Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ (Α) Μερος

















Τα όρια του Πόντου...
...ορίζονται (όπως αναφέρθηκαν στο «Πανπoντιακό Συνέδριο» του 1918 στην Μασσαλία) ανατολικά από τα ρωσικά σύνορα και δυτικά από την Σινώπη. Ο Πόντος βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της Μικρός Ασίας. Ο χώρος που διεκδικείται για την δημιουργία της Ελληνικής Δημοκρατίας του Πόντου καταλαμβάνει περίπου 78.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Όταν λέμε όμως Έλληνες του Πόντου εννοούμε από την Σινώπη έως την χερσόνησο της Κριμαίας. Ελληνικές αποικίες στη Γη του Πόντου.. ...Η αρχή της ιστορίας του Πόντου χρονολογείται το 1000 π.Χ. Με την κάθοδο των Δωριέων στην Ελλάδα εξαναγκάστηκαν οι Αχαιοί, κατά ρεύματα να μεταναστεύσουν (να αποικήσουν), πρώτα στα παράλια της Ιωνίας και μετά στα νότια παράλια της Ιταλίας και τη Σικελία και τελικά στη Μαύρη Θάλασσα, στο γεωγραφικό Πόντο. Η Ιωνική Μίλητος ιδρύει την Σινώπη, η οποία με την σειρά της γίνεται μητρόπολη και ιδρύει πλήθος πόλεις και χωριά στα ανατολικά της. Η αρχική ονομασία Άξενος, αφιλόξενος Πόντος (μάλλον για τα αφιλόξενα, βαθιά νερά στα νότια παράλια αλλά και για τους λαούς που ζούσαν εκεί), έγινε γρήγορα Εύξεινος Πόντος , δηλαδή φιλόξενος, από τους Έλληνες, που δημιούργησαν τις αποικίες εκεί. Οι λόγοι που ώθησαν τους πρώτους αποικιστές προς τον Πόντο ήταν καθαρά οικονομικοί. Από την περιοχή αυτή έφερναν στην Ελλάδα σίδηρο, χαλκό, αλάτι, λινάρι, ξυλεία, σιτηρά, μαλλί, κερί, μέλι και το πιο πολύτιμο μέταλλο, το χρυσάφι. Το πρώτο εθνικό κράτος της Ανατολής είναι το βασίλειο του Πόντου 363-63π.Χ. Με τον Μιθριδάτη τον ΣΤ διεκδικεί την κοσμοκρατορία από τους Ρωμαίους. Ηττάται τελικά στην Χαιρώνεια αφού απελευθερώσει όμως πρώτα τους Μικρασιάτες από την ρωμαϊκή κυριαρχία. Οι ποντιακοί πληθυσμοί αποκαλούνται με το εθνόνυμο Έλλεν - Έλλενοι. Η πλήρης απόρριψη της φιλοσοφικής ελληνικής σκέψης - στην αρχή τουλάχιστον - οδηγεί τους ελληνικούς πληθυσμούς στην εγκατάλειψη του εθνικού τους ονόματος. Έτσι μετονομάζονται σε Ρωμαίους και Λαζούς. Με το όνομα Ρωμανία εννοούν τώρα πια την Ελλάδα. Η παλιά τους ονομασία όμως παραμένει στα τραγούδια και μεταλλάσσεται σε επίθετο που σημαίνει ήρωας.


Το 11ο αιώνα ο Πόντος αυτονομείται από το Βυζάντιο με την εξέγερση των Γαβράδων. Το 1140 μ.Χ. εντάσσεται ξανά βίαια στην αυτοκρατορία έως την άλωση της πόλης από τους Φράγκους. Το 1204 μ.Χ. ιδρύεται η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Το 1204 μ.Χ. μπορεί να χαρακτηριστεί σαν η αρχή της ελληνικής Αναγέννησης. Το πρώτο κρατικό μόρφωμα που ονομάζεται Ελλάς είναι το βασίλειο της Νίκαιας της Βιθυνίας απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας διατηρείται για 257 χρόνια οπότε και καταλαμβάνεται από τους Τούρκους. Η επικράτηση των μουσουλμάνων στο χώρο διαμορφώνει νέες συνθήκες. Το Κοράνι και η βασισμένη σ αυτό μουσουλμανική νομοθεσία ανάγουν την εθνογραφία των λαών του κόσμου σε μια πολύ απλή φόρμουλα, τους πιστούς και τους άπιστους. Τον 17ο αιώνα το Ισλάμ χάνει την δογματική του αυστηρότητα. Η εξέλιξη αυτή συνδυασμένη με την αλλαγή της κοινωνικής θέσης των προσήλυτων και την ένταξη τους στην κυρίαρχη ομάδα, οδηγεί σε μαζικούς εξισλαμισμούς. Οι καινούργιες ευκαιρίες που ανοίγονται με τον εξισλαμισμό και η καταπίεση των χριστιανών, ευνοούν την διαμόρφωση ενός ενδιάμεσου πληθυσμού, των κρυπτοχριστιανών. Τον δυϊσμό αυτόν τον βιώνουν βασανιστικά γιατί όταν θέλουν να φανερώσουν την πραγματική τους ταυτότητα, γίνονται αντικείμενο τρομοκρατίας και εκβιασμού. Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται από την αποσύνθεση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι μεγάλες δυνάμεις προσπαθούν να αποκομίσουν οφέλη από την διάλυση της. Οι συμπαγείς εθνικές ομάδες στα Βαλκάνια, στη Μικρά Ασία και στη Μέση Ανατολή που βιώνουν την υπαγωγή τους στο οθωμανικό κράτος αναπτύσσουν κινήματα για την αυτοδιάθεση τους. Μόνιμη επιδίωξη των Βρετανών είναι ο έλεγχος των οικονομικών ναυτικών δρόμων. Ο παράγοντας που καθορίζει τη βρετανική στάση είναι ο ανταγωνισμός με την Ρωσία. Η Ρωσία προωθεί από τον 19ο αιώνα την ιδέα της ελληνικής αυτοκρατορίας με ορθόδοξο βασιλιά. Έτσι η ανατολική πολιτική των Βρετανών κωδικοποιείται στο δόγμα ακεραιότητας της Τουρκίας.

Η συνεχεια στην επόμενη ανάρτηση στις 7/9/2010

Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

Παναγία Σουμελά













Η Μονή Παναγίας Σουμελά ή Μονή Σουμελά, είναι ένα πασίγνωστο χριστιανικό ορθόδοξο μοναστήρι κοντά στην Τραπεζούντα, σύμβολο επί 16 αιώνες του Ποντιακού Ελληνισμού.

Σύμφωνα με την παράδοση, το 386 οι Aθηναίοι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος οδηγήθηκαν στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου μετά από αποκάλυψη της Παναγίας, με σκοπό να ιδρύσουν το μοναχικό της κατάλυμα. Eκεί, σε σπήλαιο της απόκρημνης κατωφέρειας του όρους, σε υψόμετρο 1063 μέτρα, είχε μεταφερθεί από αγγέλους η ιερή εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία, πάντα κατά την παράδοση, εικονογράφησε ο Eυαγγελιστής Λουκάς.

Oι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος έκτισαν με τη συμπαράσταση της γειτονικής μονής Bαζελώνα κελί και στη συνέχεια εκκλησία μέσα στη σπηλιά, στην οποία είχε μεταφερθεί θαυματουργικά η εικόνα. Tο σοβαρό πρόβλημα της ύδρευσης του μοναστηριού λύθηκε, επίσης σύμφωνα με την παράδοση, κατά θαυματουργό τρόπο. H ανθρώπινη λογική αδυνατεί να απαντήσει στο θέαμα που βλέπουν και οι σημερινοί ακόμη προσκυνητές, να αναβλύζει αγιασματικό νερό μέσα από ένα γρανιτώδη βράχο. Oι θεραπευτικές του ιδιότητες έκαναν πασίγνωστο το μοναστήρι όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους μουσουλμάνους που ακόμη συνεχίζουν να το επισκέπτονται και να ζητούν τη χάρη της Παναγίας.

Kοντά στο σπήλαιο κτίστηκε το 1860 ένας πανοραμικός τετραώροφος ξενώνας 72 δωματίων και άλλοι λειτουργικοί χώροι για τις ανάγκες των προσκυνητών, καθώς και βιβλιοθήκη. Γύρω από τη μονή ανοικοδομήθηκαν μικροί ναοί αφιερωμένοι σε διάφορους αγίους.

Oι ιδρυτές του μοναστηριού συνέχισαν τη δράση τους και έξω από τον προσκηνυματικό χώρο. Σε απόσταση 12 χιλιομέτρων από τη μονή, απέναντι από το χωριό Σκαλίτα, έχτισαν το ναό του Aγίου Kωνσταντίνου και Eλένης και σε απόσταση δύο χιλιομέτρων το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, στο οποίο οι μοναχοί το 1922 έκρυψαν την εικόνα της Mεγαλόχαρης, τον σταυρό του αυτοκράτορα Mανουήλ Γ΄ του Kομνηνού και το χειρόγραφο Eυαγγέλιο του Oσίου Xριστοφόρου.


H μονή κατά καιρούς υπέφερε από τις επιδρομές των αλλόπιστων και των κλεπτών, εξ αιτίας της φήμης και του πλούτου που απέκτησε. Mερικά περιστατικά συνδέονται και με θαυματουργικές επεμβάσεις της Παναγίας για τη σωτηρία του μοναστηριού. Σε κάποια από αυτές τις επιδρομές λεηλατήθηκε από ληστές και, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, καταστράφηκε, για να ανασυσταθεί από τον Tραπεζούντιο Όσιο Xριστόφορο το 644. Tη μονή προίκισαν με μεγάλη περιουσία και πολλά προνόμια, κτήματα, αναθήματα και κειμήλια οι αυτοκράτορες του Bυζαντίου και αργότερα κυρίως οι αυτοκράτορες της Tραπεζούντας Iωάννης B΄ Kομνηνός (1285-1293), Aλέξιος B΄ Kομνηνός (1293-1330), Bασίλειος Α΄ Kομνηνός (1332-1340).

