως, ακολουθούν οι περιοχές των Σουρμένων, Αργυρούπολης, Τόνιας και άλλες. Δημόσια οι κρυπτοχριστιανοί εμφανίζονταν με την αμφίεση μουσουλμάνων και εκτός οικίας συμμετείχαν σε ισλαμικές τελετές σαν να ήταν γνήσιοι μουσουλμάνοι.
Ταυτόχρονα όμως βρισκόταν σε χώρους, όπου κρυφοί ιερείς έκαναν λειτουργίες και όλα τα μυστήρια της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Οι κρυπτοχριστιανοί απέφευγαν τα συνοικέσια με μουσουλμάνους με διάφορα προσχήματα, και έτσι οι γάμοι συνεχίζονταν μεταξύ τους. Αυτό κράτησε έως το Φεβρουάριο του 1856. τότε υπό την πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο Σουλτάνος υπέγραψε το Χάτι-Χουμαγιούμ, με το οποίο κάθε Οθωμανός υπήκοος ήταν ελεύθερος να αλλάξει θρησκεία χωρίς να κινδυνεύει η ζωή του. Ο πρώτος που παρουσιάστηκε το Μάιο του 1856 για να ασπαστεί εκ νέου το Χριστιανισμό ήταν ο φύλακας του ιταλικού Προξενείου της Τραπεζούντας, ο Πεχλίλ Τεκίογλου. Από το 1856 έως το 1910 όταν και άλλαξε αυτή η πολιτική με τον πανμουσουλμανική πολιτική των Νεότουρκων, έγινε η αποκάλυψη όλων των Κρυπτοχριστιανών του Πόντου και ολόκληρα χωριά γύρισαν στο Χριστιανισμό.
2. Η σημερινή κατάσταση για τους κρυπτοχριστιανούς- ΠοντιόφωνουςΟ διωγμός των Ελλήνων μετά την τέλεση του εγκλήματος της γενοκτονίας, άφησε τους πληθυσμούς αυτούς χωρίς επαφή τόσο με το ελληνικό στοιχείο όσο και με την Εκκλησία, με εξαίρεση αυτούς που μετανάστευσαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και δημιούργησαν ισχυρές οινότητες, οι οποίες διατήρησαν και διατηρούν τις παραδόσεις και κυρίως την ποντιακή διάλεκτο. Όμως παρά την απουσία επαφής και την σχεδιασμένη πολιτική βίαιης ενσωμάτωσή τους στην τουρκική κοινωνία, και την αμέλεια της Ελλάδας, αυτοί οι πληθυσμοί διατηρούν σήμερα στοιχεία ελληνικής συνείδησης, τα οποία αρχίζουν να αναζητούν από τη δεκαετία του 1970, όταν συμμετείχαν με μεγάλο αριθμό στο μεταναστευτικό κύμα από την Τουρκία προς τη Δυτική Ευρώπη. Εκεί συναντούνται με τους Έλληνες ποντιακής καταγωγής μετανάστες και σταδιακά αποκαθίστανται οι πρώτες επαφές, μέσω της αναλλοίωτης στους αιώνες γλώσσα, των εθίμων, των παραδόσεων, του χορού και του τραγουδιού και άλλων στοιχείων. Ταυτόχρονα η επαφή των κρυπτοχριστιανών- ελληνόφωνων με τους Πόντιους της Ελλάδας, ενισχύεται από την προσπάθεια ανάδειξης του ποντιακού ζητήματος σε όλες τις διαστάσεις του στον ελλαδικό χώρο, και την διοργάνωση των πρώτων επισκέψεων στον Πόντο.
Σήμερα στην Τουρκία υπάρχουν δεν υπάρχουν Κρυπτοχριστιανοί, με την έννοια των πιστών. Υπάρχουν όμως οικογένειες οι οποίες είχαν ελλειμματικό θρησκευτικό συναίσθημα και παρέμειναν στον ποντιακό χώρο για πολλούς λόγους. Σήμερα ο (άγνωστος) αυτός αριθμός Ελληνόφωνων μουσουλμάνων- κρυπτοχριστιανών, με πρωτοπορία την σπουδάζουσα νεολαία στην προσπάθειά της να βρει απαντήσεις για την καταγωγή, τον πολιτισμό, την ιστορία, την ταυτότητα πορεύονται ένα δύσκολο δρόμο αυτογνωσίας και αναζήτησης ταυτότητας. Για τη σημερινή κατάσταση σε ότι αφορά αριθμητικά δεδομένα των κρυπτοχριστιανών- Ελληνόφωνων μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Έτσι στα Σούρμενα, της πρωτεύουσας της περιοχής με 19 χωριά, τα 5 είναι αμιγώς ελληνόφωνα σήμερα.
Η περιοχή Γκαλιάν (η αρχαία Γαλλίαινα) αποτελείται από 18 χωριά και οικισμούς. Οι μισοί κάτοικοι της περιοχής είναι εξισλαμισθέντες ντόπιοι και οι μισοί έχουν μετεγκατασταθεί από τα χωριά Καλλίστη και Αρχάγγελος της περιοχής Σουρμένων την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Η περιοχή Τσαϊκαρά (το Κατωχώριον) είναι αμιγώς ελληνόφωνη περιοχή, η πολυπληθέστερη σ΄ όλο το τουρκικό κράτος και η τελευταία που έχει εξισλαμισθεί (τέλη 19ου αιώνα), με αρκετά αναπτυγμένο το θρησκευτικό αίσθημα των κρυπτοχριστιανών. Η περιοχή Οφ (ο αρχαίος Όφις) αποτελείται από 49 χωριά. Και τα 49 χωριά ήταν πλήρως ελληνικά, σήμερα όμως μόνο ένα το Ερενκόι παραμένει ελληνόφωνο. Για την ταυτότητα και τη ελληνική γλώσσα των πληθυσμών της περιοχής έχουν γίνει αναφορές και σε τουρκικό περιοδικό, το Aktuel (1992) οποίο τονίζει ότι «τα ίχνη της ορθόδοξης παράδοσης είναι ολοφάνερα και εδώ όλοι μιλούν Ποντιακά....Το ρωμαίικο και το ορθόδοξο είναι φανερό».