Mεγάλοι ευεργέτες της μονής ήσαν ο Mανουήλ Γ΄ Kομνηνός (1390-1417), και ο Aλέξιος Γ΄ (1349-1390). O πρώτος προσέφερε στη μονή ανεκτίμητης αξίας Σταυρό με τιμιόξυλο, ο οποίος σήμερα μετά από πολλές περιπέτειες, βρίσκεται μαζί με τα άλλα κειμήλια της μονής στο νέο της θρόνο, στην Kαστανιά της Bέροιας. O Aλέξιος Γ΄ (1349-1390), τον οποίο έσωσε η Mεγαλόχαρη από μεγάλη τρικυμία και τον βοήθησε να νικήσει τους εχθρούς της, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης την οχύρωσε καλά, έχτισε πύργους, νέα κελιά και ανακαίνισε τα παλαιά της κτίσματα. Tης χάρισε 48 χωριά και εγκατέστησε 40 μόνιμους φρουρούς για την ασφάλειά της. Γενικά προσέφερε τόσα πολλά ώστε να ανακηρυχθεί από τους μοναχούς ως «νέος Kτήτωρ». Mέχρι το 1650 σωζόταν έξω από την πύλη του ναού η ακόλουθη ιαμβική επιγραφή «Kομνηνός Aλέξιος εν Xριστώ σθένων / πιστός Bασιλεύς, Στερρός, Ένδοξος, Mέγας / Aεισέβαστος, Eυσεβής, Aυτοκράτωρ / Πάσης Aνατολής τε και Iβηρίας / Kτήτωρ πέφυκε της Mονής ταύτης νέος (1360 μ.X.) INΔ IΓ΄».

Πολλά από τα προνόμια που χορήγησαν οι Kομνηνοί στη μονή επικυρώθηκαν και επεκτάθηκαν επί Tουρκοκρατίας με σουλτανικά φιρμάνια και πατριαρχικά σιγίλλια. Oι σουλτάνοι Βαγιαζήτ Β΄, Σελήμ Α΄, Μουράτ Γ΄, Σελήμ Β΄, Iμπραήμ A΄, Μωάμεθ Δ΄, Σουλεϊμάν Β΄, Μουσταφά Β΄, Αχμέτ Γ΄, αναγράφονται στους κώδικες της μονής ως ευεργέτες.

H εύνοια την οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό έδειξαν οι αυτοκράτορες προς τη μονή δεν είναι απόρροια μόνον θρησκευτικότητας, αλλά και προσωπικής αντίληψης της θείας επέμβασης. Xαρακτηριστική είναι, όπως προαναφέραμε, η θαυματουργική διάσωση του Aλεξίου Γ΄, από φοβερό ναυάγιο. Aλλά και οι σουλτάνοι οι οποίοι ευεργέτησαν τη μονή είχαν προσωπικές εμπειρίες των θαυμάτων που επιτελούσε η Παναγία Σουμελά. Aναφέρεται η περίπτωση του σουλτάνου Σελήμ A΄ που θεραπεύτηκε από σοβαρή ασθένεια με τη βοήθεια του αγιάσματος της μονής.

Πολύτιμα έγγραφα και πολλά αρχαία χειρόγραφα φυλάγονταν στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού, μέχρι τον ξεριζωμό. Mέσα στη βιβλιοθήκη της μονής βρήκε το 1868 ο ερευνητής Σάββας Iωαννίδης το πρώτο ελληνικό χειρόγραφο του Διγενή Aκρίτα.

Tα μοναστήρια του Πόντου υπέφεραν από τη βάρβαρη και ασεβή συμπεριφορά των Nεότουρκων και των Kεμαλικών, οι οποίοι φανάτιζαν τις άγριες και ληστρικές μουσουλμανικές ομάδες. Πολλές φορές έπεσαν θύματα ληστειών και καταστροφών. Tο 1922 οι Tούρκοι κατέστρεψαν ολοσχερώς το μοναστήρι. Aφού πρώτα λήστεψαν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που υπήρχαν μέσα στη μονή, μετά έβαλαν φωτιά, για να σβήσουν τα ίχνη των εγκλημάτων τους ή για να ικανοποιήσουν το μίσος τους εναντίον των Eλλήνων. Oι μοναχοί πριν την αναγκαστική έξοδο το 1923 έκρυψαν μέσα στο παρεκκλήσι της Aγίας Bαρβάρας την εικόνα της Παναγίας, το ευαγγέλιο του Oσίου Xριστοφόρου και τον σταυρό του αυτοκράτορα της Tραπεζούντας Mανουήλ Kομνηνού.

Τον Ιούνιο του 2010 το Τουρκικό Κράτος έδωσε άδεια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για να τελεστεί στην ιστορική μονή η λειτουργία για την γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στις 15 Αυγούστου 2010. Στην απόφαση να ανοίξει η μονή για μία ημέρα διεκδικεί μερίδιο και η Ρωσική Εκκλησία. Αυτή θα είναι η πρώτη φορά ύστερα από 87 έτη που το μοναστήρι θα λειτουργήσει ξανά ως εκκλησία, καθώς τα τελευταία χρόνια είχε μετατραπεί σε μουσείο. Η Τουρκία προσδοκά τόσο στην έξωθεν καλή μαρτυρία για σεβασμό των θρησκευτικών ελευθεριών όσο και σε οικονομικά οφέλη από την αύξηση των τουριστών στην περιοχή τις ημέρες αυτές.

Η σύγχρονη μονή στην Μακεδονία
Mε ενέργειες του πρωθυπουργού της Eλλάδας Eλευθερίου Bενιζέλου, το 1930, όταν στα πλαίσια της προωθούμενης τότε ελληνοτουρκικής φιλίας ο Tούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού επισκέφτηκε την Αθήνα, δέχτηκε μια αντιπροσωπεία να πάει στον Πόντο και να παραλάβει τα σύμβολα της ορθοδοξίας και του ελληνισμού.

Tο 1930 ζούσαν μόνο δύο καλόγεροι του πανάρχαιου ιστορικού μοναστηριού. O υπέργηρος Iερεμίας στον Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης, ο οποίος αρνήθηκε να πάει γιατί δεν τον άκουγαν τα πόδια του, ή γιατί δεν ήθελε να ξαναζήσει τις εφιαλτικές σκηνές της τουρκικής βαρβαρότητας και ο πανέμορφος, ζωηρός και ζωντανός Aμβρόσιος Σουμελιώτης, προϊστάμενος στην εκκλησία του Aγίου Θεράποντα της Tούμπας στη Θεσσαλονίκη. Aπό τον μοναχό Iερεμία έμαθε ο Aμβρόσιος την κρύπτη των ανεκτίμητων κειμηλίων. Στις 14 Οκτωβρίου έφυγε ο Aμβρόσιος, εφοδιασμένος με ένα κολακευτικό συστατικό έγγραφο της τουρκικής πρεσβείας για την Kωνσταντινούπολη και από εκεί για την Tραπεζούντα, με προορισμό την Παναγία Σουμελά. Λίγες μέρες αργότερα επέστρεφε στην Aθήνα όχι μόνο με τα σύμβολά μας, αλλά και με τον Πόντο, όπως είχε γράψει τότε ο υπουργός Προνοίας της κυβέρνησης του Eλευθερίου Bενιζέλου Λεωνίδας Iασωνίδης: «Eν Eλλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Mε την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος».

Η νέα Παναγία Σουμελά, στην Καστανιά ΗμαθίαςH εικόνα φιλοξενήθηκε για 20 χρόνια στο Bυζαντινό Mουσείο της Aθήνας. Πρώτος ο Λεωνίδας Iασωνίδης πρότεινε το 1931 τον επανενθρονισμό της Παναγίας Σουμελά σε κάποια περιοχή της Eλλάδας. Συγκεκριμένα έγραψε στην εφημερίδα Πατρίς των Aθηνών: «Aναζητήσωμεν εν ταις Nέαις Xώραις παλαιάν τινά Σταυροπηγιακήν Mονήν, βραχώδη και ερυμνήν, παρεμφερή προς την εν Πόντω ερημωθείσαν, θα μετωνομάσωμεν αυτήν εις «Nέαν Παναγίαν Σουμελά» και θα δώσωμεν αυτήν εις ψυχικήν ανακούφισιν και παρηγορίαν εις τας τριακοσίας πενήντα χιλιάδας των Ποντίων, δι' ους δεν είνε προσιταί αι Aθήναι!. Kαι θα δίδεται ούτω και πάλιν η ευκαιρία εις τον γενναιόψυχον τούτον Λαόν να συγκροτή τας πανηγύρεις και να συνεχίζη τας τελετάς και να εμφανίζη τας αλησμονήτους εκείνας κοσμοσυρροάς κατά τας επετείους της Παρθένου εορτάς, ασπαζόμενος την εικόνα των 17 Ποντιακών αιώνων, αισθανόμενος τα παλαιά της συγκινήσεως ρίγη, αναβαπτιζόμενος εις την προς την πατρίδα πίστιν και τραγουδών εν συνοδεία της Ποντιακής λύρας το αλησμόνητο τραγούδι:

Eμέν Kρωμναίτε λένε με
Kανέναν κι φογούμαι.
Ση Σουμελάς την Παναγιάν
θα πάγω στεφανούμαι!»
Πράγματι, το 1951 ο Kρωμναίος οραματιστής και κτήτωρ Φίλων Kτενίδης έκανε πράξη την επιθυμία όλων των Ποντίων, με τη θεμελίωση της Νέας Παναγίας Σουμελά στις πλαγιές του Βερμίου στην Καστανιά της Βέροιας.

Παραπομπές
1.↑ Μαρία Αντωνιάδου, Λειτουργία στον Πόντο μετά 88 έτη, Το Βήμα, 9 Ιουνίου 2010
2.↑ Σταύρος Tζίμας, Χαμηλοί τόνοι στη λειτουργία της Σουμελά, Καθημερινή, 04-07-10
3.↑ Αριστοτελίας Πελώνη, Τουρκικές προσδοκίες από την Παναγία Σουμελά, Τα Νέα, 7 Αυγούστου 2010

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

Τουρκία-Τραπεζούντα: Ιστορική λειτουργία, υπό τον Οικουμενικό Πατριάρχη, στην Παναγία Σουμελά - Πρώτη θεία λειτουργία, από το 1923











Ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση συνοδεύει φέτος τον εορτασμό του Δεκαπενταύγουστου στον Πόντο, καθώς για πρώτη φορά μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και την ελληνοτουρκική συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών, θα τελεστεί θεία λειτουργία την ημέρα της εορτής της Παναγίας στην ιστορική Μονή Σουμελά.
Για τους Πόντιους, ορθοδόξους Έλληνες και Ρώσους, η λειτουργία που θα τελεστεί από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο είναι μια μεγάλη στιγμή που πολλοί εύχονταν σε όλη τους τη ζωή να ζήσουν.
Οι ορθόδοξοι Πόντιοι, όπου κι αν βρίσκονται διασπαρμένοι, έχουν συνηθίσει να στρέφουν τα βλέμματά τους τον Δεκαπενταύγουστο στην Παναγία Σουμελά, που επί αιώνες φύλασσε, στην κορυφή του βουνού στη Μάτσκα, πάνω από την Τραπεζούντα, την ιερή εικόνα της Παναγίας.
Φέτος, η τουρκική κυβέρνηση, δια μέσω του υπουργού Πολιτισμού, Ερτουγρούλ Γκιουνάι, έκανε δεκτό το αίτημα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και έδωσε την άδεια να τελείται, ελεύθερα, κάθε χρόνο, η ορθόδοξη θρησκευτική τελετή, στην ιστορική μονή της Παναγίας του Όρους Μελά, που πλέον λειτουργεί ως μουσείο.
Προσκυνητές από όλο τον κόσμο και κυρίως από τη Βόρεια Ελλάδα, όπου έχει εγκατασταθεί το μεγαλύτερο μέρος των Ποντίων, σπεύδουν φέτος να τιμήσουν την Κοίμηση της Θεοτόκου στη Μονή Σουμελά. Εκεί όπου την τιμούσαν και οι πρόγονοί τους.
Στην περιοχή έχουν ήδη συρρεύσει και προσκυνητές από τη Ρωσία και τη Γεωργία, για να υπογραμμίσουν τους δεσμούς που τους συνδέουν με τη Μονή Σουμελά.
Ο μητροπολίτης Δράμας και επίσκοπος Τύχων του Πατριαρχείου Μόσχας θα συλλειτουργήσουν μαζί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, σε μια λειτουργία που θα παρακολουθήσουν βουλευτές της ρωσικής Δούμας, της ελληνικής Βουλής, δεκάδες ανταποκριτές των ρωσικών, αλλά και των ελληνικών μέσων ενημέρωσης και αξιωματούχοι των ποντιακών οργανώσεων από όλο τον κόσμο.
Η Νομαρχία της Τραπεζούντας διαβεβαιώνει ότι έχουν ληφθεί όλα τα μέτρα ασφαλείας για τον απρόσκοπτο εορτασμό του Δεκαπενταύγουστου, ενώ ο δήμαρχος της Μάτσκα, Ερτουγλούλ Γκενς, παρότρυνε τους δημότες του «να ανοίξουν τα σπίτια τους και να φιλοξενήσουν τους χριστιανούς προσκυνητές». Το ίδιο βράδυ, ο δήμαρχος θα παραχωρήσει επίσημο δείπνο («Ιφτάρ Σοφρασί») στις τοπικές αρχές και στους υψηλούς επισκέπτες, στο οποίο έχουν κληθεί και μέλη ελληνικών ποντιακών σωματείων.
Από την άλλη πλευρά, από το Φανάρι και τα ποντιακά σωματεία γίνονται συστάσεις στους προσκυνητές να αποφεύγονται οι δημόσιες συνεστιάσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας, καθώς από χθες άρχισε η ιερή για τους μουσουλμάνους νηστεία του Ραμαζανιού , ώστε να αποφευχθεί οτιδήποτε θα μπορούσε να εκληφθεί ως πρόκληση για το θρησκευτικό συναίσθημα του τοπικού πληθυσμού. Άλλωστε, παραδοσιακά, το μοναστήρι, την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου, επισκέπτονται και αρκετοί ντόπιοι, μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, που αποδίδουν θαυματουργές ιδιότητες στην πηγή, που κυλά από τους γρανιτώδεις βράχους, πάνω στους οποίους είναι χτισμένο το μοναστήρι.
Η θεία λειτουργία θα τελεστεί στον περίβολο του ναού, λόγω της περιορισμένης χωρητικότητας του καθολικού. Οι άδειες που έχουν εκδοθεί για τους επισκέπτες, στους οποίους θα επιτραπεί η πρόσβαση στον περίβολο του ναού, είναι συνολικά πεντακόσιες. Οι μισές απ' αυτές θα διακινηθούν μέσω του Οικουμενικού Πατριαρχείου και οι άλλες μισές έχουν δοθεί στον Ιβάν Σαββίδη, που διοργανώνει το προσκύνημα από τη Ρωσία. Οι επισκέπτες θα εισέλθουν στον περίβολο της μονής, φορώντας τις ειδικές κάρτες, ενώ οι υπόλοιποι θα παρακολουθήσουν τη Θεία Λειτουργία έξω από το μοναστήρι, όπου θα υπάρχουν γιγαντοοθόνες. Μετά το πέρας της λειτουργίας θα επιτραπεί η είσοδος με τη σειρά και κατά ομάδες σε όλους όσοι επιθυμούν να προσκυνήσουν.
Η Πατριαρχική Λειτουργία στο Όρος Μελά θα μεταδοθεί από την ΕΤ3 στην Ελλάδα και δορυφορικά από τον δορυφόρο Hellas Sat στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή.

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Μιθριδατικοί πόλεμοι - Χρονολόγιο





Με την υποταγή της Μακεδονίας το 168 π.Χ. και της Αχαϊκής Συμπολιτείας το 146 π.Χ. η ρωμαϊκή κυριαρχία εδραιώθηκε στην Ελλάδα, το ίδιο συνέβη μερικά χρόνια αργότερα στη Μικρά Ασία. Η Ρώμη είχε γίνει η πρώτη δύναμη στον τότε γνωστό κόσμο και μπορούσε να επιβάλλει τη θέληση της παντού.
Λίγο πολύ όλα τα υπόλοιπα ελληνιστικά κράτη βρίσκονταν υπό την επιρροή της, δηλαδή σέβονταν τις αποφάσεις της ή φρόντιζαν να μην έρχονται σε σύγκρουση μαζί της. Άλλη δυνατότητα δεν υπήρχε, αν ήθελαν να αποφύγουν την υποταγή. Εξέγερση εναντίον της ρωμαϊκής κυριαρχίας φαινόνταν αδύνατη και σ' αυτούς ακόμη τους πιο φανατικούς εχθρούς της Ρώμης. Ο Μιθριδάτης ΣΤ' εκείνο που πρωταρχικά ήθελε ήταν η επέκταση της επιρροής του σε γειτονικές χώρες, επέμβαση ώμος στην Μικρά Ασία σήμαινε σύγκρουση με τους Ρωμαίους.
Οι Ρωμαίοι συγκέντρωσαν στρατό από της επαρχίες της Ασίας με διοικητή το Λεύκιο Κάσσιο. Οι δυνάμεις χωρίστηκαν σε τρία τμήματα. Το κάθε τμήμα είχε περί τους 40.000 πεζούς και ιππείς, διέθεταν και 50.000 πεζούς και 6.000 ιππείς του Νικομήδη Ε'.
Ο Μιθριδάτης ΣΤ' διέθετε 250.000 πεζούς, 40.000 ιππείς 300 κατάφρακτα πλοία και 100 δίκροτα. Διέθετε και 10.000 Αρμένιους ιππείς και 130 πολεμικά άρματα. Αυτές ήταν οι δυνάμεις τους όταν βρέθηκαν αντιμέτωπες το 88 π.Χ.


Α΄ Μιθριδατικός Πόλεμος (89-85 π.Χ.)
88 π.Χ. Με σύμμαχο το βασιλιά της Αρμενίας Τιγράνη (γαμπρός του) και με την υποστήριξη των ελληνικών πόλεων της Ιωνίας, ο Μιθριδάτης ΣΤ' γίνεται κύριος της Μικράς Ασίας, εξοντώνοντας παράλληλα τους Ρωμαίους. Στη συνέχεια, ο πόλεμος μεταφέρεται στην κυρίως Ελλάδα, όπου δρα ο στρατηγός του Μιθριδάτη, Αρχέλαος, Έλληνας από την Καππαδοκία. Με το βασιλιά του Πόντου συμπαρατάσσονται η Αθήνα, η Βοιωτία και η Λακωνία Πιστές στους Ρωμαίους μένουν μόνο η Χίος και η Ρόδος. Τα στρατεύματα του Μιθριδάτη καταλαμβάνουν τη Δήλο.
87 π.Χ. Ρωμαϊκά στρατεύματα με 5 λεγεώνες, με επικεφαλής τους το Λεύκιο Κορνήλιο Σύλλα, (Lucius Cornelius Sulla) αποβιβάζονται στην Ελλάδα.
86 π.Χ 1 Μαρτίου ο Σύλλας, έπειτα από πολιορκία ενός έτους σχεδόν, καταλαμβάνει την Αθήνα και τον Πειραιά, αφού νικά και διαλύει το εκστρατευτικό σώμα, που έστειλε ο Μιθριδάτης, με επικεφαλής του το γιο του Αριαράθη. Φθινόπωρο, οι αντίπαλοι συμπλέκονται στην Χαιρώνεια. Ο στρατός του Μιθριδάτη υπό τον Ταξίλη και τον Αρχέλαο έφτανε τους 60.000 μαχητές, ενώ ο στρατός του Σύλλα δεν ξεπερνούσε τις 15.000 πεζούς και τους 1.500 ιππείς. Τα ποντιακά στρατεύματα ηττώνται κατά κράτος. 25.000 στρατιώτες αιχμαλωτίζονται και πολλοί άλλοι είτε πνίγονται στην Κωπαϊδα είτε σκοτώνονται,
85 π.Χ. Ο Μιθριδάτης υποχρεώνεται να συνθηκολογήσει. Συναντάται στην πόλη Δάρδανο του Ελλήσποντου με το Σύλλα, κι εκεί συμφωνείται να παραιτηθεί από όλες τις κατακτήσεις του και να καταβάλει αποζημίωση στους Ρωμαίους 2.000 τάλαντα.