Η Άνω Ματσούκα αποτελείται από 8 χωριά στο πέρασμα της Ζύγανας με κέντρο το Χαψικόι. Πρόκειται για ελληνοχριστιανικά χωριά των οποίων η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού προέρχεται από ελληνόφωνους εποίκους από την περιοχή Τόνιας που εγκαταστάθηκαν μετά το 1924.
Η περιοχή Τόνιας (η αρχαία Θοανία) αποτελείται από 18 χωριά, εκ των οποίων 7 αμιγώς ελληνόφωνα. Για το ζήτημα της καταπίεσης της μητρικής γλώσσας και της μη ελεύθερης χρήσης της έχουν γίνει παρεμβάσεις από τη μη κυβερνητική οργάνωση «Διεθνής Ένωση για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών», με γραπτή έκθεσή της προς τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) και προς το Γραφείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) στην Ελβετία, ενώ προφορική παρέμβαση στην 58η συνεδρίαση της επιτροπής του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα έγινε για το ίδιο θέμα και από τη γαλλική μη κυβερνητική οργάνωση «MRAP - Κίνηση ενάντια στο ρατσισμό - για τη φιλία ανάμεσα στους λαούς».
Η μη κυβερνητική οργάνωση της Διεθνούς Ένωσης για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών, έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις συστηματικές προσπάθειες εξαφάνισης της ποντιακής διαλέκτου, ως της πλησιέστερης προς την αρχαία ελληνική ομιλούμενης σήμερα γλώσσας, αλλά και στις διώξεις εις βάρος Ποντίων διανοουμένων, όπως του συγγραφέα Ομέρ Ασάν, που έχει γράψει το έργο «Πολιτισμός του Πόντου». Περιγράφοντας αυτή την κατάσταση, η Διεθνής Ένωση για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών επιθυμεί να επιμείνει στην ανυπαρξία ελευθερίας έκφρασης των Ποντίων, στη σημερινή Τουρκία, στη πληροφόρηση για τις συνθήκες ζωής αυτού του λαού, αφού διεθνής κοινότητα οφείλει να γνωρίζει αυτή την κατάσταση, αφού παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση της άρσης της διάκρισης εναντίον αυτού του πληθυσμού, αποτελούν ένα βήμα προς τη διαφύλαξη ενός ζώντος πολιτισμού, ο οποίος έχει εμπλουτίσει την ανθρωπότητα.
Θεοφάνης Μαλκίδης Λέκτορας Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ: Απάντηση στον συνειδητά Ανθέλληνα Νάσο Θεοδωρίδη




Αρθρογράφος Νάσος Θεοδωρίδης




Ο μύθος της ¨γνήσιας ελληνικότητας¨ των Ποντίων"Οι αυτοαποκαλούμενοι Πόντιοι είναι το εκχριστιανισμένο σκέλος της παρακαυκάσιας ιθαγενούς φυλής των Μουσουλμάνων Λαζών που αποπέμφθηκε στην Ελλάδα το 1923 βάσει της συνθήκης της Λωζάνης.Το δέυτερο και πλειοψηφόν σκέλος των Λαζών παρέμεινε στο Λαζιστάν (Πόντος) επειδή ασπάζεται το Μουσουλμανικό θρήσκευμα.………………………..Ταυτιζόμενοι φυλετικά με τους Πόντιους, οι Λαζοί αποτελούνε γηγενή λαό της ΒΑ Τουρκίας με Καυκάσια καταγωγή και ιδιάζουσα γλώσσα που μοιάζει με την Γεωργιανή.……………………………Η ιστορία ουδέποτε ανέδειξε Ελληνοποντιακή εθνότητα."