Β' Μιθριδατικός Πόλεμος (83-81 π.Χ.)
83 π.Χ. Ο Ρωμαίος διοικητής της επαρχίας Ασίας, Λεύκιος Λικίννιος Μουρήνας, (Lucius Licinius Murena ) επιτίθεται εναντίον του Μιθριδάτη, ο οποίος κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Ρώμης. Τα ρωμαϊκά στρατεύματα προελαύνουν ως τα εσωτερικά του ποντιακού Βασιλείου, και ο Μιθριδάτης αναδιπλώνεται.
82 π.Χ. Κοντά στον Άλυ ποταμό, τα στρατεύματα των Ρωμαίων συμπλέκονται με τις δυνάμεις του Μιθριδάτη και υφίστανται μια πραγματική πανωλεθρία. Οι ποντιακές δυνάμεις εισβάλουν ταυτόχρονα στην Καππαδοκία και καταλαμβάνουν ένα μέρος της.
81 π.Χ. Με τη μεσολάβηση του Σύλλα, αποκαθιστάται η ειρήνη, και ο Μιθριδάτης συμφιλιώνεται με το βασιλιά της Καππαδοκίας, Αριοβαρζάνη, αλλά κρατάει το τμήμα της Καππαδοκίας, που είχαν καταλάβει οι δυνάμεις του.



Γ' Μιθριδατικός Πόλεμος (74-67 π.Χ.)
74 π.Χ. Ο στρατηγός του Μιθριδάτη, Διόφαντος εισβάλλει στη Βιθυνία, και παράλληλα ο ρωμαϊκός στόλος ηττάται από τον Ποντιακό, ενώ όσα πλοία του σώζονται περιορίζονται στο λιμάνι της Χαλκηδόνας. Η Ποντοηράκλεια συμμαχεί με το Μιθριδάτη.
73 π.Χ. Ο Λεύκιος Λικίννιος Λούκουλλος, (Lucius Licinius Lucullus) που είχε αποβιβαστεί στη Μ. Ασία με μεγάλες δυνάμεις, προωθείται στον Πόντο. Στη Φρυγία, ο βασιλιάς των Γαλατών και σύμμαχος των Ρωμαίων, Δηιόταρος, νικά τον Εύμαχο, στρατηγό του Μιθριδάτη, ενώ, έπειτα από προδοσία, περνούν στη κυριότητα των Ρωμαίων τα πλοία του ποντιακού στόλου του Αιγαίου. Νέος στόλος, που στέλνει ο Μιθριδάτης στο Σερτώριο, με επικεφαλής το στρατηγό Αλέξανδρο, αιχμαλωτίζεται.
72 π.Χ. Δολοφονείται ο Σερτώριος στην Ισπανία σύμμαχος του Μιθριδάτη, και ο Λούκουλλος τελεί θρίαμβο στη Ρώμη, όπου διαπομπεύεται ο στρατηγός του Μιθριδάτη Αλέξανδρος.
71-70 π.Χ. Επικεφαλής νέων στρατευμάτων 40.000 μαχητές που έχει συγκεντρώσει ο Μιθριδάτης επιτίθεται εναντίον των Ρωμαίων στα Κάβειρα και τους νικά, κοντά στον ποταμό Λύκο. Σε μια νέα μάχη ηττάται ο Μιθριδάτης και καταφεύγει στον Τιγράνη, ενώ με διαταγή του αυτοκτονούν όλες οι γυναίκες και οι αδελφές του. Ο Λούκουλλος, στο μεταξύ, καταλαμβάνει και λεηλατεί τις ελληνικές πόλεις, που προέβαλαν αντίσταση στο στρατό του, την Τίο, την Άμαστρη, την Αμισό, τη Σινώπη, την Ηράκλεια και την Αμάσεια.
69-68 π.Χ. Ο Λούκουλλος επιτίθεται εναντίον του Τιγράνη και καταλαμβάνει την πρωτεύουσα του, τα Τιγρανόκερτα. Αναγκάζεται, όμως, να ανακόψει την προέλαση του στην Αρμενία, γιατί στασίασαν οι στρατιώτες του.
67 π.Χ. Ο Μιθριδάτης επικεφαλής μικρών δυνάμεων 8.000 μαχητές έρχεται στον Πόντο και κοντά στα Ζήλα νικά του Ρωμαίους και σκοτώνει 7.000 στρατιώτες του στρατηγού Γάιου Βαλέριου Τριάριου. Ο Τιγράνης επωφελείται από τη σύγχυση των Ρωμαίων και ανακτά τα εδάφη του. Ο Λούκουλλος ανακαλείται στη Ρώμη, και ο στρατός του διαλύεται. Παράλληλα, ο Μιθριδάτης επαναφέρει στην κυριαρχία του τις πόλεις και τις περιοχές του Βασιλείου του.


Δ' Μιθριδατικός Πόλεμος (66-63 π.Χ.)
66 π.Χ. Μετά την αναχώρηση του Λούκουλλου, τη διοίκηση των ρωμαϊκών στρατευμάτων αναλαμβάνει ο Γναίος Πομπήιος Μάγνος, (Gnaeus Pompeius Magnus) στον οποίον παραχωρήθηκαν εξουσίες από τη ρωμαϊκή σύγκλητο. Ο Τιγράνης, στο μεταξύ, διακόπτει τη συνεργασία του με το Μιθριδάτη, ενώ ο βασιλείας των Πάρθων (Περσών), Φραόρτης, συμμαχεί με τους Ρωμαίους. Τα στρατεύματα του Μιθριδάτη στασιάζουν, και ο βασιλείας του Πόντου προωθείται από την Κολχίδα στην Ταυρική, όπου ο γιος του, Μαχαρης, αυτοκτονεί, γιατί ενωρίτερα είχε ταχθεί με τους Ρωμαίους.
65 π.Χ. Ο Μιθριδάτης προωθείται στον Καύκασο και προσπαθεί να έρθει σε διαπραγματεύσεις με τον Πομπήιο, που απορρίπτει τις προτάσεις του. Οι πόλεις της Ταυρικής χερσονήσου στασιάζουν, εξαιτίας της υπέρμετρης φορολογίας.
64-63 π.Χ. Ο γιος του Μιθριδάτη, Φαρνάκης, στρέφεται εναντίον του, και ο βασιλιάς του Πόντου καταφεύγει στο Παντικάπαιο, όπου και αυτοκτονεί, σε ηλικία 69 ετών.

Η είδηση του θανάτου του Μιθριδάτη, σήμανε το τέλος του πόλεμου (25 σχεδόν χρόνια). Τόση ήταν η ανακούφιση που αισθάνθηκαν οι Ρωμαίοι, ώστε εόρτασαν το γεγονός επί δέκα μέρες.
Απόγονος οικογένειας Ελληνο-ιρανικής καταγωγής, ο Μιθριδάτης φρόντισε ωστόσο για την εισαγωγή του ελληνικού πολιτισμού στη χώρα του και ο ίδιος γνώριζε καλά ελληνικά,. ο ίδιος διατήρησε ως το τέλος της ζωής του τον χαρακτήρα δεσπότη της Ανατολής, όπως δείχνουν οι βιαιότητες που διέπραξε. Η ποιοτική κατωτερότητα του στρατού του σε σύγκριση προς τον ρωμαϊκό, συνέβαλαν χωρίς αμφιβολία πολύ στην αποτυχία του. Αλλά το σπουδαιότερο λάθος του ήταν, η υποτίμηση των δυνατοτήτων της Ρώμης. Ο Μιθριδάτης συνέβαλε με τους πόλεμους του εναντίον της Ρώμης όχι μόνο στην εδραίωση αλλά και στην επέκταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας.

Ο Πόντος στην αρχαιότητα







Ο Πόντος στην αρχαιότητα

Η περιοχή του Πόντου ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες από τους μυθικούς χρόνους. Εκεί πίστευαν ότι κατοικούσαν οι Αμαζόνες. Στην πεδιάδα της Αμισού ο Ηρακλής απέσπασε από την Αμαζόνα βασίλισσα Ιππολύτη την περίφημη ζώνη της, ενώ αργότερα ο Ιάσων κατά την Αργοναυτική εκστρατεία προσάραξε την πενηντάκωπη Αργώ στα παράλια της Σινώπης, όπου γνώρισε τους γηγενείς κατοίκους της περιοχής, τους Χάλυβες.

Η πρώτη ελληνική αποικία του Πόντου, η Σινώπη, ιδρύθηκε από τους Μιλήσιους τον 8. π.Χ. αι. Γρήγορα ακολούθησε η ίδρυση της Αμισού, των Κοτυώρων, της Κερασούντος και της Τραπεζούντος, «πόλεως ελληνίδος οικουμένης εν τω Ευξείνω Πόντω», όπως αναφέρει ο Ξενοφών περιγράφοντας την πορεία των Μυρίων από την περιοχή στο βιβλίο του Κύρου Ανάβασις.

Η ευρύτερη περιοχή του Πόντου ανήκε κατά την αρχαιότητα στην επικράτεια της περσικής αυτοκρατορίας, ενώ μετά τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου έγινε μέρος του ελληνιστικού βασιλείου των Σελευκιδών.

Κατά τους τρεις τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες αναπτύχθηκε στην περιοχή το ανεξάρτητο ελληνιστικό βασίλειο του Πόντου με πρωτεύουσα την Αμάσεια και αργότερα τη Σινώπη. Οι Μιθριδάτες βασιλείς του διέδωσαν τον ελληνικό πολιτισμό στους λαούς της περιοχής και δημιούργησαν ένα ισχυρό κράτος που απείλησε την ενότητα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα στα χρόνια του τελευταίου βασιλέα, του Μιθριδάτη ΣΤ’ του Ευπάτορα (120-63 π.Χ.)


Μετά το 63 π.Χ. ο Πόντος πέρασε στην κυριαρχία της Ρώμης.


Θάλαττα, Θάλαττα !!

Το 401 π.Χ. οι Μύριοι του Ξενοφώντα αντικρίζουν μετά από πολύμηνη πορεία στα βάθη της Ασίας τη θάλασσα του Πόντου με τα παράλια διάσπαρτα από φιλόξενες πόλεις ελληνικές : Τραπεζούντα, Κοτύωρα, Σινώπη, Ηράκλεια, από όπου και θα πάρουν τα πλοία για την πατρίδα.


Τι εξήγαγαν οι ποντιακές αποικίες

Η ακμή των ελληνικών αποικιών στον Πόντο βασιζόταν στα μεταλλεύματα χαλκού, σιδήρου, αργύρου και άλλων της περιοχής. Οι αποικίες ασκούσαν επίσης διαμετακομιστικό εμπόριο από τα βάθη της Ανατολής προς τη Μεσόγειο και εξήγαγαν σιτηρά και ξυλεία στην κυρίως Ελλάδα.

Σημαντικές πνευματικές μορφές της αρχαιότητας

που κατάγονταν από τον Πόντο

Διογένης ο Σινωπεύς (Κυνικός φιλόσοφος του 4. π.Χ. αι.)

Δίφιλος ο Σινωπεύς (κωμικός ποιητής του 4. π.Χ. αι.)

Διονυσόδωρος από την Αμισό (μαθηματικός του 2. π.Χ. αι.)

Τυραννίων από την Αμισό (λόγιος και γραμματικός του 1. π.Χ. αι.)

Στράβων από την Αμάσεια (ιστορικός του 1. π.Χ. αι.)

Βάττων από τη Σινώπη (ιστοριογράφος)

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

ΤΡΑΓΙΚΟ ΛΑΘΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ Η ΜΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟΥ (20-30 χιλ. αντάρτες)



Γράφει ο: Παναγιώτης Ι. Παπαδόπουλος Φιλόλογος - Καθηγητής Προσπαθούμε, ύστερα από 86 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, να βρούμε μέσα από διάφορα έγγραφα και αξιόπιστες πηγές τα λάθη και τις παραλήψεις που έγιναν από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδος την εποχή εκείνη, όχι για να καταλογίσουμε ευθύνες και να ανακαλύψουμε ενόχους. Στεκόμαστε με δέος και τον ανάλογο σεβασμό στη μνήμη όλων των πρωταγωνιστών, πολιτικών και στρατιωτικών, που έλαβαν μέρος στις αποφάσεις που οδήγησαν τον μικρασιατικό ελληνισμό στην αποτυχία. Η ιστορία, όμως, πρέπει να διδάσκεται πλήρης και ολοκληρωμένη στον ελληνικό λαό και αυτό δεν έγινε, ως προς την εκστρατεία του ελληνικού στρατού στη Μ.Α. στα σχολεία. Δεν έμαθε ο ελληνικός λαός γιατί οδηγηθήκαμε στην ήττα που είχε ως συνέπεια την εξόντωση ενός εκατομμυρίου και πλέον ελληνικού πληθυσμού και άλλου τόσου που εγκατέλειψε τις πατρογονικές του εστίες στην Ιωνία και το μαρτυρικό Πόντο. Εμείς οι Πόντιοι, δεύτερης και τρίτης γενιάς, από προφορικές μαρτυρίες αλλά και από αυθεντικές πηγές κειμένων που γράφτηκαν την εποχή εκείνη, τη δράση και τη δύναμη που είχε το αντάρτικο στον Πόντο, αναρωτιόμαστε: Γιατί δεν αξιοποιηθήκαμε, όπως, έπρεπε, ώστε να αποτελέσει το στρατό εκείνο που θα ονομαζόταν από έναν στρατιωτικό, δύναμη αντιπερισπασμού από τα μετόπισθεν του εχθρού. Τα ανταρτικά σώματα που δημιουργήθηκαν στα βουνά την περίοδο 1915-1922, στην αρχή ξεκίνησαν σαν μια λύση αυτοάμυνας από τις συνεχιζόμενες αυθαιρεσίες των τουρκικών αρχών σε βάρος των χριστιανών Ελλήνων. Η αποτυχίες των Νεοτούρκων στους Βαλκανικούς πολέμους ενοχοποίησε τους Έλληνες της Μ.Α. και τον Πόντο γι’ αυτό έπρεπε να πληρώσουν. Αργότερα, όμως, ως κύριο σκοπό τους τα ανταρκτικά σώματα είχαν την δημιουργία μιας ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου. (1) Όταν το 1909, ο μακεδονομάχος μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης έγινε Μητροπολίτης Αμασειας του Πόντου, οι χριστιανοί Έλληνες βρήκαν στο πρόσωπό του τον προστάτη τους. Όταν ως μητροπολίτης διαμαρτυρήθηκε στους πασάδες, τον έκλεισαν φυλακή. Επανήλθε το 1918 στο θρόνο του. Είναι ο άνθρωπος που οργάνωσε το ανταρτικό στον Πόντο και κατά τους υπολογισμούς του, την εποχή του, έφτανε τις 20.000 αντάρτες. Κάποιοι άλλοι υπολόγισαν ως 30.000 περίπου. Είναι γεγονός ότι το ποντιακό ζήτημα αντιμετωπίστηκε από την αρχή ως ζήτημα των Ποντίων και όχι ως μέρος του ευρύτερου εθνικού προβλήματος. Στην αρχή ο Βενιζέλος σε απόρρητη απόφασή του χαρακτήριζε τη δημιουργία «ποντιακών στρατιωτικών τμημάτων» ως πρόπλασμα ενός μελλοντικού ποντιακού στρατού. Η απόφαση αυτή καταλήγει: «Εννοείται ότι δεν θα διστάσωμεν και χρηματικώς και κατά πάντα δυνατόν τρόπον να επικουρήσουμε (βοηθώντας) οργάνωσιν στρατού Ποντίων αλλά δέον και ούτοι να επιτηρήσωσιν εαυτούς αφ’ ων και δύνανται να θέλουσιν, ούτω δε και ο αγών των θα έχει μεγαλυτέραν δύναμιν». Λίγο αργότερα στη Διάσκεψη Ειρήνης που πραγματοποιήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1918, ο ίδιος, ως πρωθυπουργός της Ελλάδος πρότεινε την ενσωμάτωση του Πόντου στην δημοκρατία της Αρμενίας, ενώ την ίδια στιγμή ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος με ξεχωριστό υπόμνημα που υπέβαλε στη Διάσκεψη Ειρήνης ζητούσε τη δημιουργία ελληνικού κράτους στην περιοχή του Πόντου. Στο υπόμνημά του ο δραστήριος ιεράρχης ανέπτυσσε την επιχειρηματολογία του η οποία στηριζόταν στο εξής γεγονός: μετά την παλιννόστηση των προσφύγων από τον Καύκασο και τη Ρωσία ο ελληνικός πληθυσμός του Πόντου εξισώθηκε με τον Μουσουλμανικό. Γινόταν μάλιστα και η παρατήρηση ότι πολλοί από τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους είναι ελληνικής καταγωγής. Επομένως, ήταν δίκαιο ο ελληνικός πληθυσμός του Πόντου να αποτελέσει αυτόνομο ελληνικό κράτος. Η απάντηση ήρθε από το Βενιζέλο. Σε αντίθεση από τους στόχους του Ποντιακού Κινήματος ο Βενιζέλος δήλωσε στις 4 Φεβρουαρίου 1919 στον Αμερικανό πρόεδρο Ουΐλσον ότι: παρόλο που οι Έλληνες Πόντιοι επιθυμούσαν την ανεξαρτησία, ο ίδιος αντιτάχθηκε απόλυτα. Σε συνέντευξή του που παραχώρησε σε αμερικανική εφημερίδα δήλωσε ότι «δέχεται να συμπεριληφθεί ο Πόντος στο αρμενικό κράτος». Επόμενο ήταν να δυσαρεστηθούν οι ανά τον κόσμον Πόντιοι και να καταγγείλουν και να διαμαρτυρηθούν για την εγκατάλειψη των αγώνων των. Οι Πόντιοι αντάρτες ζήτησαν επίσημα την ενίσχυση της Ελλάδος. Δυστυχώς οι παρακλήσεις για στρατιωτική βοήθεια έμειναν χωρίς απάντηση. (2) Ο Ε. Βενιζέλος, πιθανώς επηρεάστηκε από την αναφορά που του έκανε ο Δ. Καθενιώτης, αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Ο τότε συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού στάλθηκε στον Πόντο, ως ειδικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, να αναλάβει την στρατιωτική οργάνωση των Ποντίων και να του υποβάλει μετά την επιστροφή του την αναφορά του. Ο Δ. Καθενιώτης κατά τη μετάβασή του στον Πόντο είχε μαζί του στην αποστολή εκείνη και τους ποντιακής καταγωγής αξιωματικούς Καραπαναγιωτίδη και Ανδρεάδη. Όταν έφτασε εκεί ο Καθενιώτης γρήγορα κατάλαβε ότι η στρατιωτική οργάνωση των Ποντίων θα προκαλούσε στους Τούρκους του φόβο από τυχόν συγκρούσεις μαζί τους. Τον Οκτώβριο του 1919 επέστρεψε στην Αθήνα. Αφού έκανε διάφορες επαφές με τον Βρετανό πρέσβη για δημιουργία ελληνικού στρατού στο κατεχόμενο από Βρετανούς Βατούμ, η σκέψη του απορρίφθηκε ως πρόταση, οργάνωσε όμως τους Πόντιους στην Ελλάδα. Ήθελε να τους στείλει στον Καύκασο ως ενίσχυση. Και αυτή η πρόταση απορρίφθηκε. (3) Στην έκθεση που υπέβαλε στην Αθήνα, την 9η Ιανουαρίου 1920, έγραφε τις σκέψεις του και την ανάγκη οργάνωσης των Ποντίων. Σημασία μεγάλη έχει το γεγονός ότι την από 61 σελίδες αναφορά του δεν την έστειλε μόνο στον πρωθυπουργό, τα υπουργεία εξωτερικών και στρατιωτικών αλλά και στον Αρχηγό Στρατού της εκστρατείας στη Μ.Α. Ως αξιωματικός πίστευε ότι ο Αρχηγός στρατού θα λάβαινε υπ’ όψη του την αναφορά από στρατηγικής σημασίας. Κανένας δεν έδωσε σημασία στα λεγόμενα-γραφόμενά του.(3) Αλλά και «ο θερμότατος πατριώτης από την Οινόη του Πόντου Χρυσόστομος Καραΐσκος, αξιωματικός του ελληνικού στρατού, παραιτήθηκε από τον ελληνικό στρατό με την αιτιολογία να μεταβεί στον Πόντο και ως φαρμακοποιός να βοηθήσει στον αγώνα των Ποντίων, είχε μαζί του κατά τις περιοδείες του στον Πόντο με σκοπό να συλλέξει διάφορες πληροφορίες και τον Πόντιο οπλαρχηγό Στέλιο Κοσμίδη. Αμέσως έστειλε έκθεση στον πρόεδρο της επιτροπής των Ποντίων Χρ. Καλαντίδη για να ενεργήσει ανάλογα. Αλλά η ανδρεία και η αυτοθυσία των Ποντίων υπερασπιστών υπέρ βωμών και εστιών συνετρίβετο προς της καταθλιπτικής και αγνώμονος στάσεως της ευρωπαϊκής διπλωματίας, η οποία ενώ παρενέβαλε μύρια προσκόμματα εις την υποστήριξη του ποντιακού αγώνος παρά της μητρός Ελλάδος, προστάτευε εξ ετέρου και ενίσχυε ηθικώς και υλικώς τους δολοφόνους των χριστιανών». (4) Με αφορμή τη Βρετανική άρνηση ο Βενιζέλος έσπευσε να δηλώσει: «Θεωρώ όλως απίθανον ότι θα ληφθεί περί τούτων (των Ποντίων) ειδική πρόνοια, πλην των γενικών εγγυήσεων, ως ζητούν να επιτύχουν υπέρ των ξένων εθνοτήτων, όσαι θα παραμείνωσι υπό τουρκικήν κυριαραχίαν». (5) Ο Πόντιος αξιωματικός Χρυσ. Καραΐσκος όταν επιχείρησε να πάει για δεύτερη φορά προς ενίσχυση του αγώνα των ανταρτικών ομάδων, γράφει στην αναφορά του: «Παρ’ όλη την αποτυχία των ενεργειών μου (στην Αθήνα) επιχείρησα να ξαναπάω στον Πόντο. Εμποδίστηκα όμως από την Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή Κων/λης και περίμενα να φύγω με άλλον τρόπο. Εννοείται ότι δεν το κατόρθωσα». Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα. Γιατί δεν αξιοποιήθηκε η αξιόμαχη δύναμη των ανταρτικών σωματείων του Πόντου. Αν λάβουμε υπ’ όψη μας την εκτίμηση του Γερ. Καραβαγγέλη ότι ήταν ο αριθμός 20 χιλιάδες αντάρτες μόνο, και την 20η Αυγούστου 1922, ο στρατηγός Τρικούπης όταν εμάχετο πλησίον του Ούσακ, εδέχετο ξαφνικά μια βοήθεια από 2 μεραρχίες μπαρουτοκαπνισμένων Ποντίων στα μετόπισθεν του εχθρού, δεν θα αναγκαζόταν να παραδώσει ολόκληρο το Β’ Σ.Σ. Η δύναμις του ανήρχετο σε δύο στρατηγούς (Τρικούπη, Διγενή) διοικητάς των Α’ και Β’ Σωμ. Στρατού, το Διοικητή της 13η Μεραρχίας, 190 αξιωματικούς και 4.400 οπλίτες με 6 ορειβατικά πυροβόλα. (7) Ο αδελφός του αρχηγού των Σαναίων Ευκλείδη Κουρτίδη, Κωνσταντίνος, γράφει στο ημερολόγιό του «όταν τους είπαμε ότι είμεθα οι αντάρται της Σάντας, μας εκοίταζαν περίεργα. Μας πήραν από εκεί και ξεκινήσαμε δια το σαράι. Επειδή το είχε μάθε ο κόσμος, επλημμύρισε από παντού τους δρόμους… Ένας καλοενδεδυμένος Χότζας με έναν άλλον κύριο και ιδόντες τόσον πλήθος… ερώτησε έναν αξιωματικόν τι συμβαίνει και ο αξιωματικός απάντησε ότι είναι Σανταίοι αντάρται. Ο χότζας έπτυσε κατά γης και είπε: «Να ντρέπεται αυτό το δικό μας το έθνος και η κυβέρνησις. Από αυτούς εφοβούντο και τόσα χρόνια ετρόμαζαν. Μα αυτοί δεν μοιάζουν καν άνθρωποι». Γελών ο αξιωματικός είπε: «Τι να σου πω χότζα εφέντη, αφού δεν ξέρεις κάτω από τα παλιά αυτά ρούχα τι κρύπτεται». Ας βγάλει ο αναγνώστης τα συμπεράσματά του. Τέλος Μικρασιατικής Εκστρατείας Βιβλιογραφία 1.Ποντιακή εγκυκλοπαίδεια εκδ. Μαλλιαρη τ. Α’ σελ. 439 2.Οι Έλληνες του Πόντου, εκδ. Aegean, του Βλ. Αγεζίδη σελ. 203-207 3.Ποντ. Εγκυκλ. Εκδ. Μαλλιάρη τ. Δ’ σελ. 152 4.Τα απελευθερωτικά στρατεύματα του πόντ. Ελλ/σμού. Α. Ανθεμίδη εκδ. Ε. Γιαλτουρίδη 5. Τα απελευθερωτικά στρατεύματα του πόντ. Ελλ/σμού. Σελ. 349, 209 6.Οι Έλληνες του Πόντου του Β. Αγεζίδη εκδ. Aegean σελ. 213 7.Επίτομος ιστορία εκστρατείας Μ.Α. (1919-1922) εκδ. ΓΕΣ σελ. 411 8.Ημερολόγιο Κ. Κουρτίδη εκδ. Π. Σουμελά σελ. 206