Η απάντηση του Γιώργου Πολυχρονίδη




Εάν δεν είναι μισθοδοτούμενος πράκτορας της Τουρκικής ΜΙΤ, το γελοίο αυτό υποκείμενο, είναι τελείως δογματικός εμπαθής και ενοχικός βλάξ. Αγνοεί στοιχειωδώς την Ιστορία του Πόντου. Η τοποθέτησή του είναι άκρως αντιεπιστημονική.Είναι αυτός που θεωρούσε πώς δεν έπρεπε να πολεμήσουμε τους Ιταλούς το 40, διότι δεν άξιζε τον κόπο τόσο αίμα...Από το επώνυμο, υποθέτω πώς έχει προσφυγική, πιθανώς Ποντιακή καταγωγή, την οποία μισεί σαν το διάολο το λιβάνι.Θεωρώντας ότι κάνει "αντιεθνικιστικό αγώνα", δέχεται να συνταχθεί με τον χειρότερο εθνικισμό του κόσμου, τον Τουρκικό που βάσισε την ύπαρξη του "Έθνους" του στην πρώτη κρατικά αποφασισμένη γενοκτονία του 20ου αιώνα. Κάνει δηλώσεις στις Τουρκικές εφημερίδες και αναμασά τα ευτελέστερα επιχειρήματα των Τουρκικών μυστικών Υπηρεσιών.Πρίν απο μερικά χρόνια, η Τουρκία όρισε τον κίνδυνο απόκτησης Ελληνικής συνείδησης από τους Ελληνόφωνους (Ποντιόφωνους) μουσουλμάνους του Πόντου, σαν τον υπ' αρίθμ. 2 δυνητικό κίνδυνο ασφαλείας, μετά το Κουρδικό, παρά τις έμπρακτες διαβεβαιώσεις του Ελληνικού κράτους πως αποτάσσεται τους μουσουλμάνους Ρωμαίους Πόντιους, των περιοχών Τόνιας (Θοανίας) Τραπεζούντος, Όφεως Τραπεζούντος, και Σουρμένων (Μπέσκιοϊ= πενταχώρι).Μετ΄ επιτάσεως, το Τουρκικό κράτος, διακίνησε την ιδέα πως δεν υπάρχουν διακριτές εθνότητες στην περιοχή του Πόντου, αλλά πως όλες οι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες είναι παραλλαγές της "Μαυροθαλασσίτικης" πολιτισμικής απόχρωσης του Τουρκικού Έθνους.Τα επιχειρήματα που διακινεί ο ανωτέρω πρακτορίσκος, είναι βγαλμένα απο το σαθρό και γελοίο κρατικό Τουρκικό οπλοστάσιο.Η αλήθεια είναι η εξής:1. Οι Χριστιανοί Πόντιοι της Ελλάδας και οι Μουσουλμάνοι Ελληνόφωνοι Πόντιοι της Τουρκίας, προέρχονται απο τους Έλληνες που αποίκισαν την Σινώπη τουλάχιστον το 700 π.χ. Τό μαρτυρεί η Γλώσσα τους και τα ήθη τους.2. Οι μουσουλμάνοι Ελληνόφωνοι Πόντιοι της Τουρκίας, εκμουσουλμανίστηκαν δια της βίας γύρω στο 1600. Πολλές οικογένειες θυμούνται ακόμα το Ελληνικό τους επίθετο.3. Οι Λαζοί του Ανατολικού Πόντου, είναι οι αρχαίοι Κολχοί, Μεγρελικής καταγωγής (Γεωργιανό φύλο).4. Υπάρχουν κοινές παραδόσεις μεταξύ Λαζών, Ελλήνων Χριστιανών Ποντίων, και Τουρκων πολιτών μουσουλμάνων Ελληνόφωνων ποντίων. Μουσικές, ενδυματολογικές, κλπ. Οι βασικές παραδόσεις που τους διαφοροποιούν, είναι η γλώσσα και η θρησκεία. Οι Λαζοί είναι μουσουλμάνοι και έχουν δική τους ξεχωριστή γλώσσα. Η ανταλλαγή των πληθυσμών έγινε βάσει της θρησκείας. Η γλώσσα όμως, ως φορέας παραδόσεων, κοσμοαντίληψης και τρόπου ζωής, είναι ίσως ο σημαντικότερος παράγων αυτοπροσδιορισμού. Βάσει της γλώσσας, οι Ποντιόφωνοι μουσουλμάνοι αυτοπροσδιορίζονται ως "Ρωμαίοι", και ολοένα και περισσότεροι τα τελευταία χρόνια συνειδητοποιούν την σχέση του Ρωμαίος με το Έλληνας. Και δεν εννοώ με το Ελληνικό κράτος, αλλά με τον Ελληνισμό.5. Κάποια παρεξήγηση προέκυψε από την αναφορά ημών των Ελλήνων Ποντίων ως "Λαζών", και το λάθος κάποιων ανιστόρητων δικών μας να αποδεχθούν την ονομασία. Η αγράμματη γιαγιά μου, που ήρθε πρόσφυγας από τον Πόντο, όταν άκουγε να μας αποκαλούν λαζούς, εξεγείρονταν και έλεγε: 'Εμείς κ' είμες Λάζ'. Εμείς είμες Ρωμαίοι". Δηλαδή, πρός Θεού βρέ παιδιά, εμείς δεν είμαστε Λαζοί, εμείς είμαστε Έλληνες."





Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Η προσπάθεια για ελληνο-αρμενική συνομοσπονδία (1918-1921)

To κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή τη συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας που υπεγράφη πριν μερικά χρόνια μεταξύ της Ελλάδας και της Αρμενίας
Η πολιτική σημασία της στρατιωτικής συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδας και της Αρμενίας είναι μεγάλη. Aπόδειξη τούτου ήταν η αντίδραση της Τουρκίας, η οποία ένοιωσε απειλούμενη από την σύμπραξη των δύο ιστορικών εθνών της περιοχής μας. Δεν είναι ασήμαντο το γεγονός ότι ο γεωγραφικός χώρος που καταλαμβάνει η σημερινή Τουρκία ανήκε πριν την έλευση των Τούρκων από την Κεντρική Ασία στους Έλληνες και στους Αρμένιους. Επιπλέον οι Έλληνες και οι Αρμένιοι υπήρξαν τα θύματα των εθνικών εκκαθαρίσεων στην Μικρά Ασία και στην Ανατολία στις αρχές του αιώνα μας προκειμένου να δημιουργηθεί η σύγχρονη Τουρκία.
Οι Έλληνες και οι Αρμένιοι συναντήθηκαν πολιτικά και στις αρχές του αιώνα, όταν βάδισαν το δρόμο της χειραφέτησής τους συγκρουόμενοι με το τουρκικό κράτος. Η ελληνική παρέμβαση στον χώρο του Καυκάσου έγινε μέσω της δράσης των πολυάριθμων ελληνικών πληθυσμών του Πόντου και των πολιτικών στόχων για δημιουργία δεύτερου ελληνικού κράτους στην περιοχή.
Οι σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων και των Αρμενίων δεν ήταν πάντοτε καλές. Πολλές φορές πολέμησαν μαζί κατά του κοινού εχθρού αλλά υπήρχαν και φορές που συγκρούστηκαν με μεγάλη ένταση.
Οι Ελληνες της Αρμενίας
Μετά την κατάρρευση της τσαρικής Ρωσίας, τον Μάρτιο του 1917, δημιουργήθηκε στον Καύκασο η Αρμενική Δημοκρατία. Στα εδάφη της κατοικούσαν πολυάριμοι εληνικοί πληθυσμοί, κυρίως στις περιοχές Καρς και Αρνταχάν. Ο ελληνικός πληθυσμός οργανώθηκε στο “Εθνικό Συμβούλιο Ελλήνων” και αγωνίστηκε με κάθε τρόπο για την αυτονομία του και την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Η κατάσταση που επικρατούσε στη νεαρή αυτή Δημοκρατία ήταν σχεδόν χαώδης. Οι επιδρομές των Τούρκων και το πλήθος των προσφύγων δημιουργούσε αξεπέραστες δυσκολίες. Ο ελληνικός πληθυσμός για να αντιμετωπίσει όλα αυτά τα προβλήματα συσπειρώθηκε γύρω από τις οργανώσεις του. Οπως προκύπτει από τα αρχεία του Εθνικού Συμβουλίου Ελλήνων της Αρμενίας, από παντού έφταναν διαμαρτυρίες των ελληνικών κοινοτήτων για την στάση της Αρμενικής κυβέρνησης. Το κύριο ζήτημα που αντιμετώπιζαν ήταν η αποτροπή της βίαιης επιστράτευσης. Η πίεση αυτή ενίσχυσε τις τάσεις μετανάστευσης που είχαν εμφανιστεί στον ελληνικό πληθυσμό.
Στις 14 Ιουλίου 1918 συγκλήθηκε στο Καρς το Α’ Συνέδριον των Ελλήνων της Αρμενικής Δημοκρατίας. Το Συνέδριο διαπίστωσε ότι ο ελληνικός πληθυσμός βρισκόταν τους 5 τελευταίους μήνες σε πόλεμο με οπλισμένες ομάδες Κούρδων. Δεν αποδέχθηκε την επιστράτευση που προωθούσε η αρμενική κυβέρνηση και απαιτούσε δικαιώματα αυτοδιοίκησης και διεύρυνση των δικαιωμάτων του Εθνικού Συμβουλίου.
Η προέλαση των Τούρκων, ως αποτέλεσμα της συνθήκης του Μπρέστ Λιτόφσκ μετέφερε σε άλλο σημείο το κέντρο βάρους. Άρχισε η φυγή των 70.000 Ελλήνων προς το Βορρά. Η αποχώρηση την περιοχή του Κυβερνείου του Καρς δεν έγινε παντού ομαλά. Σε μερικές περιοχές παρατηρήθηκαν, εκτός από τις συγκρούσεις με τα άτακτα σώματα των μουσουλμάνων και συγκρούσεις των ελληνικών και των αρμενικών δυνάμεων με αποκορύφωμα τα γεγονότα που έγιναν στο χωριό Καράκλησσέ. Η αφορμή δόθηκε από την απαίτηση των Αρμενίων για παραχώρηση αλόγων. Η άρνηση των Ελλήνων οδήγησε σε σκληρή μάχη με πολλά θύματα και από τις δύο πλευρές. Η κατάληψη του χωριού από τα αρμενικά στρατεύματα ακολουθήθηκε από σφαγή του εναπομείναντος πληθυσμού.
Οι δραματικές εξελίξεις με την προέλαση των Τούρκων, συνδυασμένες με την αδυναμία συνεννόησης των Ελλήνων και Αρμενίων για κοινή στρατιωτική δράση, όπως φάνηκε από το περιστατικό της Καρακλησέ, οδήγησε στη διάλυση την ελληνική στρατιωτική οργάνωση.

[Η προτεινόμενη ελληνο-αρμενική συνομοσπονδία. Το παραλιακό τμήμα του νέου κράτους θα περιλάμβανε τον ανατολικό Πόντο, ενώ ο δυτικός θα εντασσόταν στο υπό δημιουργία τουρκικό εθνικό κράτος. Η ρύθμιση αυτή σχεδιαζόταν να αλλάξει, προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων και εις βάρος των τουρκικών, από τον βρετανικό παράγοντα την περιόδο που προηγήθηκε των εκλογών του Νοεμβρίου του '20 στην Ελλάδα και επανέφεραν στην εξουσία την παλιά φιλογερμανική παράταξη.]
Μετά τον πόλεμο!