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Οι γεωπολιτικές συνθήκες στον Πόντο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα έως το 1923 και η πολιτική εξόντωσης των χριστιανών της περιοχής















Αλέξανδρος Παναγόπουλος-Καστρινάκης
Δρ. Ιστορικός


Η περιοχή του Πόντου χαρακτηριζόταν έως τις αρχές του 20ου αι. από ένα σύνθετο πολιτισμικό κοινωνικό σύνολο. Μουσουλμάνοι διαφόρων εθνοτικών ομάδων και χριστιανοί Έλληνες και Αρμένιοι, συμβίωναν στις πόλεις των παραλίων και της ενδοχώρας, σε ξεχωριστές μικρές κοινότητες διάσπαρτες μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα πολύχρωμο μωσαϊκό.

Οι μεταξύ τους σχέσεις χαρακτηρίζονταν γενικά από μία ειρηνική συμβίωση. Οι ελληνοποντιακοί πληθυσμοί κατοικούσαν κυρίως στα παράλια και στις γύρω περιοχές των άλπεων, στον Δυτικό και Κεντρικό Πόντο. Οι οικισμοί των αρμενικών πληθυσμών βρίσκονταν κυρίως στην ποντιακή ενδοχώρα και στα γεωγραφικά σύνορα με το υψίπεδο της Ανατολίας. Έλληνες και Αρμένιοι ζούσαν ανάμεσα σε διάφορες, συχνά πολυπληθέστερες ομάδες μουσουλμάνων.

Ο Πόντος μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αι., παρουσίαζε την παραδοσιακή μορφή μιας οθωμανικής επαρχίας με την συνηθισμένη κοινωνική διάρθρωση χριστιανών και μουσουλμάνων, όπου εκτός των θρησκευτικών διαφορών παρουσίαζαν πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ τους. Ας μην ξεχνάμε ότι μέρος των μουσουλμάνων προέρχονταν από εξισλαμισμένους χριστιανούς και ότι οι διάφορες κοινότητες συμβίωναν σε ορισμένες περιοχές ήδη από τον 14ου αι.

Μέσα σε λίγα χρόνια, από την τελευταία δεκαετία του 19ου έως την τρίτη του 20ου αι., ο κοινωνικός ιστός που χαρακτήριζε τον Πόντο εξαφανίστηκε. Οι συνθήκες και οι ενδοκοινοτικές σχέσεις μεταβλήθηκαν απότομα, παρασυρόμενες στη δύνη των γεωπολιτικών αλλαγών που επήλθαν τον 20ο αι. στη Μαύρη Θάλασσα και στη Μέση Ανατολή. Κυρίως χριστιανοί αλλά και μουσουλμάνοι, υπήρξαν θύματα των γεωπολιτικών συνθηκών, που διαμορφώθηκαν-επιβλήθηκαν στην περιοχή και των ιδεολογικών-εθνικών προτύπων που κυριάρχησαν σ’ αυτή (π.χ. ελληνικός-τουρκικός-αρμενικός εθνικισμός). Οι διάφορες ομάδες, βάσει της θρησκοπολιτιστικής τους ιδιαιτερότητας, μεταβλήθηκαν σε μεγάλο ποσοστό σε αντίπαλες εθνικές μάζες που διαμάχονταν για την απόλυτη επικράτηση-υπερίσχυση μίας εξ αυτών.

Ο Πόντος, του οποίου η γεωπολιτική θέση αρχίζει να αυξάνεται από τα τέλη του 18ου αι., αναδύεται σε σημαντικότατη περιοχή κατά τον 19ο αι., κυρίως για δύο λόγους:

Ο πρώτος είναι οι συνεχείς ρωσο-τουρκικοί πόλεμοι που είχαν σαν αποτέλεσμα την απώλεια της Μαύρης Θάλασσας (ως οθωμανικής λίμνης) και κυρίως του Καυκάσου. Με τον 19ο αι. ο Πόντος μετατρέπεται σε σύνορο του οθωμανικού κράτους.

Ο δεύτερος λόγος είναι το σταδιακό άνοιγμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο διεθνές εμπόριο που αναδεικνύει την γεωγραφική θέση της περιοχής (ανακτώντας την σπουδαιότητα της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας), ως διαμετακομιστικό κέντρο για το εμπόριο της Ευρώπης με την Μέση και την Κεντρική Ασία. Λόγω της ανάπτυξης του εμπορίου κατά τον 19αι., μεγάλο μέρος του υψιπέδου της Ανατολίας έως και την Μεσοποταμία βασίζεται στις εμπορικές συναλλαγές μέσω των παράλιων πόλεων του Πόντου.