Η ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων το Νοέμβριο του 1918 αναζωπύρωσε τις ελπίδες των Αρμενίων και των Ελλήνων του Πόντου, για επίλυση του εθνικού ζητήματος. Οι ελληνοαρμενικές σχέσεις, εάν εξαιρέσουμε την περιοχή του Καρς, ήταν θαυμάσιες. Σε πολλά μέρη οι Ελληνες και οι Αρμένιοι τελούσαν από κοινού μνημόσυνα για τους “κατά τους διωγμούς του πολέμου διαρκούντος απολεσθέντων”. Στην Ευρώπη οργανώθηκαν κοινά ελληνοαρμενικά συλλαλητήρια “προς απελευθέρωσιν Ελλήνων και Αρμενίων Μικράς Ασίας”.
Το ποντιακό κίνημα έθεσε το ζήτημα της δημιουργίας ελληνικού κράτους στον Πόντο. Η Εθνοσυνέλευσις του Πόντου, η “Ανατολική Βουλή του Ελληνισμού” όπως αποκλήθηκε, αποφάσισε ότι “το συμφέρον της πατρίδος απαιτεί την οριστικήν αναγνώρισιν της ελευθερίας του Πόντου και την δημιουργία Ελληνικού ανεξαρτήτου κράτους”.
Άρχισε ο επίσημος διάλογος μεταξύ Ελλάδας και Αρμενίας για την αμοιβαία υποστήριξη των αιτημάτων στα συνέδρια της ειρήνης. Οι Αρμένιοι δήλωναν υποστήριξη στις ελληνικές διεκδικήσεις “επί της Κωνσταντινουπόλεως, Σμύρνης και βιλαετίου Τραπεζούντος”.
Πολύ σύντομα παρατηρήθηκε αλλαγή της στάσης και οι Αρμένιοι άρχισαν να διεκδικούν έξοδο του αρμενικού κράτους στον Εύξεινο Πόντο. Η διεκδίκηση της περιοχής Τραπεζούντας από τους Αρμενίους κατέστη πρόδηλος και η κίνηση των Ελλήνων του Πόντου για ανεξαρτησία θεωρήθηκε ότι συνιστούσε “διάθεσιν επιθετική κατά των Αρμενίων”. H επίσημη θέση της Ελλάδας στην αρχή του 1919 ήταν η υποστήριξη της ανεξαρτησίας της Αρμενίας συμπεριλαμβομένης της περιοχής Τραπεζούντας. Ο Βενιζέλος δήλωνε ότι συμφωνεί με την ενσωμάτωση του βιλαετίου Τραπεζούντας στο αρμενικό κράτος.
Οι δηλώσεις αυτές “έγιναν πρόξενοι αλγεινών εντυπώσεων εις Ποντίους”. Σφοδρή υπήρξε η αντίδραση των ποντιακών οργανώσεων στην τοποθέτηση αυτή. Oι οργανώσεις των Ελλήνων του Πόντου κατέκλυσαν το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος με πλήθος καταγγελιών και τηλεγραφημάτων διαμαρτυρίας. Από τη Μασσαλία, το Λονδίνο, το Αλγέρι, τη Νέα Υόρκη, τη Νεβάδα, το Νιου Τζέρσεϋ κ.λπ. καταγγέλουν “την προβαλλόμενη ιδέα καθ’ ήν η πατρίς ημών φέρεται περιλαμβανομένη εντός μέλλοντος αρμενικού κράτους”. Διακήρυσσαν ότι “Ο Εύξεινος Πόντος υπήρξε πάντοτε χώρα ανεξάρτητος μέλλεται δε να ζήση εκ νέου ελεύθερος απαλασσόμενος της τουρκικής κυριαρχίας”.
Ως αποτέλεσμα των αντιδράσεων αυτών άλλαξε η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης. Επιλλέχθηκε η πολιτική της ενεργούς ανάμιξης στα πράγματα του Πόντου και του Καυκάσου και αποστάλθηκαν ο συνταγματάρχης Δ. Καθενιώτης και ο Ι. Σταυριδάκης στην περιοχή. Στα πλαίσια του ελληνικού στρατού άρχισε παράλληλα η συγκρότηση ποντιακών ταγμάτων με στόχο την αποστολή τους στον Πόντο.
Μετά την απόβαση του Κεμάλ στις 19 Μαϊου 1919 στη Σαμψούντα και τη συγκρότηση του τουρκικού εθνικιστικού στρατού, οι συγκρούσεις άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Οι άτακτες συμμορίες των Τούρκων ληστών και φυγόδικων νομιμοποιήθηκαν. Ο Χρύσανθος με υπόμνημά του προς τον Βρεττανό πρωθυπουργό ζήτησε ενίσχυση του ποντιακού κινήματος. Η γενικώτερη όμως στάση των συμμάχων ήταν αρνητική. Οι Τούρκοι φοβόνταν το ποντιακό κίνημα καθώς και την πιθανότητα ενίσχυσής του από την Ελλάδα. Στον Καύκασο άρχισαν μεγάλες συγκρούσεις με τους άτακτους μουσουλμάνους. Τα ελληνικά χωριά βρέθηκαν ξανά σε κίνδυνο. Οι Αρμενικοί πληθυσμοί αντιμετώπιζαν και πάλι τον κίνδυνο της γενοκτονίας λόγω της εξέγερσης των ντόπιων μουσουλμάνων.
Οι προτάσεις
Στην Ελλάδα απορρίφθηκε από την κυβέρνηση η αγωνιώδης πρόταση των Ποντίων για επέμβαση, την χρηματοδότηση της οποίας αναλάμβαναν οι ίδιοι.. Ο Ι. Σταυριδάκης με υπόμνημά του από την Τιφλίδα θεωρούσε ρεαλιστική και επιβεβλημένη την ελληνική επέμβαση στον Πόντο και πρότεινε την αποστολή ελληνικού στρατού στην περιοχή με στόχους την απελευθέρωση μιας “ελληνικής επαρχίας οία ο Πόντος”, την περικύκλωση του τουρκικού στρατού και την επιβεβαίωση του ρόλου της Ελλάδας στο χώρο της Υπερκαυκασίας.
Ο Ι. Σταυριδάκης θεωρούσε ότι η ιστορική συγκυρία προσέφερε μια μοναδική ευκαιρία στην Ελλάδα για να κατοχυρώσει τη θέση της στην περιοχή και να απελευθερώσει τον κατεχόμενο Πόντο.
Το Νοέμβριο του 1919 ο Σταυριδάκης τηλεγράφησε στην Αθήνα αναφέροντας ότι μόνο με τη στρατιωτική συνεργασία του ελληνικού και του αρμενικού στοιχείου μπορεί να αντιμετωπιστεί η κατάσταση. Μετέφερε προς την ελληνική κυβέρνηση την πρόταση του Υπατου Αρμοστή των συμμάχων στην Αρμενία συν/ρχη Χάσκελ, την αποστολή 10.000 τουφεκιών σημειώνοντας παράλληλα ότι η αρμενική κυβέρνηση αποδέχτηκε τον εξοπλισμό των ντόπιων Ελλήνων. Τα όπλα αυτά μεταφέρθηκαν με το πλοίο “Ελευθερία”. Τον ίδιο μήνα ο συν/χης Δ. Καθενιώτης πρότεινε στον Βρεττανό πρέσβυ στην Αθήνα να αποσταλεί στο Βατούμι το τάγμα Ποντίων που είχε δημιουργηθεί στα πλαίσια του ελληνικού στρατού. Τον Ιανουάριο επαναλαμβάνει τις προτάσεις του στο Βρεττανό Αρμοστή του Βατούμι για μια ελληνο-βρεττανική επέμβαση κατά των Τούρκων εθνικιστών και των μπολσεβίκων. Η πρόταση αυτή συναντά την άρνηση της βρεττανικής πλευράς.
Με αφορμή την Βρεττανική άρνηση, ο Ε. Βενιζέλος άλλαξε και πάλι άποψη για το ποντιακό ζήτημα και έσπευσε να δηλώσει: “…θεωρώ όλως απίθανον ότι θα ληφθεί περί τούτων (σ.τ.σ. των Ελλήνων του Πόντου) ειδική πρόνοια, πλην των γενικών εγγυήσεων, ως ζητούν να επιτύχουν υπέρ των ξένων εθνοτήτων, όσαι θα παραμείνωσιν υπό Τουρκικήν Κυριαρχίαν”.
Οι δηλώσεις του Ε. Βενιζέλου προκάλεσαν την άμεση αντίδραση των στελεχών του ποντιακού κινήματος. Ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος τον χαρακτήρισε ”απληροφόρητο στο ζήτημα του Πόντου“.
Ελληνο-αρμενική συνομοσπονδία.
Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν τους Πόντιους στο να υιοθετήσουν τη γραμμή της Αθήνας και να αντιμετωπίσουν ενιαία το ζήτημα Πόντου-Αρμενίας. Η γραμμή της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να επιδιωχθεί πάσει θυσία συμφωνία με τους Αρμενίους. Στο πλαίσιο αυτό αποστάλθηκε βοήθεια στον αρμενικό στρατό.
O Χρύσανθος, εκπροσωπώντας τις ποντιακές οργανώσεις, πήγε πρώτα στην Τιφλίδα για συνομιλίες με τους Γεωργιανούς ηγέτες και κατόπιν στην αρμενική πρωτεύουσα Εριβάν. Εκεί, από τις 10 ως τις 16 Ιανουαρίου 1920, πήρε μέρος σε συνδιάσκεψη με την αρμενική κυβέρνηση. Η συμφωνία υπογράφηκε από τον Αρμένιο πρωθυπουργό Χατισιάν και τον Μητροπολίτη Χρύσανθο. Παράλληλα Αρμένιοι αξιωματικοί και ο συνταγματάρχης Καθενιώτης υπέγραψαν στρατιωτική συμφωνία. Η πολιτική συμφωνία πρόβλεπε ομοσπονδία Ελλήνων και Αρμενίων. Η στρατιωτική συμφωνία πρόβλεπε για τα ελληνικά στρατεύματα που επρόκειτο να επιβιβαστούν στην Τραπεζούντα, την προώθησή τους ως το Ερζερούμ με στόχο την προστασία του ελληνικού στοιχείου. Παράλληλα ο αρμενικός στρατός θα υπεράσπιζε τα σύνορα του Καυκάσου.