Η αύξηση της ρωσικής πίεσης στα ανατολικά σύνορα του Οθωμανικού κράτους, επισήμαινε την γεωπολιτική ενότητα του Πόντου με την Υπερκαυκασία (Νότιος Κάύκασος) και το υψίπεδο της Ανατολίας. Και οι τρεις περιοχές επηρεάζονταν άμεσα από τις συνεχείς εχθροπραξίες, μουσουλμάνοι του Καυκάσου μετακινούνταν προς τον Πόντο και την Ανατολία ενώ χριστιανοί εγκατέλειπαν τις εστίες τους και εποικούσαν τις νέες κτήσεις των Ρώσων στον Καύκασο. Αυτή η ανακατανομή μουσουλμάνων και χριστιανών, μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών, συνεχίζεται καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου αι. εξασθενώντας το χριστιανικό στοιχείο του Πόντου και αυξάνοντας το ποσοστό των μουσουλμάνων στην ευρύτερη περιοχή (κατά τον 20ο αι. θα μεταφερθούν στον Πόντο και μουσουλμάνοι από τις πρώην ευρωπαϊκές κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας).

Ταυτόχρονα με την ρωσική πίεση, η παρακμή του Οθωμανικού κράτους (η οποία ήδη παρατηρείται από τον 18ο αι.) γίνεται ακόμα πιο αισθητή στις ανατολικές επαρχίες, στα σύνορα με την Ρωσία και την Περσία, οι οποίες σταδιακά ξεφεύγουν από τον έλεγχο της κεντρικής διοίκησης. Κατά το δεύτερο μισόι του 19ου αι. και κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες, η ανασφάλεια στις περιοχές αυξάνεται, το ίδιο και οι ατασθαλίες των κρατικών υπαλλήλων οι οποίοι συχνά καταδυναστεύουν τον πληθυσμό. Η οικονομική δυσπραγία γίνεται ακόμα πιο έντονη (εξαιτίας και των διομολογήσεων). Οι συνθήκες διαβίωσης εξασθενούν και κάνουν την εμφάνισή τους λιμοί, επιδημίες και μεταδοτικές ασθένειες. Κούρδοι και Αρμένιοι βρίσκονται σε συνεχείς συμπλοκές τις οποίες το επίσημο κράτος συχνά δεν είναι σε θέση ή δεν είναι πρόθυμο να ελέγξει.

Αυτά παρατηρούνται στο υψίπεδο της Ανατολίας και στην ποντιακή ενδοχώρα, ενόσω τα ποντιακά παράλια ακολουθούν εντελώς διαφορετική πορεία. Οι διαφορές μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων διευρύνονται. Οι χριστιανοί είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες που τους παρέχουν οι μεταρρυθμίσεις του 19ου αι. (ελευθερία αυτοδιοίκησης σε θέματα πολιτισμικά και αύξηση οικονομικών συναλλαγών με το εξωτερικό και νομικής προστασίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις.), σε αντίθεση με τον μουσουλμανικό πληθυσμό που παραμένει έρμαιο των ακόμα φεουδαρχικών-μεσαιωνικών αντιλήψεων που διακατέχουν το επίσημο κράτος, καθιστώντας τον πιο ευάλωτο στις αυθαιρεσίες των διοικούντων.

Σταδιακά από το 1850, το βιοτικό επίπεδο των χριστιανών αυξάνεται και εκφράζεται με έναν πολιτισμικό δυναμισμό-άνθηση των χριστιανικών κοινοτήτων και μία σημαντική δημογραφική αύξηση. Τουναντίον ο ντόπιος μουσουλμανικός πληθυσμός ακολουθεί μία φθίνουσα ή εντελώς στάσιμη πορεία.

Η μοίρα του μουσουλμανικού πληθυσμού, αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση διάλυσης που παρουσιάζει το Οθωμανικό κράτος. Οι Μεγάλες Δυνάμεις φτάνουν σε σημείο να ελέγχουν και να αποφασίζουν για το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, λαμβάνοντας υπόψη τους το ευρωπαϊκό «status quo» δηλαδή την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο γεννιέται το «Ανατολικό Ζήτημα», που αφορά τις προσπάθειες διάλυσης ή διατήρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υπεξαίρεσης περιοχών της από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Σε αυτό το γεωπολιτικό παιχνίδι, ένας από τους άξονες δράσης της Ρωσικής πολιτικής ήταν η προσπάθεια ελέγχου της Μαύρης Θάλασσας και η κάθοδος στους εμπορικούς δρόμους των ¨ζεστών θαλασσών¨ του Αιγαίου (Μεσογείου) και του Περσικού κόλπου. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής ο Πόντος θεωρούνταν θέμα-κλειδί του «Ανατολικού Ζητήματος» καθ’ ότι η ενσωμάτωση του στην Ρωσία θα μεταμόρφωνε τον Εύξεινο Πόντο σε «ρωσική λίμνη» και θα παρέδιδε στα χέρια του Τσάρου, το εμπόριο της Μέσης Ανατολής και Κεντρικής Ασίας που διακινείτο μέσω της περιοχής.

Ένα τέτοιο πλήγμα θα είχε αλυσιδωτές καταστροφικές προεκτάσεις για το Οθωμανικό κράτος που θα έχανε τον έλεγχο της μισής Μικράς Ασίας (που ήταν ο πυρήνας του κράτους) και κυρίως της περιοχής, από την τότε γνωστή ως μεγάλη Αρμενία (ανατολικό υψίπεδο της Ανατολίας) έως την Μεσοποταμία. Εξαιτίας του απαρχαιωμένου οδικού δικτύου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Ρωσία θα είχε την δυνατότητα να ελέγχει τις στρατηγικές διασυνδέσεις Κωνσταντινούπολης και Άγκυρας με την Μέση Ανατολή.

Η ύπαρξη σημαντικών χριστιανικών πληθυσμών στην παραπάνω περιοχή έκανε το ρωσικό σχέδιο να φαντάζει ακόμα πιο απειλητικό, δίνοντας στην Ρωσία την ευκαιρία, ανά τακτά διαστήματα, να αναμιγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις των ανατολικών οθωμανικών επαρχιών και με διάφορα προσχήματα να κηρύσσει τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

Η αντίδραση του Οθωμανικού κράτους μπροστά στην προοπτική απόλεσης του πυρήνα του ήταν βίαιη, χρησιμοποιώντας ως τακτική εκτόνωσης, την αντιπαλότητα και το μένος των μουσουλμάνων εναντίον των χριστιανών. Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. το Οθωμανικό κράτος, ανήμπορο να εναντιωθεί στα ρωσικά σχέδια και στην αναρχία που βασιλεύει στις ανατολικές επαρχίες, θα επιτρέψει, θα παροτρύνει ή θα παρέχει την σιωπηλή συγκατάθεσή του σε βιαιοπραγίες εναντίον των χριστιανών, οι οποίες συχνά υποκινούνται από τους κατά τόπους κρατικούς λειτουργούς (ορισμένοι εναντιώθηκαν και προστάτευσαν, στο μέτρο του δυνατού, τους χριστιανικούς πληθυσμούς) ή τους μουσουλμάνους ιερωμένους. Τέλος, με την πολιτική εξαφάνισης των χριστιανών των ανατολικών επαρχιών η οποία στόχευε στη φυσική ή πολιτισμική τους εξόντωση (ασπαζόμενοι τον μωαμεθανισμό) ή στην φυγή τους, οι περιοχές του υψιπέδου της Ανατολίας και η ενδοχώρα του Πόντου παραδίδονται στην αναρχία. Αυτή η πολιτική που εγκαινιάστηκε από τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ, θα συνεχιστεί με περισσότερη οργάνωση, μέθοδο και περίσσιο ζήλο από τους Νεότουρκους και εν τέλει (θα ολοκληρωθεί) με την άνοδο του κεμαλικού κινήματος.

Η γεωπολιτική συνέχεια του Πόντου με τον Νότιο Καύκασο (την Υπερκαυκασία) και την Ανατολία δημιουργεί δύο νοητούς άξονες, Ανατολής-Δύσης και Βορρά-Νότου, τους οποίους οι Οθωμανοί και μετέπειτα Τούρκοι, έπρεπε πάση θυσία να διατηρήσουν για να μπορούν να ελέγχουν ολόκληρη την Μικρά Ασία. Ο δυναμισμός των χριστιανικών πληθυσμών του Πόντου και η συνεχής ανάμιξη των Μεγάλων Δυνάμεων: Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία και ΗΠΑ, στις εσωτερικές υποθέσεις του κράτους και της περιοχής, ώθησαν τους Οθωμανούς και Τούρκους εθνικιστές στην λύση της εξαφάνισης τόσο των Αρμενίων όσο και των Ελλήνων. Βασιζόμενοι στις αχανείς εκτάσεις του υψιπέδου της Ανατολίας, σε μια περιοχή όπου ακόμα οι συνθήκες και η νοοτροπία των κατοίκων ακολουθούσαν μεσαιωνικά πρότυπα, μακριά από τα μάτια ανεπιθύμητων και την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, μπορούσαν να εφαρμόσουν τα σχέδια εξόντωσης των χριστιανών. Για την εφαρμογή αυτών των σχεδίων τους βοηθήθηκαν σημαντικά από την αστάθεια που παρατηρείται στις διεθνείς σχέσεις με την πάροδο του 20ου αι. και την κρίση του διεθνούς συστήματος τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα

Με τον 20ου αι οι συνθήκες στις ανατολικές επαρχίες γίνονται ακόμα πιο σκληρές και οι σχέσεις των διαφόρων κοινοτήτων ακόμα πιο τεταμένες. Η εσωτερική κατάσταση του κράτους είναι χαοτική και οι επαναστάσεις και τα εθνικά κινήματα στις ευρωπαϊκές κτήσεις και στην Μέση Ανατολή έρχονται να επιβαρύνουν το προς αυτοδιάλυση κράτος. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία στηρίζεται πλέον αποκλειστικά στον οικονομικό έλεγχο των Μεγάλων Δυνάμεων. Ως αποτέλεσμα, οι χριστιανοί του Πόντου φανερώνουν έντονα την συμπάθειά τους προς τις Ξένες Δυνάμεις και τα εθνικά τους κέντρα (την Ελλάδα και τα Αρμενικά κινήματα στην Ρωσία). Η αφοσίωση στο Οθωμανικό κράτος έχει πλέον κατά μεγάλο ποσοστό κλονιστεί και μόνο η παρουσία ορισμένων χαρισματικών διοικητών διατηρεί-παρατείνει την ηρεμία στην περιοχή.