Τα δύο μέρη δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν στις λεπτομέρειες. Οι Ελληνες πρότειναν συνομοσπονδία Πόντου-Αρμενίας με την εξής διατύπωση: “Ο Πόντος, ο οποίος συνίσταται εκ του βιλαετίου Τραπεζούντος, τον καζά Σαμψούντος, τον καζά της Αμασείας και τον καζά της Σινώπης, σχηματίζει με την Αρμενία μια Ποντιο-Αρμενική ομοσπονδία”. Οι Αρμένιοι από την πλευρά τους πρότειναν, με τις υπογραφές των Χατισιάν, Ζασουλιάν και Τσαρπασιάν την εισδοχή του Πόντου στο κρατικό συγκρότημα της Αρμενίας ως εξής: “Ο Πόντος εισέρχεται στο συγκρότημα της Αρμενικής Δημοκρατίας ως μία ομοσπονδιακή ενότης με ένα και μόνο στρατό, ένα ισχύον νόμισμα, με μία ταχυδρομική και τηλεγραφική υπηρεσία… με μία εξωτερική πολιτική και ένα μόνο κοινοβούλιο αφήνωντας στα εσωτερικά ζητήματα του Πόντου την ελευθερία να διοικήσουν με τα δικά τους όργανα”.

Ο Κ. Κωνσταντινίδης, ηγέτης του ποντιακού κινήματος και πρόεδρος του “Παμποντίου Συνεδρίου” της Μασσαλίας, κατάγγειλε τις δηλώσεις Αχαρονιάν, προέδρου της αποστολής της Αρμενικής Δημοκρατίας, για “την ανάγκην παραχωρήσεως εξόδου εις την θάλασσα, από Τριπόλεως μέχρι και Χόπας”. Αφού επανέλαβε ότι “Ιστορικώς και εθνολογικώς τα εν λόγω εδάφη είναι ελληνικά” καταγγειλε τον Αχαρονιάν ότι αγνοούσε την συμφωνία ποντιο-αρμενικής ομοσπονδίας, ότι αποκήρυσσε με τον τρόπο αυτό “την εχέφρονα πολιτικήν της συμπράξεως των δύο εθνών” και ότι διακατέχεται από “πνεύμα Ιμπεριαλιστικής επεκτάσεως εις βάρος γείτονος έθνους”
Το γεγονός της διαφορετικής αντίληψης περί συμφερόντων του κάθε έθνους και της αμοιβαίας καχυποψίας που επικρατεί απομακρύνει τις δύο πλευρές. Ο Βενιζέλος, παρ’ ότι επαναλάμβανε ότι “Δεν θα εδυσαρεστούμην εάν επρόκειτο να συνδεθεί ο Πόντος με την Αρμενία” άλλαξε άποψη κάτω από το φως των νέων δεδομένων στο χώρο του Πόντου. Ο συν/χης Δ. Καθενιώτης κατάθεσε την τελική του έκθεση με την οποία πρότεινε τη στρατιωτική επέμβαση του ελληνικού στρατού στον Πόντο με στρατηγικό στόχο τη δημιουργία ελληνικού κράτους και την αποκοπή του δρόμου επικοινωνίας Τούρκων- μπολσεβίκων.
Ζητούσε επίσης από τις ελληνικές στρατιωτικές ομάδες του Καυκάσου να είναι έτοιμες για εκστρατεία στον Πόντο. Στην έκθεση Καθενιώτη διατυπώθηκαν οι εξής σκέψεις:
” Εχομεν λοιπόν άμεσον συμφέρον και δια την ίδρυσιν του Αρμενικού Κράτους και δια το της Κιλικίας. Αλλ’ εκείνο, όπερ θα μας εξησφάλιζε ριζικώτερον, είναι η σύμπηξις ενός Κράτους του Πόντου, το οποίον φυσικά θα εκανόνιζε την εκάστοτε στάσιν του με τας υποδείξεις των Αθηνών…”
Ο Ε. Βενιζέλος ανακοίνωσε στον Λόϋνδ Τζωρτζ το σχέδιο του για επέμβαση στον Πόντο με στόχο τη δημιουργία ελληνικού κράτους. Όμως στις 14 Νοεμβρίου 1920 ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές. Τον Δεκέμβριο οι Τούρκοι νίκησαν τον αρμενικό στρατό, με την αμέριστη υποστήριξη των μπολσεβίκων που επεκτείνονταν προς το νότο και κατέλυαν τις Δημοκρατίες του Καυκάσου. H ήττα του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922 επικύρωσε την κυριαρχία των Τούρκων στον χώρο.

Βλάσης Αγτζίδης

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Με οικολογική καταστροφή κινδυνεύει ο Εύξεινος Πόντος

Το υπό κατάρρευση φράγμα που απειλεί με οικολογική καταστροφή την περιοχή της Κιουτάχειας και τον Εύξεινο ΠόντοΗ κατάρρευση του προστατευτικού φράγματος στο οποίο υπάρχουν 20 εκατομμύρια κυβικά μέτρα ύδατος που περιέχει κυάνιο, κατάλοιπο της επεξεργασίας χρυσού που εξορύσσεται στην περιοχή της Κιουτάχειας, από την εταιρεία ETİ Gümüş A।Ş।, εκτός του ότι θέτει σε κίνδυνο την περιοχή της Κιουτάχειας και του Εσκίσεχιρ, απειλεί να μολύνει τη θάλασσα του Ευξείνου Πόντου, μέσω των υδάτων του Σαγγάριου, που αναμένεται να μολυνθεί κι αυτός από τα νερά του φράγματος।Να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που καταρρεύσει ολοκληρωτικά το προστατευτικό φράγμα η οικολογική καταστροφή θα είναι τεράστια και κατά 25 φορές μεγαλύτερη από την καταστροφή που προκάλεσε κατάρρευση αντίστοιχου φράγματος στην Ουγγαρία, από την οποία υπέστη τεράστια καταστροφή ο πανίδα του Δούναβη.Μηχανικοί περιβάλλοντος αναφέρουν ότι σε περίπτωση που διαχυθούν τα μολυσμένα ύδατα στην περιοχή, θα μολυνθούν τα υπόγεια ύδατα, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στο θάνατο και η γεωργική παραγωγή σε μια εκτεταμένη περιοχή.Πηγή: ΙΝΤΕΡΝΕΤ ΧΑΜΠΕΡ

Αθήνα: «Ημερολόγιο για την εκδίωξη των Ελλήνων» από το Ερζερούμ το 1916

Η εκδίωξη το 1916 των Ελλήνων από την τουρκική πόλη Ερζερούμ, την αρχαία Θεοδοσιούπολη, ξαναζωντανεύει μέσα από ένα ημερολόγιο που δίνεται τώρα στη δημοσιότητα με τίτλο "Ερζερούμ 1916" (εκδόσεις Αρμός ) και σχόλια του Γιώργου Σιγαλού, που έλκει την καταγωγή του από εκείνα τα μέρη।

Είναι οι προσωπικές σημειώσεις του εμπόρου-παντοπώλη Δημήτρη Αυγερινού, ο οποίος καταγράφει την προσωπική του ιστορία και την πορεία 60 Ρωμιών οικογενειών- των τελευταίων βυζαντινών της περιοχής- οι οποίες οικογένειες ειδοποιήθηκαν ένα πρωί του Γενάρη από τις τουρκικές αρχές να μαζέψουν τα πράγματά τους και να φύγουν με δικά τους μεταφορικά μέσα για την Αργυρούπολη του Πόντου, το τουρκικό Κιμισχανά. Πρόκειται για ένα μοναδικό ντοκουμέντο ρωμιοσύνης, που γράφτηκε εν θερμώ, ενώ τα κατακλυσμικά γεγονότα εξελίσσονταν.Πριν από την παράθεση του ημερολογίου, που το φύλαγε χρόνια ένας Έλληνας εγκατεστημένος στις ΗΠΑ, συγγενής του Αυγερινού και δόθηκε στον συγγραφέα, υπάρχουν εισαγωγικά σχόλια που βάζουν τον αναγνώστη στην ιστορία:Το επαναστατικό καθεστώς του Κεμάλ Ατατούρκ, με βάσει το δόγμα ότι όλες οι εθνότητες συνωμοτούσαν για να διαλύσουν την Τουρκία , αποφάσισε την απέλαση των Ελλήνων από την περιοχή του Πόντου, με πρόσχημα την επικείμενη κατάληψη της περιοχής από τους Ρώσους, για τους οποίους οι Ρωμιοί ένοιωθαν φιλικά αισθήματα.Μάζες Τούρκων και Λαζών, καθώς έφευγαν για να μην πέσουν στα χέρια των επίλεκτων Κοζάκων, επιδίδονταν σε πλιάτσικο, βιασμούς και φόνους. Μόνο στην περιφέρεια Χαλδείας λεηλατήθηκαν 32 χωριά και σκοτώθηκαν 157 Έλληνες.Στο τέλος του 1918, όταν οι Μπολσεβίκοι είχαν ανατρέψει τον Τσάρο, με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν οι Ρώσοι, και με το νέο δεδομένο ότι ο το καθεστώς είχε στηρίξει το κίνημα του Κεμάλ, ήρθε η συμφορά: από τις 145 ελληνικές κοινότητες με 76.000 κατοίκους πάνω από 65.000 είτε αποχώρησαν με τους ρώσους, είτε απελάθηκαν στο εσωτερικό, είτε σκοτώθηκαν. Μετέπειτα, οι συμπεριφορά των Τούρκων ήταν τυραννική. Τουλάχιστον άλλοι 35.000 απελάθηκαν από τα χωριά της Κερασούντας με τους πρόσφυγες να καταδικάζονται στον δι΄ ασιτίας θάνατο. "Κάποιοι έφθασαν στο σημείο να τρώνε ακόμη και τα τσαρούχια τους" αναφέρει ο συγγραφέας…Το ημερολόγιο ξεκινά τα ξημερώματα της 4ης Ιανουαρίου του 1916 όταν στο σπίτι του Αυγερινού χτυπούσαν την πόρτα: "άνοιξα και βλέπω αστυνόμους οίτινες μου λέγουν αυτολεξί … σε μισή ώρα θα εγκαταλείψετε την πόλη … Ανέβηκα εις το δωμάτιον του κοιτώνος … Εφανταζόμουν το θάνατον προσεχέστατον… Ήλθε ο Μιλτιάδης , η Μοίρα με κοπετούς και θρήνους, ένας κλαίει απ΄ εδώ άλλος από κει και εν συνόλω μία σκηνή κηδείας …".Ακολουθούν καταγραφές για την εξαήμερη πορεία μέσα από τα όρη με υψόμετρο πάνω από τα 2.000 μέτρα σε απόσταση 180 χιλιομέτρων και το ημερολόγιο τελειώνει όταν έφθασαν στην Αργυρούπολη και ο Αυγερινός κρύφτηκε. Τελικά, επειδή είχε ρωσική υπηκοότητα ,κατέφυγε στο Αικατερινοντάρ όπου πέθανε σε ηλικία μόλις 28 ετών. Η οικογένειά του ήλθε στην Ελλάδα , χωρίς ποτέ να λησμονεί.Ένα ημερολόγιο μνήμης για το μαρτυρολόγιο του ελληνισμού που εκδιώχθηκε από τόπους αρχέγονους .Κώστας Μαρδάς