Από το 1911 μέχρι το 1923, οι εξελίξεις στα εσωτερικά της αυτοκρατορίας θα συμπαρασύρουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς του Πόντου. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι θα είναι η αφετηρία της αντιμετώπισης των χριστιανών ως εχθρών του κράτους. Η κατάληψη σχεδόν ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα χριστιανικά βαλκανικά κράτη θα ενισχύσει το αίσθημα αλληλεγγύης των μουσουλμάνων εξαγριώνοντας μέρος εξ αυτών, προς τους χριστιανούς ως υπαίτιους για την κατάντια του Οθωμανικού κράτους. Η ευρωστία και η άνθηση των χριστιανικών κοινοτήτων θα είναι ένας επιπλέον παράγοντας φθόνου των μουσουλμάνων. Οι παραδοσιακές μορφές σχέσεων μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων καταστρέφονται και τα πνεύματα οξύνονται.

Το επίσημο κράτος απαξιεί να παρέχει τις απαραίτητες ασφάλειες στους χριστιανικούς πληθυσμούς και αμφισβητεί πλέον ανοιχτά την αφοσίωσή τους ως Οθωμανούς υπηκόους, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται κατά την διάρκεια του 1915-16, με την γενοκτονία των Αρμενίων. Μετά τα γεγονότα των σφαγών, ακολουθεί μία ληξιπρόθεσμη-παροδική ηρεμία στις ανατολικές επαρχίες, λόγω της προέλασης του ρωσικού στρατού, έχοντας όμως ως αποτέλεσμα την φυγή ενός μέρους του μουσουλμανικού στοιχείου. Αυτή η ηρεμία θα διατηρηθεί μέχρι την συνθηκολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1918. Το τέλος του πολέμου σφραγίζει και το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αποσύνθεσή της θα δώσει το ελεύθερο πεδίο σε κάθε είδους τυχοδιώκτες και πλιατσικολόγους που λυμαίνονται και κατατρομάζουν τόσο τους πληθυσμούς της Ανατολής όσο και τις επίσημες Αρχές. Με το έτος 1919 κάνει την εμφάνισή του το κίνημα του Κεμάλ.

Η αστάθεια που επικρατεί στον Καύκασο, εξαιτίας του ρωσικού εμφύλιου πολέμου και οι ατέρμονες διαβουλεύσεις των Μεγάλων Δυνάμεων για την τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα αποβούν σωτήριες για την ανάπτυξη του νεοεμφανιζόμενου κεμαλικού αγώνα και καταστροφικές για τους Έλληνες και λίγους Αρμένιους που έχουν απομείνει στον Πόντο. Στα διπλωματικά τους παζάρια οι Μεγάλες Δυνάμεις δίνουν δευτερεύουσα σημασία στο μέλλον του Πόντου, καθότι δεν παρουσιάζει το απαραίτητο ενδιαφέρον για την προώθηση των συμφερόντων τους, που επικεντρώνονται πρωτίστως στην Μέση Ανατολή, τα Στενά του Βοσπόρου και τον Καύκασο.

Κυρίως όμως, η πτώση του Τσάρου, η άνοδος του σοβιετικού καθεστώτος και ο εμφύλιος που ακολουθεί στις πρώην ρωσικές επαρχίες, δίνει πλήρη ελευθερία κινήσεων στους Τούρκους εθνικιστές. Οι σοβιετικοί, φοβούμενοι την επέκταση των ζωνών επιρροής των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία και ΗΠΑ) στην Μέση Ανατολή και τον Καύκασο (απειλώντας τα ζωτικά ρωσικά συμφέροντα), υποστηρίζουν τον Κεμάλ, ως αντίβαρο στις αποικιακές διαθέσεις των Συμμάχων, εξασφαλίζοντας την κυριαρχία τους στον Καύκασο.

Επιπλέον, η έλλειψη καθαρής χριστιανικής υπεροχής στον Πόντο (με εξαίρεση κάποιες μικρές ορεινές περιοχές) και η μη καλή οργάνωση και προώθηση ενός κοινού σχεδίου των ποντιακών οργανώσεων και της Ελλάδας, όπως και η περιορισμένης μορφής συνεργασία με τους Αρμένιους, θα αποβούν μοιραία για την τύχη των χριστιανών.

Οι χριστιανικές κοινότητες δεν συνειδητοποιούν εγκαίρως τις σημαντικές αλλαγές που επιφέρει ο κεμαλικός αγώνας στην συνείδηση ενός μεγάλου ποσοστού των μουσουλμανικών εθνοτικών ομάδων και την γρήγορη μετεξέλιξη του οθωμανικού στρατού σε εθνικό τουρκικό στρατό.

Ο κεμαλισμός ως μία νέα ιδεολογία, κατάφερε κατά μεγάλο ποσοστό να συγκεντρώσει τα παράπονα και την δυσαρέσκεια και παράλληλα να τονώσει το ηθικό και να δώσει ζωντάνια στο πληγωμένο γόητρο των Οθωμανών. Οι Κεμαλικοί εκμεταλλεύτηκαν την μουσουλμανική αλληλεγγύη και τον πλήρη έλεγχο των κρατικών υπηρεσιών από το μουσουλμανικό στοιχείο (αν εξαιρέσουμε τα μικρά ποσοστά χριστιανών, οι οποίοι κάλυπταν συγκεκριμένες θέσεις και υπηρεσίες) και πρωτίστως τον έλεγχο του στρατού.

Άλλο σημαντικό στοιχείο για την τραγική κατάληξη των ελληνοποντιακών κοινοτήτων είναι η πρόσβαση, για το νέο τουρκικό κράτος, στην Μαύρη Θάλασσα, μέσω των ποντιακών πόλεων. Η υπεξαίρεσή τους από τον άμεσο έλεγχο της Τουρκίας θα καθιστούσε το νέο κράτος ευάλωτο και γεωπολιτικά αδύναμο.

Τα μέτρα που θα πάρουν οι κεμαλικοί υπεύθυνοι εναντίων των χριστιανών του Πόντου, θα έχουν ως σκοπό την αποφυγή οποιασδήποτε εξωτερικής ανάμιξης και τον απόλυτο έλεγχο ολόκληρης της Μικράς Ασίας. Η τρομοκράτηση του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού θα γίνει με όλα τα δυνατά μέσα, επίσημα και ανεπίσημα. Αυτό περιλαμβάνει από τους παραδοσιακούς λήσταρχους, που λυμαίνονται το βιός και την ύπαρξη ολόκληρων κοινοτήτων έως και την επίσημη χρήση των αστυνομικών και διοικητικών Αρχών, για την μεθοδική συγκέντρωση των χριστιανών, την φυσική εξόντωση τους και την διαρπαγή των περιουσιών τους. Παράλληλα, για την εξυπηρέτηση των σκοπών τους, οι Κεμαλικοί, θα χρησιμοποιήσουν στρατιωτικά αποσπάσματα για την εξολόθρευση των αντάρτικων ομάδων της ποντιακής ενδοχώρας όπως και την υποκινούμενη ή αυθόρμητη συμμετοχή φανατισμένου μουσουλμανικού πλήθους στις βιαιοπραγίες.

Παρ’ όλες τις δικαιολογίες των Τούρκων αξιωματούχων, που παρουσίαζαν τις ενέργειές τους ως απλές στρατιωτικές επιχειρήσεις (στο πλαίσιο του Ελληνοτουρκικού πολέμου), στα μάτια των λίγων ξένων παρατηρητών που βρίσκονται στον Πόντο και παρακολουθούν τις βιαιοπραγίες, οι ενέργειες τους έχουν ως μοναδικό στόχο την εξαφάνιση και τον ξεριζωμό των χριστιανικών πληθυσμών.

Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από τους διωγμούς των ελληνοποντιακών κοινοτήτων των παραλιακών πόλεων. Η παρουσία τους μακριά από τα πεδία των μαχών μεταξύ Τουρκικού και Ελληνικού στρατού, δεν δικαιολογεί την εχθρική αντιμετώπισή τους από τους Κεμαλικούς. Παρ’ όλα αυτά οι ελληνοποντιακοί αυτοί πληθυσμοί εκτοπίστηκαν με τον ίδιο και απαράλλαχτο τρόπο, που αντιμετώπισαν οι Αρχές τους Αρμένιους το 1915-16. Στην περίπτωση των Ελλήνων της ποντιακής ενδοχώρας η ανασφάλεια που επικρατούσε τους ώθησε σε μία μαχητική αντίδραση, εξασφαλίζοντας σε μεγάλο ποσοστό την επιβίωσή τους.

Οι χριστιανικοί πληθυσμοί (Έλληνες και Αρμένιοι) παραμένουν διασπασμένοι στον μεταξύ τους οικονομικό και πολιτισμικό ανταγωνισμό και μετατρέπονται σε εύκολο στόχο. Μη έχοντες την συμπαράσταση των Μεγάλων Δυνάμεων και την ουσιαστική υλική βοήθεια των εθνικών τους κέντρων, αναλώνονται σε συνέδρια και σε διάφορες οργανώσεις, των οποίων οι προσπάθειες δεν βρίσκουν ανταπόκριση. Κατ’ επέκταση, η συνύπαρξη των Ελληνοποντίων εν μέσω συμπαγών μουσουλμανικών πληθυσμών, καθιστούσε δύσκολο το εγχείρημα οποιασδήποτε μαζικής αντίστασης στα δεινά που υπέστησαν. Ακόμα και αυτή η γεωγραφική διάταξη του Πόντου έκανε σχεδόν αδύνατη κάθε προσπάθεια οργανωμένης άμυνας, από την στιγμή που σε καμία περιοχή το χριστιανικό στοιχείο δεν υπερτερούσε πια.